Σχεδόν.
Ετοιμάστηκα σχεδόν.
Χρώμα που γέμιζα από καιρό,
απλωνόμουν στο τελάρο που περίμενε
στη μνήμη του να με περισώσει τη λευκή.
Με το καινούριο χρώμα μου πάνω του,
το νιωθα να με σφίγγει, αιώνιο να με φασκιώνει,
με την εικόνα τών χρόνων που μου έμελλαν
παρμένων απ’ την εικόνα τους,
μονάχα απ’ την εικόνα τους.
Γέμιζα το τελάρο,
τής ζωής μου που έζησα,
που μου χρωστούσε ακόμα.
Σχεδόν.
Τώρα μάντευα το σχέδιο,
παρ’ ότι λειψός, παρ’ ότι ανολοκλήρωτος.
Όμως όχι. Όμως δεν έπρεπε.
Ποιός θα ήμουν εγώ, που θα μιλούσα για τέτοια γνώση;
Ποιός χρόνος τροφός θα μου συγχωρούσε τέτοιαν ύβρι;
Απλωνόμουν στο τελάρο αργά.
Με τη σεμνότητα ενός χρώματος που ψέλλιζε «σχεδόν».
Ευγνώμον καθώς πλήρωνε το σχέδιο τής ευθύνης του.
Για περισσότερα ποιήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ!