Guest

Τολμήστε, κύριε πρωθυπουργέ…

Πράγματι, στους δυόμιση (2,5) αυτούς μήνες η νέα Κυβέρνηση δεν έχει να παρουσιάσει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Μοναχά διακηρύξεις, σχετικές με την ικανοποίηση των προεκλογικών δεσμεύσεων. Στο πεδίο του Δημοσίου ακολουθήθηκε για μία ακόμη φορά η κομματικοκρατική πεπατημένη. Εκατοντάδες Γενικοί Γραμματείς, Διοικητές Οργανισμών, Διευθυντές ΔΕΚΟ και κάθε είδους σύμβουλοι τοποθετήθηκαν σε ύψιστες επιτελικές θέσεις με κομματικά, και μόνο, κριτήρια. Ο μεταρρυθμιστικός οίστρος για τη βελτίωση της λειτουργίας, την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και την αποκατάσταση του κύρους της Δημόσιας Διοίκησης καταστρατηγείται από την επανακυριάρχηση των συνδικαλιστών, την παύση του ελέγχου των μονιμοποιήσεων ’’από τα παράθυρα’’, την ανασύσταση καταργηθεισών περιττών θέσεων, την επαναφορά ειδικών μισθολογικών καθεστώτων για υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (βλ. ΔΕΗ). Εν’ ολίγοις, εκείνο που επιχειρείται από την «πρώτη φορά Αριστερά» είναι η πλήρης οπισθοδρόμηση του Δημοσίου σε λογικές, νοοτροπίες και πρακτικές φαυλότητας, αδιαφάνειας, αναξιοκρατίας.

Επιπλέον, στ’ αρνητικά της νέας Κυβέρνησης συγκαταλέγεται η πλήρης απουσία αναπτυξιακού πλάνου. Καμία κουβέντα για την ανάπτυξη. Η επανεκκίνηση της οικονομίας αποτυπώθηκε μοναχά σ’ ένα νόμο για τη ρύθμιση των οφειλών προς το Δημόσιο. Τίποτα ως τώρα για την απλοποίηση της αδειοδότησης επιχειρήσεων, τη θέσπιση ενός δίκαιου, σταθερού και ελκυστικού ως προς την ιδιωτική πρωτοβουλία φορολογικού συστήματος, τη χορήγηση κινήτρων για επενδύσεις, το άνοιγμα της αγοράς εργασίας και των «κλειστών επαγγελμάτων». Καμία κίνηση, επίσης, για την αξιοποίηση της λιμνάζουσας ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου. Λες και η Ελλάδα είναι μια ’’Λαϊκή Δημοκρατία’’ και όχι ένα ισότιμο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Ένα κοινοτικό μέλος, που οφείλει να ωθεί την ιδιωτική οικονομία με ορθολογικό, και μόνο, κρατικό παρεμβατισμό. Παρεμβατισμό με ιδιότητες αποκλειστικά ελεγκτικές και ρυθμιστικές. Επ’ ουδενί επιχειρηματικές, καθ’ όσον όλοι γνωρίζουμε, πως τα κράτη-επιχειρηματίες στο παγκοσμιοποιημένο διεθνές περιβάλλον έχουν πεθάνει προ καιρού.

Βέβαια, εκτός από τις αρνητικές, το νέο κυβερνητικό σχήμα έχει αναλάβει και ορισμένες θετικές πρωτοβουλίες. Τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων -και όχι ακόμα αποτελέσματος-, η Κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός προσωπικά έχουν κηρύξει τον ανένδοτο απέναντι στη διαφθορά και τη διαπλοκή. Δια του αρμοδίου Υπουργού σχεδιάζονται πολιτικές για τον καλύτερο συντονισμό των ελεγκτικών και διωκτικών αρχών, τη συνεργασία με κράτη στα οποία βρίσκονται ελληνικές καταθέσεις βρώμικου χρήματος, την εξέταση των λιστών της ντροπής, κινήσεις για τις οποίες αδρανούσε η προηγούμενη Κυβέρνηση. Η καταπολέμηση της διαφθοράς, και κατ’ επέκταση η αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης αποτελεί ένα μεγαλεπήβολο στοίχημα για το νέο κυβερνητικό σχήμα και τον πρωθυπουργό προσωπικά. Έναν από τους δύο (2) παράγοντες που θα κρίνουν εν πολλοίς την παραμονή του στην εξουσία, και ευρέως στην ιστορία, δια της αποτελεσματικής του διακυβέρνησης.

Ο έτερος; Η άμεση αντιμετώπιση των ιδεοληψιών, από τις οποίες διακατέχονται μέλη της Κυβέρνησης, της κοινοβουλευτικής του ομάδας και του κόμματός του. Είναι αδιαμφισβήτητο, πως ο ίδιος έχει πραγματοποιήσει μια υπεύθυνη στροφή προς το ρεαλισμό. Αυτό αποδεικνύει, άλλωστε, το γεγονός πως ύστερα από ένα νεκρό χρονικό διάστημα, ανέλαβε προσωπικά ο ίδιος τα ηνία της διαπραγμάτευσης και του σχεδιασμού της πολιτικής. Δεν δυνάμεθα όμως να επικαλεστούμε το ίδιο ούτε για μια μειοψηφία Υπουργών και βουλευτών του κόμματός του, ούτε για τον κυβερνητικό του εταίρο. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν μείνει στο παρελθόν. Σε πατερναλιστικές λογικές, τύπου ενός «κράτους μπαμπά», που επεμβαίνοντας συνεχώς ρυθμίζει ετσιθελικά κάθε πτυχή του οικονομικού και κοινωνικού γίγνεσθαι. Γι’ αυτό και τους φοβίζει η ιδιωτική πρωτοβουλία, αποτελώντας το σοβαρότερο εχθρό τους. Και είναι εκείνοι που ευθύνονται για τη μεταρρυθμιστική παραλυσία που χαρακτηρίζει και τη νέα Κυβέρνηση, με τα όποια χρονικά περιθώρια να έχουν χαθεί προ πολλού.

Επομένως, ο νέος πρωθυπουργός οφείλει να τολμήσει! Να τολμήσει για την κάθαρση, για τη ρήξη, όχι με τους πιστωτές της χώρας, αλλά με λογικές, νοοτροπίες και πολιτικές του αναχρονιστικού παρελθόντος. Λογικές και πολιτικές που ευθύνονται για την οικονομική, πολιτική, πνευματική και πρωτίστως ηθική μας χρεωκοπία. Λογικές και πολιτικές που υποστηρίζονται τόσο από κομμουνιστικές συνιστώσες -που απ’ ό,τι φαίνεται, παρά την εκ μέρους τους δέσμευση, ουδέποτε αυτοδιαλύθηκαν-, όσο και από τον λαϊκιστή συγκυβερνήτη του. Όλους τους, άλλωστε, τους δεσμεύει η απόφαση της πλειοψηφίας της μαραθώνιας συνεδρίασης της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, που επικύρωσε τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Συνεπώς, αν επιχειρήσει ο κύριος πρωθυπουργός αυτού του είδους τη ρήξη, βάζοντας την υπογραφή του στην ανασύνταξη του κράτους, της οικονομίας, αλλά και του πολιτικού μας συστήματος, να είναι σίγουρος πως θα μείνει στην ιστορία. Και πως σ’ αυτήν του την προσπάθεια θα έχει ως συμμάχους τόσο τους πολιτικούς εκπρόσωπους του φιλελεύθερου-μεταρρυθμιστικού χώρου της σημερινής αντιπολίτευσης, κυρίως δε την πλειονότητα των υπεύθυνων και συνειδητοποιημένων πολιτών. Είναι στο χέρι του…




Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Νίκος Ζέρβας είναι πολιτικός επιστήμονας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το βιβλίο του "Πρωθυπουργοκεντρισμός" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μπατσιούλας.

Τολμήστε, κύριε πρωθυπουργέ…

του Νίκου Ζέρβα.

Κατά έναν περίεργο συγχρονισμό η εβδομάδα των Παθών του Κυρίου μας συμπίπτει φέτος με την εβδομάδα των κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων για την πορεία της οικονομίας και γενικότερα της χώρας μας. «Τυχαίο; Δεν νομίζω.» που θα έλεγε και ο σύγχρονος ποιητής. Σχεδόν δυόμιση (2,5) μήνες μετά τις εκλογές η νέα Κυβέρνηση, παρά την ευρεία νομιμοποίηση που λαμβάνει για πρώτη φορά ο κύριος εκπρόσωπος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, δεν έχει να παρουσιάσει κάτι το ιδιαίτερο. Αντιθέτως, χάθηκαν πολλές εβδομάδες κατά τη διαπραγμάτευση με τους εταίρους, ούσα η ελληνική πλευρά χαμένη ουσιαστικά στη μετάφραση περί θεσμών ή τρόικας, συμφωνίας ή Μνημονίου κλπ. . Εβδομάδες αδράνειας, παραλυσίας, μεταρρυθμιστικής απουσίας και εν τέλει αγωνίας για τη στάση των υπολοίπων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.