Guest

Το σεμεδάκι, το τραντζιστοράκι και το σύγχρονο γιουσουρούμ

 

Στα ενδιάμεσα έπεφταν κλαρίνα. Πολύ κλαρίνο αδελφάκι μου. Έβγαινε ο μουστακαλής φουστανελοφόρος και μας τάραζε μεσημεριάτικα. Και εδώ το λέω με πόνο. Πέρασαν πολλά, πάρα πολλά χρόνια μέχρι να καταλάβω και να εκτιμήσω την ελληνική μουσική που οι πατριδοκάπηλοι της δικτατορίας την είχαν συνδέσει με τον φουστανελοφόρο και το πώς τρίβεις το πιπέρι. Τρίβε-τρίβε το πιπέρι είχαν καταστρέψει τα εγκεφαλικά μου κύτταρα που είχαν σχέση με την ελληνική παραδοσιακή μουσική.

Ευτυχώς που υπήρξε η αείμνηστη Δόμνα Σαμίου και μας θύμιζε τότε και με επιμονή αργότερα, ότι η ελληνική παράδοση δεν είναι φουστανελοφόροι ψευτόμαγκες «επαναστάτες» με μουστάκες φερετζέδες και κλαρίνα, αλλά ποιότητα, αισθητική και ποίηση, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Πάλι ξέφυγα. Για μένα λοιπόν που ήμουν έφηβος υπήρχαν οι καουμπόικες αμερικανιές και οι Simon & Garfunkel. Όταν λέμε καουμπόικες αμερικανιές δεν εννοώ την περίφημη Μπονάτσα που όλο και κάπου έχει πάρει το μάτι σας, αυτό ήρθε αργότερα και μάλιστα εξελίχτηκε και σε έγχρωμη. Μιλάμε για το «καταζητείται ζωντανός η νεκρός». Από τις πρώτες εμφανίσεις του σκληρού Στήβ Μακ Κουήν. Με την κοντοκομμένη καραμπίνα του αντί για το συνηθισμένο κόλτ, απένεμε δικαιοσύνη στα φαράγγια της άγριας δύσης.

Πριν από μερικά χρόνια η σειρά κυκλοφόρησε σε DVD και από ότι φαντάζεστε την αγόρασα ολόκληρη χωρίς δεύτερη σκέψη.

Αλλά όπως σας έγραψα, υπήρχαν και τα μουσικά διαλειμματα «για νέους», έτσι έλεγε η λεζάντα. Τώρα πως τους πρόεκυψαν οι Simon & Garfunkel για μουσικό διάλλειμα για νέους …μόνο η άγνοια, η αμάθεια και η βλακεία των λογοκριτών της δικτατορίας μπορεί να το δικαιολογήσει. Φανταστείτε τώρα μαυρόασπρη εικόνα με τον κοντούλη Simon σε ένα σκαμνάκι να γρατζουνάει την κιθαρούλα του και τον Garfunkel ψηλό ξανθό σγουρομάλλη να τραγουδά κοιτώντας το υπερπέραν. Και τους δυο με τα καθαρά πουκαμισάκια τους και τα παντελονάκια με τσάκιση. Σαν παιδάκια από το κατηχητικό.

Είμαι σίγουρος ότι οι βλάκες της δικτατορικής λογοκρισίας θεώρησαν ότι το «Mrs. Robinson» ήταν ύμνος προς τη Παναγιά.

Αλλά η ομορφιά και η διασκέδαση ήταν το ραδιόφωνο. Δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Τετάρτη βράδυ θέατρο. Κάποια στιγμή έγινε «το θέατρο της Κυριακής» και κάποια άλλη, «το θέατρο της εβδομάδος». Αλλά όπως και να λεγόταν ήταν, o Αθηνόδωρος Προύσαλης, η Τζένη Ρουσσέα, ο Σταύρος Ξενίδης, ο Γιώργος Βουτσινάς, η Νίκη Τριανταφυλλίδου, ο Πέτρος Φυσσούν, ο Σπύρος Καλογήρου, η Τασσώ Καββαδία, ο Αρτέμης Μάτσας, η Μάρθα Βούρτση η Βέρα Κρούσκα και ω ναι, η Έλλη Λαμπέτη, ο Μάνος Κατράκης και άλλοι και άλλοι και άλλοι.

Ακούγοντας κρυμμένος κάτω από τη κουβέρτα για να μην ενοχλώ, με ένα φακό και το αυτί στο τραντζιστοράκι, έμαθα τον Βυζαντίου , τον Ζακόπουλο, τον Λάσκαρη, τον Πολίτη, τον Βενέζη, τον Σικελιανό και τον Καραγάτση. Αλλά εκεί ήταν και που αναστήθηκα και λάτρεψα τον Κοκτώ, τον Μολιέρο, τον Μπέρκμαν, τον Ρενάρ, τον Τέννεση Ουίλιαμς, τον Ιονέσκο και τον Μπέκετ.

Ξέρετε τι ορίζοντες άνοιγε αυτό το παραθυράκι κάθε Τετάρτη βράδυ σε ένα παιδί σε μια συνοικία της Αθήνας κάτω από τη κουβέρτα, με το φακό και το τραντζιστοράκι κολλημένο στο αυτί σε μια από τις πιο σκοτεινές ώρες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας;

Με δυσκολία μπορούσα να πω το όνομα του Ιονέσκο αλλά η φωνή της Λαμπέτη με ταξίδευε σε μέρη ονειρικά, σε συναισθήματα πρωτόγνωρα και σε ιδέες μοναδικές. Σε ιδέες που οι βλάκες αμαθείς λογοκριτές της δικτατορίας δεν μπορούσαν να καταλάβουν μιας και γι αυτούς αρκεί να μην αναφερόταν η λέξη δημοκρατία και όλα ήταν εντάξει. Επέτρεπαν τον Μπέκετ και απαγόρευαν τον Σοφοκλή! Τόσο ζώα.

Κι εγώ βεβαία σαν σφουγγάρι ρουφούσα και ανέπνεα τέχνη κι ιδέες, και αργότερα κατάλαβα και το συναρπαστικό παιχνίδι με τις λέξεις που έπαιζαν οι έλληνες ηθοποιοί και οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί με τους ηλίθιους της δικτατορίας. Ο Μολιέρος γινόταν ερωτικός συγγραφέας και ο Τέννεση Ουίλιαμς αμερικανιά. Ο Μπέρκμαν και ο Μπέκετ οικογενειακό δράμα και ο Ιονέσκο σκέτο δράμα στα πάντα.

Με τη πέννα όλων αυτών, Ελλήνων και ξένων, οι λέξεις γινόντουσαν σφαίρες και οι φωνές μυδραλιοβόλο που πυροβολούσαν με δημοκρατία τα ζώα της δικτατορίας. Γιατί η τέχνη και η κουλτούρα είναι δημοκρατία. Και το ραδιόφωνο ήταν το κάρο που κουβαλούσε αυτή τη τέχνη και τη κουλτούρα, όχι το κουτί με το σεμεδάκι.

Την ιδία εποχή που το κουτί έδειχνε Simon & Garfunkel στην Ελλάδα γεννιόταν ένα μοναδικό μουσικό κίνημα που χωρίς ποτέ να μιλήσει για δημοκρατία έκανε πραγματική επανάσταση δημοκρατίας. Μιλάω για το «Νέο κύμμα», που τα τραγούδια του έγιναν σύμβολο αντίστασης με στοίχους όπως «άσπρα καράβια τα όνειρα μας» και «μη μιλάς άλλο γι αγάπη». Κι αυτά στο ραδιόφωνο. Κι αυτά οι λογοκριτές δεν μπορούσαν να τα σταματήσουν γιατί δεν μπορούσαν ποτέ να καταλάβουν γιατί τα όνειρα μας ήταν άσπρα, αυτοί έψαχναν μόνο για τα κόκκινα.

Έτσι που λέτε, από παιδί με το αυτί κολλημένο στο τραντζιστοράκι. Και τώρα στα πρόθυρα της τρίτης ηλικίας ακόμα το αυτί εκεί, κολλημένο στο τραντζιστοράκι, στο πιο ψηφιακό.

Αλλά δεν έχω παράπονο, με το ραδιόφωνο έχω και αμφίδρομη σχέση. Το ραδιόφωνο με έχει τιμήσει σε τρεις χώρες. Και τώρα που για μερικούς μήνες απέχω, μου λείπει πολύ. Μου λείπει το σφίξιμο πριν ανοίξω το «κανάλι» επικοινωνίας και η ελευθερία που νιώθω όταν πια το κόκκινο λαμπάκι που λέει ότι είμαι στον αέρα, ανάβει. Κάποια στιγμή στο σταθμό που δούλευα στο Ελσίνκι μου είπαν ότι η εκπομπή μου είχε τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα από κάθε άλλη κυριακάτικη εκπομπή αν και ήταν στα αγγλικά και μάλιστα όταν μου είπαν και τον αριθμό ακροατών έπαθα σοκ.

Όταν βρίσκομαι μπροστά στο μικρόφωνο νοιώθω ότι μιλάω σε ένα φίλο μου και απλά του λέω τις σκέψεις μου και έχοντας πίσω μου τις εικόνες του παιδιού με το φακό νιώθω ότι μιλάμε κάτω από τη κουβέρτα. Χαμηλόφωνα για να μη μας ακούσουν. Και ναι έχουν υπάρξει απόπειρες να με λογοκρίνουν. Αλλά είμαι εκπαιδευμένος από το …θέατρο της Τετάρτης.

Οι λογοκριτές είναι σαν τις κατσαρίδες από ότι φαίνεται. Βρίσκουν πάντα τρόπους να επιβιώσουν και να υπηρετούν αφεντάδες, με προτίμηση στους προσκυνημένους αφεντάδες. Στην Ελλάδα αυτές οι κατσαρίδες έχουν και ονοματεπώνυμο και λέσχη και λέγεται ΕΣΡ. Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης σε απλά ελληνικά, το γιουσουρούμ.

 

Γιατί μόνο σαν γιουσουρούμ μπορεί να χαρακτηριστεί μια λέσχη ξεπερασμένων ακόμα και νομικά, αρτηριοσκληρωτικών συνεχιστών των ηλιθίων της δικτατορικής λογοκρισίας. Σαράντα χρόνια μετά τη πτώση της δικτατορίας, η εξαντλητικές επιβολές οικονομικών προστίμων σε ένα πολυφωνικό σταθμό που δεν γίνεται φερέφωνο των κυβερνητικών παραισθήσεων και παράλληλα χαίρει πανελλαδική και πέρα κόμματων εκτίμηση για κατασκευασμένους και πολλές φορές γελοίους λόγους, είναι απλά απαράδεκτα αντιδημοκρατικό. Και ελπίζω ο Χατζηνικολάου να άκουγε το θέατρο της Τετάρτης και να καταφέρει να αντισταθεί σε αυτό το γιουσουρούμ.

 

Κι εάν η φωνή της Λαμπέτη και του Κατράκη άνοιγε τα μάτια του μυαλού σε παιδιά σαν εμένα με το φακό και το τραντζιστοράκι κάτω από τη κουβέρτα, η τότε λογοκρισία και το σημερινό γιουσουρούμ εκπαιδεύει γενεές αμόρφωτων.

Με φουστανελοφόρους ψευτόμαγκες «επαναστάτες», τα γιουσουρούμ διδάσκουν ότι ο …Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης μίλησε για προσκυνημένους, οι προσκυνημένοι παρασιτικοί γιουσουρούμ της Ελληνικής Βουλής. Και απ’ αυτούς και μεταξύ πρωινάδικου και μεσημεριάτικου, της Ελενίτσας και της Κίτσας, έμαθε ο Notis ότι ο Παπαδόπουλος «αποτραβήχτηκε» όταν οι έλληνες δεν τον ήθελαν πια και ακλούθησε η «δημοκρατία» που έκανε και το Πολυτεχνείο. Και αυτό όταν το Πολυτεχνείο είναι ακόμα ζωντανό. Όταν οι μνήμες ζούνε γύρω μας, παντού. Και ξέρετε τι λένε για ένα λαό που ξεχνάει την ιστορία του.

Υπάρχει ένα αξίωμα που ισχύει διεθνώς, η εκπαίδευση ενός παιδιού και πολύ περισσότερο ενός λαού, δεν σταματάει στους τέσσερεις τοίχους ενός σχολείου και γι αυτό η Ελληνικότητα επιβίωσε κατακτητών από έξω κι από μέσα για χιλιάδες χρόνια. Και δεν ήταν ποτέ Τούρκοι και Ναζί οι χειρότεροι εχθροί αυτής της ελληνικότητας, ήταν πάντα οι ντόπιοι «προστάτες» των ηθών και παραδόσεων, οι γενίτσαροι της τουρκοκρατίας, οι γερμανοτσολιάδες της κατοχής, οι λογοκριτές της χούντας και τα γιουσουρούμ των Καψήδων.

Με λίγα λόγια όλοι αυτοί που έλεγε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι προσκυνημένοι.

Αλλά στα χρόνια της δημοκρατίας των μνημονίων το μόνο που μένει στους Αντωνάκηδες είναι να βάζουν τα γιουσουρούμ και Καψήδες για σεμεδάκι, για να καλύψουν το κακάσχημο κουτί που προσπαθούν να επιβάλουν.

*******************************************************

Αντωνάκη πως πάμε έξω; Αγκαλίτσες με τον Σολάνα; Όταν ακούς πολλά συγχαρήκια καλό είναι να περιμένεις τα …«αλλά» που έρχονται!

*******************************************************

Καψή μου καψερέ, ανέκδοτο έγινες. Πως λέγεται αυτός που ξέχασε την αξιοπρέπεια του στο ταξί που τον πήγαινε στη Αγία Παρασκευή;

*******************************************************

Με αυτόν το πωλητή βιβλίων τι θα γίνει. Το γιουσουρούμ δεν θα του κόψει κανένα πρόστιμο; Το παίζει υπουργός υγείας!

*******************************************************

Στο προϋπολογισμό υπάρχει πρόβλεψη για τους έλληνες;

*******************************************************

Καινούργιο κόμμα από τα αποκόμματα του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ; Να πάρετε και τον Ψωμιάδη να σας φτιάχνει τα αποτελέσματα!!!

*******************************************************

Μιας και μιλάμε για ραδιόφωνο και πόσο μου λείπει, υπάρχει μια σκέψη, μια apopseis. Μήπως τώρα που καλόμαθα να γράφω ελληνικά άρθρα, μήπως περάσουμε και στο μικρόφωνο. Ίσως μεταξύ Βορά και Νότου, μεταξύ ταράνδου με πατάτες και γύρου με πίττα, ανάμεσα σε Ρεν και Αντωνάκη, τα λέμε και συχνά-πυκνά από το νέο έτος και από το φιλόξενο διαδίκτυο.

*******************************************************

Στη φωτογραφία το σεμεδακι που ονειρεύεται το γιουσουρούμ για την ενημέρωση στην Ελλάδα!

*******************************************************

MandelaΕΠΕΙΓΟΝ: Πριν από μερικές ώρες πέθανε ο Νέλσον Μαντέλα. Τον Μπαντίμπα, όπως το αποκαλούσαν οι συμπατριώτες του, τον συνάντησα δυο φορές και ακόμα και σήμερα κουβαλάω μαζί μου την ματιά του και την αύρα του. Μάλιστα την πρώτη φορά που τον συνάντησα μου είπε ελληνικότατα «καλημέρα!»

Υπάρχουν πάρα πολλά που θα ήθελα να πω γι’ αυτόν το θρύλο και τον τελευταίο μεγάλο του 20ου αιώνα αλλά διάλεξα κάτι που είπε ο ίδιος και μας ταιριάζει …Αντωνάκη:

Ένα έθνος κρίνεται από την ιστορία για το τρόπο που μεταχειρίστηκε, όχι τους προνομιούχους πολίτες του, αλλά αυτούς που το έχουν ανάγκη.

 

Tsamaya sentle Madiba!

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Θάνος Καλαμίδας, ένας Έλληνας στο Παρίσι και στο Λονδίνο και στο Βερολίνο και στο Τόκιο και τελευταία στο Ελσίνκι. Για εικοσαετία ελεύθερος σκοπευτής και αναλυτής για Βρετανικά μέσα με ανταποκρίσεις από τη Νότια Αφρική μέχρι την Κίνα, από την Νικαράγουα μέχρι το Σουδάν. Τα τελευταία χρόνια αναλυτής για Σκανδιναβικά, Βρετανικά και Γαλλικά έντυπα σε θέματα που κυρίως αφορούν την ευρωπαϊκή κοινότητα.

Το σεμεδάκι, το τραντζιστοράκι και το σύγχρονο γιουσουρούμ

του Θάνου Καλαμίδα.

Η σχέση μου με το ραδιόφωνο έχει ξεκινήσει από τότε που ήμουν παιδί. Μιλάμε για άλλες εποχές. Τελείως διαφορετικές. Όχι δεν υπήρχαν δεινόσαυροι αλλά η τηλεόραση ήταν το «κουτί» που τα έβλεπε όλα ασπρόμαυρα, είχε το μέγεθος κουτιού και την εμφάνιση κουτιού. Γι αυτό οι μανάδες μας έβαζαν σεμεδάκια από πάνω, κάτι σαν αισθητική παρέμβαση.

Τα θυμάστε τα σεμεδάκια; Δεν υπήρχε κενή επιφάνεια στο σπίτι χωρίς σεμεδάκι. Και μάλιστα κάνανε και κόντρες στο πιο πολύπλοκο και με διαφορετικές γωνίες σεμεδάκι.

Τέλος πάντων, για τη τηλεόραση λέγαμε. Η τηλεόραση που λέτε ήταν ασπρόμαυρη και μετέδιδε μόνο για μερικές ώρες. Τα προγράμματα κάλυπταν το τι έκανε η «επανάσταση» για τους αγρότες, τι έκανε η «επανάσταση» για τα σχολεία, ο Παττακός με σπάτουλα να εγκαινιάζει από γέφυρες μέχρι πεζοδρόμια. Ότι έβρισκε μπροστά του το εγκαινίαζε.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο