γράφει ο Νικόλαος Χρ. Γκίκας
Όταν δεν έχεις ιδεολογικούς αντιπάλους, η κατασκευασμένη πραγματικότητα τείνει να φαίνεται κανονικότητα. Κάθε αμφισβήτηση ή ενδοκομματικός ανταγωνισμός απονομιμοποιείται ως ακραίος και αντιφατικός.
Ωστόσο η αξιοπρέπεια είναι ζήτημα προσωπικής ευθύνης και οι βουλευτές δεν μπορεί να δείχνουν δειλοί και φοβικοί. Στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη βέβαια η αξιοπρέπεια είναι σχετική. Διεκδικεί την ειρήνη, αλλά βρίσκεται διαρκώς σε πολέμους. Διακηρύττει μια «διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες», που αφορούν όμως τους άλλους. Υποκριτικά στέκει στη σωστή πλευρά της ιστορίας και ταυτόχρονα παρακολουθεί αμέριμνη την καταστροφή δίπλα της.
Διαφυλάττει τα σύνορα υποτίθεται, νομιμοποιώντας δια της πλαγίας λαθρομετανάστες. Ασπάζεται την ελεύθερη αγορά, αλλά ανερυθρίαστα επιβάλλει πλαφόν στο κέρδος. Ενδιαφέρεται υποκριτικά για το φυσικό περιβάλλον αλλά απορρίπτει τη φυσική πραγματικότητα των δύο φύλλων.
Ο φιλελεύθερος «αυταρχισμός» του κεντρώου χώρου διασώζει υποτίθεται τη δημοκρατία, αλλά στην πραγματικότητα οι φιλελεύθερες ελίτ φοβούνται τη δημοκρατία, με τον T. Harshaw στο Bloomberg Opinion να θεωρεί πως σε η πολλές χώρες εκλογική χρονιά 2024, αποτελεί απειλή για τη Δημοκρατία.
Ένας «δημοκρατικός τρόμος» κατά τον Thomas Frank που χτίζει ένα εσωτερικό εχθρό, ώστε να αμαυρώσει τη λαϊκή ετυμηγορία. Η αξιοπρέπεια του νεοφιλελεύθερου λοιπόν είναι ρευστή και βουλησιαρχική, χωρίς ηθικούς φραγμούς. Όλα αποσκοπούν στην πραγμάτωση του σκοπού, αδιαφορώντας για τις τεράστιες ανισότητες που προκαλεί.
Οι κυβερνώντες επιδιώκουν να συναρμολογήσουν μια ανάρμοστη κοινωνική «πραγματικότητα» από ιδεοληπτικό εξαναγκασμό, όταν η πλειονότητα των πολιτών είναι απέναντι, παρά τη λυσσώδη προώθηση του ζητήματος από τα μίντια, τους πολιτικούς και τις ελίτ.
Μπορεί λοιπόν το νεοφιλελεύθερο φετίχ να ζήλεψε το νυφικό, αλλά για την κοινωνία το επίδικο είναι η τεκνοθεσία. Mία χώρα με εξαιρετικό πρόβλημα υπογεννητικότητας οφείλει να διαμορφώσει τύπους κοινοτήτων που προάγουν τη γονιμότητα και όχι την τεκνοθεσία.
Οφείλει δηλαδή να προτάσσει προγράμματα οικογενειακού προγραμματισμού, να υποστηρίζει με ουσιαστικά κίνητρα τα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών, ενδυναμώνοντάς τα παράλληλα στην κοινωνία, στους χώρους εργασίας, στη μισθολογική ανισότητα και στην απασχόληση. Αντιθέτως, οι κυβερνώντες επιδεικνύουν μια προκλητική ιδεοληψία στην ικανοποίηση εγωιστικών επιδιώξεων έμφυλων μειονοτήτων, ως ένας αλλόκοτος μεταμοντέρνος φονταμενταλισμός.
Δεν επιδιώκουν να αντικαταστήσουν μια υπάρχουσα έλλειψη γονέων, αλλά συνειδητά και πρόθυμα νομιμοποιούν μια κατασκευασμένη παρέκκλιση οικογένειας. Το ερώτημα λοιπόν είναι εάν οι τύποι κοινοτήτων που προάγουν τη γονιμότητα είναι συμβατοί σε μια πολιτικά φιλελεύθερη κοινωνία.
Η εμμονική νεοφιλελεύθερη επιλογή είναι ξεκάθαρη με αποκλειστική ευθύνη του πρωθυπουργού, η οποία σημαδεύει αρνητικά τη δεύτερη θητεία του και διχάζει την κοινωνία.