γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης.
Το Κυπριακό απασχόλησε έντονα τις διμερείς και πολυμερείς σχέσεις της Ελλάδας, της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου καθ’ όλη τη δεκαετία του 1950, ιδιαίτερα μετά τη συζήτησή του στα Ηνωμένα Έθνη το 1953 και την έναρξη του αντιαποικιακού αγώνα της ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) το 1955. Οι πρωτοβουλίες αυτές έδειξαν ότι η Βρετανία δεν ήταν πια σε θέση να χειριστεί την Κύπρο ως εσωτερικό ζήτημα, κατάσταση που ώθησε το Λονδίνο να εμπλέξει και την Τουρκία σε αυτό, ώστε να εμφανιστεί ακολούθως ως τρίτος στη διαφορά με την Ελλάδα και να επιβάλει ευκολότερα τους όρους της. Η στρατηγική αυτή φαίνεται να απέδωσε, καθώς η Άγκυρα άρχισε να δείχνει αυξημένο ενδιαφέρον για την Κύπρο, οργανώνοντας προβοκάτσιες όπως τα Σεπτεμβριανά (6-7 Σεπτεμβρίου 1955) και ενθαρρύνοντας τη δράση μεθοριακών, ριζοσπαστικών ομάδων όπως το σωματείο «η Κύπρος είναι Τουρκική» (Kıbrıs Türktür). Με δεδομένη την κλιμάκωση των διακοινοτικών συγκρούσεων στο νησί το καλοκαίρι του 1958, οι τρεις χώρες πίεσαν και πιέστηκαν να αναλάβουν πρωτοβουλίες που θα οδηγούσαν σε κάποιου είδους διευθέτηση.[1]
Η φύση των Ιδρυτικών Συμφωνιών
Θέλοντας να αποφύγουν την επιβολή των βρετανικών σχεδίων, Αθήνα και Άγκυρα συμφώνησαν τον Δεκέμβριο του 1958 να διεξάγουν απευθείας συνομιλίες σε υψηλό επίπεδο, αποτέλεσμα των οποίων θα μπορούσε να είναι η διαμόρφωση μιας νέας κατάστασης στην Κύπρο. Προς έκπληξη πολλών, η Βρετανία συναίνεσε σε αυτή τη διαπραγματευτική βάση, δηλώνοντας ότι θα δεχόταν οποιαδήποτε συμφωνία που θα της εξασφάλιζε βάσεις στο νησί υπό την κυριαρχία της. Η συναίνεση αυτή διευκόλυνε σημαντικά τις διαβουλεύσεις μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας (Ευάγγελου Αβέρωφ και Fatin Zorlu) κατά το επόμενο διάστημα, οι οποίες σύντομα διευρύνθηκαν με τη συμμετοχή των πρωθυπουργών των δύο χωρών (Κωνσταντίνου Καραμανλή και Adnan Menderes) στις συνομιλίες που λάμβαναν χώρα στη Ζυρίχη. Οι επαφές αυτές έλαβαν χώρα ερήμην των άμεσα ενδιαφερόμενων Κυπρίων, οι οποίοι ούτε συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις, ούτε κλήθηκαν ποτέ να επικυρώσουν δια της ψήφου τους τις συμφωνίες που προέκυψαν από αυτές. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε κανείς εύκολα να υποστηρίξει ότι η πρώτη μορφή του κυπριακού κράτους ήταν κατά βάση το αποτέλεσμα απευθείας ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων, με πρόνοια ικανοποίησης και των βρετανικών στρατηγικών συμφερόντων.
Οι συμφωνίες προσυπογράφηκαν από την βρετανική κυβέρνηση και τους Κύπριους εκπροσώπους στο Λονδίνο στις 19 Φεβρουαρίου 1959, ενώ τέθηκαν σε πλήρη εφαρμογή με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας ενάμιση χρόνο μετά, στις 16 Αυγούστου 1960.[2] Η Κυπριακή Δημοκρατία αναγνωρίστηκε άμεσα από τη διεθνή κοινότητα ως ενιαίο, ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, καθώς στις 11 Σεπτεμβρίου 1960 έγινε ισότιμο μέλος του ΟΗΕ, στις 15 Φεβρουαρίου 1961 μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (British Commonwealth) και στις 24 Μαΐου 1961 μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης.[3] Ο μεγάλος αριθμός των διμερών και πολυμερών συμφωνιών στις οποίες η Κύπρος διαδέχθηκε τη Βρετανία ή και συμμετείχε ως αποτέλεσμα της δικής της πολιτικής αποτελεί αμάχητο τεκμήριο ευρύτατης και ανεπιφύλακτης αναγνωρίσεως της νεαρής δημοκρατίας.
