Οι πολίτες παρακολουθούν την πιο ανούσια και βαρετή προεκλογική εκστρατεία. Η ένδεια πολιτικών επιχειρημάτων και προτάσεων οδηγεί στην πιο παλαιοκομματική αντιπαράθεση. Επιχειρείται ανόρθωση νέων διαχωριστικών γραμμών, κενών πολιτικού περιεχομένου. Επιστρατεύονται διαχωρισμοί ανάμεσα σε «παλιούς» και «νέους», σε «διεφθαρμένους» και «αδιάφθορους», σε «διαπλεκόμενους» και «untouchables» (ανέγγιχτους). Πυροδοτείται κλίμα διχαστικό και πολωτικό, ενώ η σκληρή πραγματικότητα, που θα αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση, επιβάλλει συναίνεση και συνεργασία. Η κοινωνία, στην πλειοψηφία της απαιτεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Εκφραστής της πλέον παλαιοκομματικής νοοτροπίας και συμπεριφοράς είναι ο νεότερος των πολιτικών ηγετών, από κοινού με τον εθνολαϊκιστή κυβερνητικό του εταίρο. Στην μάταιη προσπάθειά του να αποσείσει τις ευθύνες του ο Α. Τσίπρας ενοχοποιεί τη Μεταπολίτευση, ως υπεύθυνης για την κρίση. «Σαράντα χρόνια μας φόρτωσε χρέη και ελλείμματα». Αποσιωπά ότι ήταν η Αριστερά, με όλες τις εκδοχές της, αυτή που υπερθεμάτιζε σε διορισμούς και παροχές με δανεικά. Δαιμονοποιεί τους αντιπάλους του. «Δεν θα βάλουμε από το παράθυρο το παλιό και φθαρμένο πολιτικό προσωπικό, που ο λαός έδιωξε από την πόρτα». Αποτελεί ακραίο λαϊκισμό, που αγγίζει τα όρια φασίζουσας αντίληψης, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «παλαιούς και διεφθαρμένους» και σε «νέους και άφθαρτους». Όταν μάλιστα οι «νέοι» είναι προϊόντα των παθογενειών του κομματικού συστήματος που σήμερα καταγγέλλουν.
Το μείζον πρόβλημα της χώρας είναι πολιτικό. Η βαθειά κρίση που βιώνουν οι πολίτες την τελευταία πενταετία, την οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ., παρατείνει για μια ακόμη τριετία, οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην ανικανότητα και ανευθυνότητα των πολιτικών της τελευταίας δεκαετίας (2004-2015). Η Ελλάδα καταδικάστηκε, μετά τις ευρωεκλογές του 2014 στην πιο παρατεταμένη και καταστρεπτική προεκλογική περίοδο, που διαρκεί μέχρι σήμερα. Οι θυσίες των Ελλήνων εξανεμίσθηκαν στην προσπάθεια διατήρησης της εξουσίας από τον Α. Σαμαρά και κατάκτησής της από τον Α. Τσίπρα. Το κόστος ανόδου στην εξουσία του Α. Τσίπρα και της επτάμηνης παραμονής του αποτιμάται με τη νέα φοροκαταιγίδα των 12 δισ. ευρώ που πλήττει ήδη τους φορολογούμενους, με απώλεια πέντε μονάδων του ΑΕΠ και την επανεμφάνιση ελλειμμάτων στη θέση πρωτογενούς πλεονάσματος.
Το έργο ανάταξης της χώρας από το οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό σοκ, υπό το οποίο τελεί σήμερα, δεν μπορεί να φέρει σε πέρας κανένα από τους σημερινούς κομματικούς σχηματισμούς και τους ηγέτες τους. Θα είναι το αποτέλεσμα ευρύτατης συνεργασίας όλων των πολιτικών δυνάμεων που υπερψήφισαν το τρίτο Μνημόνιο. Οφείλουν να αναλάβουν από κοινού την «ιδιοκτησία» του. Δεν υπάρχουν εναλλακτικές πολιτικές. Η εφαρμογή του αποτελεί μονόδρομο. Χωρίς ταλαντεύσεις και ολιγωρίες. Τα 3/4 των μέτρων που προβλέπει αποτελούν διαρθρωτικές αλλαγές, που εκκρεμούν από το πρώτο Μνημόνιο του 2010. Παράλληλα επιβάλλεται η θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας, με σαρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πολιτικό σύστημα και τον εκλογικό νόμο, τη Δημόσια Διοίκηση, τη Δικαιοσύνη, την Παιδεία, και το Φορολογικό σύστημα, ώστε η Ελλάδα να γίνει μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα.
Η ανάγκη «ανακεφαλαιοποίησης» του πολιτικού συστήματος είναι περισσότερο επιτακτική και επείγουσα κι από την ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών. Προϋπόθεση είναι η αποκατάσταση της έννοιας Πολιτικής και ο επαναπροσδιορισμός των ιδιοτήτων του Πολιτικού. Πολιτική σημαίνει εξυπηρέτηση και προώθηση του δημοσίου, του γενικού συμφέροντος. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Πολιτικός είναι αυτός που όχι μόνο θέλει, αλλά και μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή την ευθύνη. Προϋπόθεση οφείλει να είναι η επαγγελματική καταξίωση και κοινωνική αναγνώριση. Γι’ αυτό φυτώριο των πολιτικών δεν μπορεί να είναι άλλο από την κοινωνία. Αντίθετα, στα κομματικά και συνδικαλιστικά φυτώρια ευδοκιμούν, κατά κανόνα, τα «άνθη του κακού», που αναπτύσσονται παρασιτικά, σε βάρος της κοινωνίας. Είναι η αιτία που οδήγησε στην απαξίωση της Πολιτικής και των Πολιτικών. Η κατάργηση του σταυρού προτίμησης και η καθιέρωση μονοεδρικών περιφερειών αποτελούν μονόδρομο για την αναβάθμιση της ποιότητας του πολιτικού προσωπικού και την καταπολέμηση της διαπλοκής και διαφθοράς.
Μέσα στις σημερινές κρίσιμες συνθήκες η σύνθεση της νέας Κυβέρνησης οφείλει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του τιτάνιου έργου που θα κληθεί να επιτελέσει. Επιβάλλεται επιστράτευση προσώπων εντός και εκτός πολιτικής. Με επάρκεια, εμπειρία κύρος και ακεραιότητα. Με διάθεση προσφοράς και αφοσίωσης στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Που δεν υπακούουν σε κομματικές σκοπιμότητες. Η Υπηρεσιακή Κυβέρνηση διαθέτει στελέχη αυτής της ποιότητας. Αναφέρω ενδεικτικά: Ν. Χριστοδουλάκης, Γ. Χουλιαράκης, Ι. Μουζάλας. Τα «μνημονιακά» Υπουργεία επιβάλλεται να στελεχωθούν με πρόσωπα αυτής της ποιότητας. Ταυτόχρονα, η de facto καθιέρωση ασυμβίβαστου μεταξύ των αξιωμάτων Υπουργού και Βουλευτή θα απαλλάξει τη νέα Κυβέρνηση από κομματικές και αρχηγικές δουλείες. Είναι αυτονόητο ότι επικεφαλής μιας Κυβέρνησης Συνεργασίας θα τεθεί προσωπικότητα κοινής αποδοχής, από τα κόμματα που θα τη στηρίξουν.
Η υπέρβαση της κρίσης επιβάλλει πρόταξη του εθνικού συμφέροντος, υποστολή των κομματικών σημαιών και υπέρβαση προσωπικών φιλοδοξιών. Πάνω απ’ όλα επιβάλλει σεβασμό στις θυσίες ενός ολόκληρου λαού.
Γίνεται φανερό ότι η συγκρότηση Κυβέρνησης Συνεργασίας θα οδηγήσει προς τη νέα πολιτική πραγματικότητα, που θα διαμορφωθεί αφού παρέλθει η δοκιμασία της κρίσης. Το κυβερνητικό και κοινοβουλευτικό έργο της προσεχούς τετραετίας θα δώσει τη δυνατότητα να αναδειχθούν τα νέα ηγετικά στελέχη, σε μια διαδικασία ομαλής και συντεταγμένης διαδοχής. Μέσα από τη μάχη της ανασυγκρότησης να αναδειχθεί η νέα πολιτική ηγεσία. Και όχι μέσα από την κομματοκρατία ή τη διαπλοκή. Η Κυβέρνηση Συνεργασίας προσφέρει την πραγματική ευκαιρία αυτονόμησης της πολιτικής από συμφέροντα οικονομικά και συντεχνιακά. Μόνο έτσι η Πολιτική μπορεί να ανακτήσει την κορυφή του τριγώνου Πολιτική – Οικονομία – ΜΜΕ. Εκεί που βρισκόταν τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.