Το ζήτημα των σχέσεων Αθήνας-Λευκωσίας ασφαλώς διαθέτει ισχυρές ιδιαιτερότητες, ιστορικό παρελθόν, ευαισθησίες, κοινή γνώμη που διαθέτει υψηλά αντανακλαστικά σε σχέση με την αναγκαία ποιότητά τους. Εκτιμώ ότι τα πιο πάνω στοιχεία είναι σημαντικά, ωστόσο, χρειάζεται να αποκτήσουν ένα ακόμα: την ενηλικίωσή τους! Με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Το 1998 η Ελληνική Κυβέρνηση έλαβε την απόφαση με εισήγηση Γ. Κρανιδιώτη να πείσει την Κυβέρνηση Γ. Κληρίδη να αποδεχθεί τη λύση της Κρήτης για τους ρωσικούς πυραύλους S300. Το σκεπτικό ήταν το εξής: Ο Ζ. Σιράκ εξ ονόματος όλων των «εμπλεκομένων συμφερόντων» που εξέφρασαν ισχυρή διαφωνία στην έλευση των πυραύλων (Ισραήλ, ΗΠΑ, Μ. Βρετανία), σε συνδυασμό με τις τουρκικές απειλές για καταστροφή τους, έθεσε το δίλημμα στην Αθήνα και τη Λευκωσία: «ή ενταξιακή πορεία, ή S300!». Η Αθήνα διάλεξε την λύση που εισηγήθηκε ο Γ. Κρανιδιώτης σε συνδυασμό με την αντικατάστασή τους με πυραύλους μικρότερου βεληνεκούς. Αυτή η απόφαση της Αθήνας, μαζί με άλλες, συνέβαλε στην αποκλιμάκωση της έντασης, και βοήθησε με τους κατάλληλους διπλωματικούς χειρισμούς να φτάσουμε στα Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής της ΕΟΚ στο Ελσίνκι το 1999 για ένταξη της Κύπρου στην ΕΟΚ με ή χωρίς λύση στο κυπριακό. Στην εκλογική μάχη του 1998 οι δύο βασικοί μονομάχοι έκτισαν μεγάλο μέρος της καμπάνιας τους στη θέση «οι πύραυλοι στη νήσο». Θυμίζω «όποιος τα έχει 400, θα φέρει τους S300», (Γ. Κληρίδης»), ενώ «εγώ θα τους τους φέρω πιο γρήγορα», (Γ. Ιακώβου).
Η περιπέτεια με τους S300 δείχνει ότι οι αποφάσεις χρειάζεται να λαμβάνονται με ψυχρό υπολογισμό, με στάθμιση όλων των δεδομένων, με ιεράρχιση προτεραιότήτων, με στρατηγική στόχευση, με ορθολογική διαχείριση του μακροπρόθεσμου συμφέροντος με στόχο την ανατροπή των συσχετισμών μέσα από την επίλυση του κυπριακού. Είναι τελείως διαφορετικό θέμα το ότι αυτή την μεγάλη επιτυχία του Δεκέμβρη του 1999 η Λευκωσία ούτε κατενόησε, ούτε, κυρίως, αξιοποίησε στα χρόνια που ακολούθησαν για να καταστήσει την ΕΕ καταλύτη της λύσης.
Οι σχέσεις Αθηνών-Λευκωσίας χρειάζεται να έχουν ποιότητα, να βασίζονται στη διαβούλευση, που σημαίνει προσπάθειες για συγκλίσεις αλλά και διαφορετικές γνώμες που να βασίζονται σε διαφορετική ανάλυση πραγμάτων. Αυτή η ποιότητα είναι προτιμότερη παρά να κρύβονται τυχόν διαφωνίες κάτω από το χαλί εν ονόματι μιας παράδοσης που κάνει λόγο για «άριστες» σχέσεις χωρίς αυτές να ταυτίζονται με τα πράγματα. Η διαφορετική ανάγνωση των θεμάτων όταν είναι απαλλαγμένη από μικροκομματικούς υπολογισμούς, είναι χρήσιμη και συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των θεμάτων, στην ωριμότητα που προκύπτει από την κατάκτηση μιας ανώτερης προσέγγισης. Ωριμότητα σημαίνει αμοιβαιότητα στη διεκδίκηση μιας σύγκλισης, αλλά και (επιτέλους) αποκόλληση από το «μυστικό της Eurovision». Το τελευταίο δεν παράγει πρόοδο, αντίθετα, αντικαθιστά το ορθολογικό κριτήριο, υποβαθμίζει την απαιτούμενη αξιοπιστία, και εκθέτει τους οπαδούς του ως στερούμενους σοβαρότητας.
Σήμερα που τα πράγματα για την ελληνική οικονομία είναι λιγότερα αρνητικά από ότι ήταν πριν 15 ημέρες, μπορούμε να κατανοήσουμε περισσότερα: η ΕΕ ή το Eurogroup, δεν λειτουργούν με διαλέξεις, απαιτούνται γραπτά κείμενα, στοιχεία, αριθμοί, δεσμεύσεις, χρονοδιαγράμματα, κανόνες για να μπορούν οι «19» να μιλούν μια κοινή γλώσσα για να διατηρούν έτσι τον οργανικό τους δεσμό. Δεν επιτυγχάνεις στόχους επικαλούμενος διαρκώς την ιδιαιτερότητά σου, αλλά κατά πόσο δημιουργείς τις προϋποθέσεις για να βγεις μια ώρα ενωρίτερα από τα μνημόνια, κατά πόσο δημιουργείς μια ανταγωνιστική οικονομία, κατά πόσο με τη δική σου προσπάθεια μπορείς να εκσυγχρονίσεις το κράτος, και τις κοινωνικές συμπεριφορές, κατά πόσο οι επιδόσεις σου σε όλους τους τομείς σού προσφέρουν αξιοπιστία σε έναν ολοένα και πιο εξαρτημένο κόσμο. Η κατανάλωση της «ελληνικής ιδιατερότητας» οδηγεί από αδιέξοδο σε αδιέξοδο. Κτίζεις πύργους για την «εθνική μας μοναξιά», όταν άλλες χώρες κατακτούν με το σπαθί τους ισχυρότερες θέσεις στην αναπτυξιακή διαδικασία αξιοποιώντας τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, βελτιώντας την κουλτούρα και τις υποδομές τους.