Το καθεστώς των Εγγυήσεων
Παράλληλα με την υπογραφή των συμφωνιών στο Λονδίνο, υπογράφηκαν και συμπεριλήφθηκαν στο «Πακέτο Συνολικής Διευθέτησης του Κυπριακού Ζητήματος» και τρία συμπληρωματικά πρωτόκολλα, τα οποία υπογράμμιζαν τη θεμελιώδη φυσιογνωμία του νέου κράτους: η Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως, η Συνθήκη Εγγυήσεως και η Συνθήκη Συμμαχίας. Σύμφωνα με το άρθρο 182 του Συντάγματος του 1960, οι τρεις αυτές συνθήκες ενσωματώνονταν στο σύνταγμα της Κύπρου, ενώ το άρθρο 181 όριζε ότι οι διατάξεις που ενσωματώνουν τις συνθήκες είναι μη αναθεωρητέες. Με βάση τις συνθήκες αυτές, η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο εγγυήθηκαν την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου, ενώ εξασφάλισαν δικαίωμα συλλογικής ή και μονομερούς επέμβασης στο νησί για την αποκατάσταση των προνοιών της συνθήκης (δυνάμει του άρθρου 3 της Συνθήκης Εγγυήσεως, παρ. 2) σε περίπτωση που υπήρχε καταπάτησή τους, δηλαδή διασάλευση ή ανατροπή της συνταγματικής τάξης που οι συνθήκες όρισαν.
Η μη απαρίθμηση των μέσων με τα οποία θα μπορούσε να γίνει η ανωτέρω επέμβαση οδήγησε σε τραγικές παρερμηνείες, καθώς η Τουρκία ισχυριζόταν ότι η πρόνοια αυτή της έδινε τη δυνατότητα να παρέμβει στρατιωτικά όποτε θεωρούσε ότι τα συμφέροντά της στο νησί διακυβεύονταν. Η ακριβής διατύπωση της συνθήκης ήταν ότι κάθε μια από τις εγγυήτριες δυνάμεις είχε το δικαίωμα «να ενεργήσει με μόνο σκοπό την επαναφορά της δια της παρούσης συνθήκης δημιουργηθείσης καταστάσεως», αλλά αυτό δεν θα είχε και μεγάλη σημασία από τη στιγμή που ξένα στρατεύματα αναλάμβαναν τον έλεγχο μέρους ή του συνόλου της κυπριακής επικράτειας. Θεωρητικά, η Συνθήκη Εγγυήσεως έπρεπε να θεωρηθεί περιφερειακή ρύθμιση σύμφωνη με τις αρχές και τους σκοπούς του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, τον οποίο είχαν άλλωστε επικυρώσει ανεπιφύλακτα όλες οι «εγγυήτριες δυνάμεις» δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα.
Ενώπιον του ενδεχομένου να θεωρηθεί ότι υπάρχει δικαίωμα επέμβασης της Τουρκίας στην Κύπρο, η κυπριακή διοίκηση ζήτησε στις αρχές του 1959 έγγραφη γνωμοδότηση του νομικού τμήματος των Ηνωμένων Εθνών επί του περιεχομένου της Συνθήκης Εγγυήσεως. Στην απάντησή του που έδωσε στις 12 Μαΐου 1959, η υπηρεσία αυτή αποφάνθηκε ότι: «Το άρθρον 103 του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών προβλέπει ότι: ’’Εις περίπτωσιν συγκρούσεως μεταξύ των υποχρεώσεων των κρατών-μελών συμφώνως προς τον παρόντα Χάρτην και των υποχρεώσεών των σύμφωνως προς οιανδήποτε άλλην διεθνή συνθήκην, θα υπερισχύουν αι υποχρεώσεις των προβλεπομένων υπό του Χάρτου’’». Το νομικό τμήμα ακολούθως διευκρινίζει ότι «Τούτο δεν σημαίνει ότι το άρθρο 3 είναι άκυρον, αλλά ότι περιορίζεται το δικαίωμα επεμβάσεως των εγγυητών σε μέτρα, πλην της ενόπλου επεμβάσεως, τα οποία επιτρέπονται υπό του Χάρτου. […] Η παράγραφος 4 του άρθρου 2 του Χάρτου προβλέπει ότι ’’Όλα τα μέλη θα απέχουν, εις τας διεθνείς των σχέσεις, από την απειλήν ή την χρήσιν βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητος ή πολιτικής ανεξαρτησίας οιουδήποτε κράτους, ή από οποιονδήποτε άλλον τρόπον ασυμβίβαστον προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών’’. Επί τη βάσει των ανωτέρω […] δεν δύναται λογικώς να ερμηνευτεί ως παρέχον εις τους εγγυητάς απόλυτον δικαίωμα επεμβάσως δια της χρήσεως ενόπλου δυνάμεως, εις περίπτωσιν παραβιάσεως των διατάξεων της Συνθήκης. Τοιαύτη χρήσις βίας δικαιολογείται μόνον εις περίπτωσιν αυτοαμύνης ή υπό την εξουσίαν των Ηνωμένων Εθνών ή επί τη προσκλήσει του Κυπριακού Κράτους».[4]
Παρότι η απάντηση του νομικού τμήματος του ΟΗΕ κάλυψε απόλυτα τις ελληνικές θέσεις, η Άγκυρα απέρριψε την ερμηνεία αυτή και εξακολούθησε να θεωρεί ότι μπορεί να επέμβει στρατιωτικά. Με δεδομένη την συνεχιζόμενη ένταση στις διακοινοτικές σχέσεις, η κυπριακή κυβέρνηση ζήτησε τον Οκτώβριο του 1963 και τη γνωμοδότηση του Sir Frank Soskice, πρώην Γενικού Εισαγγελέα του Ηνωμένου Βασιλείου. Η ερμηνεία του τελευταίου κινήθηκε στο ίδιο πλαίσιο με το νομικό τμήμα του ΟΗΕ, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις. Και στις δύο περιπτώσεις, οι γνωμοδοτήσεις διευκρίνισαν ότι τα μέτρα που προέβλεπε η συνθήκη δεν θα μπορούσαν να είναι στρατιωτικά, διότι τότε θα ήταν αντίθετα με το γράμμα και πνεύμα του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Παρά ταύτα, η Τουρκία συνέχισε να δίνει τη δική της ερμηνεία, την οποία μετέβαλε μάλιστα σε πράξη δύο φορές.
Η τουρκική κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος
Η πρώτη τέτοια απόπειρα έγινε τον Αύγουστο του 1964, όταν επιχείρησε απόβαση στην περιοχή Κοκκίνων-Μανσούρας, μεταξύ των επαρχιών Πάφου και Λευκωσίας. Σκοπός των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων ήταν να διευρύνουν τον εκεί τουρκοκυπριακό θύλακα και να δημιουργήσουν προγεφύρωμα, ώστε να καταστεί ευκολότερη η μεταφορά δυνάμεων από την Τουρκία. Αντιλαμβανόμενη τον κίνδυνο, η κυπριακή κυβέρνηση κινητοποίησε άμεσα την Εθνική Φρουρά, η οποία κατάφερε μέσα στις επόμενες δύο μέρες να ανακαταλάβει τα υψώματα και να περιορίσει τον θύλακα. Η Άγκυρα αντέδρασε έντονα στην εξέλιξη αυτή, πραγματοποιώντας εκτεταμένους βομβαρδισμούς στρατιωτικών και μη στόχων στην Τηλλυρία (μεταξύ των οποίων και νοσοκομεία) στις 8 και 9 Αυγούστου και προξενώντας σημαντικές απώλειες αμάχων.[5]
Η δεύτερη τέτοια απόπειρα έγινε δέκα χρόνια αργότερα, επιφέροντας ένα πολύ διαφορετικό αποτέλεσμα. Στον απόηχο της αποχώρησης της ελλαδικής μεραρχίας τον Δεκέμβριο του 1967 και της όξυνσης της εσωτερικής διαμάχης μεταξύ Μακαρίου και ΕΟΚΑ Β’, η Κύπρος είχε εμφανώς περιορισμένη αμυντική δυνατότητα. Το γεγονός αυτό αύξανε αυτόματα και την πιθανότητα μιας νέας τουρκικής επέμβασης, πιθανότητα που η κυπριακή ηγεσία υποτιμούσε σοβαρά. Με δεδομένο το ότι η Τουρκία ισχυρίστηκε για μια ακόμη φορά ότι η επέμβασή της λάμβανε χώρα στο όνομα της Συνθήκης Εγγυήσεως και της δήθεν αποκατάστασης της συνταγματικής τάξης, πόσο σώφρον θα ήταν να συνεχιστεί το καθεστώς των εγγυήσεων και στη νέα, διάδοχο κατάσταση; Κατά πόσο συνέβαλε η στάση της αυτή στην εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό, και γιατί να επιβραβευθεί για τη διχοτόμηση που επέφερε στο νησί για πάνω από σαράντα χρόνια; Πόσο μπορεί να συνάδει ένα τέτοιο καθεστώς με τις διεθνείς σχέσεις του 21ου αιώνα, και -για όσους το υπερασπίζονται- πού αλλού υπάρχει κάτι αντίστοιχο; Με δεδομένη την επανειλημμένη κατάχρηση του δικαιώματος αυτού από την Τουρκία, είναι προφανές ότι η διατήρησή του θα λειτουργήσει πιθανότατα ως επιβράβευση στην Άγκυρα για την έως τώρα στάση της, αλλά και ως «πάτημα» για νέες παρεμβάσεις της στο προσεχές μέλλον. Κατά συνέπεια, η κατάργηση του καθεστώτος των εγγυήσεων οφείλει να παραμείνει μια «κόκκινη γραμμή» της ελληνικής πλευράς που δεν πρέπει να ξεπεραστεί, με ή χωρίς λύση στο Κυπριακό.
[1] Ενώπιον της ασυμφωνίας Ελλήνων και Τούρκων, οι Βρετανοί αποφάσισαν στα τέλη του 1958 να εφαρμόσουν το Σχέδιο MacMillan, το οποίο προέβλεπε την υπαγωγή της Κύπρου σε ένα ιδιόμορφο καθεστώς συγκυριαρχίας Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, ο Βρετανός κυβερνήτης του νησιού θα πλαισιωνόταν από δύο «συμβούλους» που θα διόριζαν η ελληνική και η τουρκική κυβέρνηση αντίστοιχα, και από κοινού θα αναλάμβαναν τη διοίκηση του νησιού, συνεπικουρούμενοι από ένα κοινοβουλευτικό σώμα όπου θα μετείχαν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι κατ’ αναλογία πληθυσμού.
[2] Τις συμφωνίες υπέγραψαν εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου ο μέχρι τότε Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου, Χιού Φουτ (Sir Hugh Foot), εκ μέρους της Ελλάδας ο εν υπηρεσία πρόξενος στο νησί Γ. Χριστόπουλος, εκ μέρους της Τουρκίας αντίστοιχα ο πρόξενος Μεχμέτ Τουρέλ, και εκ μέρους των Κυπρίων ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο Δρ. Φαζίλ Κιουτσούκ (Fazıl Küçük), οι οποίοι είχαν εκλεγεί Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας αντίστοιχα τον Ιανουάριο του 1960 με βάση εκλογικό νόμο του Συντάγματος του 1960.
[3] Γιάννος Κρανιδιώτης, Το Κυπριακό Πρόβλημα: η ανάμιξη του ΟΗΕ και οι ξένες επεμβάσεις στην Κύπρο, 1960-1974, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1984, σελ. 35.
[4] Λεωνίδας Παπαδόπουλος, Το Κυπριακό Ζήτημα, Κείμενα 1959-1974, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 111-112.
[5] Μεταξύ άλλων, βομβαρδίστηκαν τα χωριά Πύργος, Πηγένια, Παχύαμμος, Πωμός, η Πόλις Χρυσοχού, και από λάθος ακόμη και τα Κόκκινα. Από τις επιδρομές σκοτώθηκαν 53 και τραυματίστηκαν 125 άμαχοι. Μακάριος Δρουσιώτης, Η πρώτη διχοτόμηση: Κύπρος 1963-1964, Αλφάδι, Λευκωσία, 2005, σελ. 310.
Για περισσότερα άρθρα του Γιώργου Λιμαντζάκη, πατήστε εδώ!