Το θέμα είναι, ότι εκείνο το συγκεκριμένο έργο… τέχνης δεν το είχα ζωγραφίσει εγώ, συχνά όμως είχα ζωγραφίσει άλλα παρόμοια (μικρότερα και σε ασφαλέστερα μέρη, καθότι μικρή ήμουν και ολίγον.. χέστρ@) ή αφισοκολλήσει, κατά τις οδηγίες πάντα που δίνονταν από την ομάδα, κάθε καινούρια αφίσα που κυκλοφορούσε στο κόμμα. Εξάλλου, μιλάμε για δεκαετία του ’80, που το χρήμα έρεε με αφθονία, οπότε αφίσες, σημαίες, κονκάρδες, μπλουζάκια, φυλλαδιάκια και όλα τα συναφή, έρεαν αντιστοίχως με τη σέσουλα. Και βεβαίως, όχι μόνο στα “παιδιά της γαλάζιας γενιάς”, αλλά και στης πράσινης και στης κόκκινης και παντού τα πάντα.
Στο σπίτι μας υπήρχε η εξής… παράδοση. Το ’67, η Χούντα είχε απολύσει ή βγάλει σε διαθεσιμότητα κάποιους δημοσίους υπαλλήλους από τις θέσεις τους, μεταξύ αυτών και τη μαμά μου – ειλικρινά, ποτέ μου δεν κατάλαβα το γιατί. Το 1975, ακριβώς έναν χρόνο μετά από τα γεγονότα στην Κύπρο, βρίσκομαι με τον πατέρα μου στο νησί της Αφροδίτης (αυτήν την στιγμή, δεν έχει σημασία το τι, το πώς και το γιατί – το 1975 ήμουν 8 ετών) και μας ενημερώνει η μαμά μου τηλεφωνικώς, ότι τους εκδιωχθέντες από τις υπηρεσίες τους, τους επαναφέρει στις θέσεις τους ο γέρος Καραμανλής και μάλιστα, αναγνωρίζοντάς τους και όλα εκείνα τα χρόνια της απομάκρυνσης από τα υπαλληλικά τους καθήκοντα. Οπότε φανταστείτε, μιλάμε τώρα για δημοσιοϋπαλληλικούς μισθούς 1975, με πρόσθετα αναγνωρισμένες τις χαμένες 3ετίες, επιδόματα, κλπ. κλπ. Ο μπαμπάς μου νόμισε, ότι μας έκανε πλάκα. Τέλος πάντων, ήταν όντως πραγματικότητα και από τότε και στο εξής, ο γέρος Καραμανλής ήταν στο σπίτι μας κάτι σαν… Άγιος. Αυτά, ως προς το γενικό πλαίσιο, για να καταλάβετε πάνω – κάτω το… ιστορικό περιβάλλον. Κατά τα άλλα, ως μοναχοπαίδι, μεγαλωμένο υπερπροστατευτικά με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αν ήθελα στα 15 μου να οργανωθώ σε κάποια νεολαία, π.χ. στον Ρήγα – έτσι, επειδή μου άρεσε περισσότερο το κόκκινο ρε παιδί μου – δεν θα τολμούσα ούτε καν να το αναφέρω στο σπίτι μου. Με το γαλάζιο όμως, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, γιατί είπαμε… Άγιος!
Κάπως έτσι και σε συνδυασμό με τη μόδα της εποχής του ’80 που όλοι ήταν κάπου ενταγμένοι – αυτό είναι πολύ σημαντικό σημείο και μην το παραβλέψετε, παρακαλώ, διότι η “ανάγκη” του 15άρη, 16άρη, 17άρη να ανήκει κάπου, όπου αισθάνεται αποδεκτός, είναι τεράστια και μιλάω για το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών αυτών των ηλικιών και εκεί ακριβώς στοχεύουν οι κομματικές νεολαίες – κάπως έτσι λοιπόν, χωρίς πολύ μεγάλη σκέψη ή ψάξιμο ή – κυρίως – έχοντας αναπτύξει ατομική πολιτική συνείδηση, βρέθηκα εγγεγραμμένο μέλος νεολαίας, να σηκώνω σημαίες και να τραγουδάω Ρόμπερτ Ουίλιαμς. Υπήρχε εξάλλου και η φήμη, ότι στη συγκεκριμένη νεολαία ήταν ενταγμένα τα ωραιότερα κορίτσια, οπότε – πώς να το κάνεις; – ήταν κι αυτό ένα ακόμα επιπλέον… κριτήριο!
Η ιστορία αυτή συνεχίστηκε για καμιά 10ετία περίπου, μάλλον λιγότερο μιας και τα μαθήματα της ζωής – κυρίως τα χαστούκια – άρχισαν εκεί, κάπου γύρω στα 22, οπότε και αποτραβήχτηκα. Αποτραβήχτηκα από όλη αυτήν την… κρεπάλη των φεστιβάλ, των τραγουδιών, των σημαιοστολισμών, των φουλαριών, της κονκάρδας και της κασέτας, για πολλά χρόνια όμως, διατήρησα την… ψήφο!
Τέλος πάντων, τα χρόνια πέρασαν, οι καταστάσεις άλλαξαν, τα μυαλά ωρίμασαν, οι γνώσεις αυξήθηκαν, οι εμπειρίες συσσωρεύτηκαν, τα χαστούκια πόνεσαν, ώσπου φτάσαμε στην τελευταία 10ετία, την πιο πρόσφατη, ώριμη, αλλά μάλλον και πιο τραγική μέχρι σήμερα της ζωής μας, για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα – εμείς, οι τότε νεολαίοι του ’80, 40άρηδες έως 50άρηδες κατά την τελευταία 10ετία – πως όλα αυτά ήταν… φούμαρα και τρίχες κατσαρές! Μην σας πω, ότι προσβάλλω και τις τρίχες τώρα, που δεν μου φταίνε σε τίποτα! Και μάλιστα το καταλάβαμε μέσα από τον ρόλο του γονιού, του δυστυχή γονιού της γενιάς μας, που αφισοκόλλησε, χόρεψε, τραγούδησε και σήκωσε λάβαρα πράσινα, κόκκινα, μπλε, για να φτάσει σήμερα στο σημείο, να μην έχει να δώσει στο παιδί του χαρτζιλίκι, ας μη μιλήσουμε και για τις τραγικότερες περιπτώσεις, που δεν έχουν να δώσουν φαγητό!
Πριν από δύο χρόνια, ξεκινάμε με την κόρη μου για την εγγραφή της στο πανεπιστήμιο, σε πόλη της περιφέρειας. Έχω φροντίσει να προμηθευτούμε όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά, μάλλον και περισσότερα από εκείνα που χρειάζονταν στην πραγματικότητα. Φτάνουμε στον χώρο κι αμέσως μας προσεγγίζει ένα γλυκύτατο όμορφο αγόρι, με καταπράσινα μάτια, που προσφέρθηκε να μας… κατατοπίσει. Οκ, πολύ ευγενικό, αλλά τουλάχιστον μιλούσαμε την… ελληνική. Τέλος πάντων, τριγύρω ένας χαμός από ψαρωμένους νεοεισαχθέντες, συνοδευόμενους κατά το πλείστον από τους γονείς τους, οπότε υπολογίστε τον καθένα επί τρία, παίρνουμε στα χέρια μας την αίτηση της Σχολής και αρχίζουμε να τσεκάρουμε τα δικαιολογητικά που έπρεπε να επισυναφθούν – είπαμε, είχαμε μαζί μας ακόμα κι εκείνα που δεν χρειάζονταν!
Το παλικαράκι, αυτοκόλλητο, αναλαμβάνει να υποδείξει στην κόρη μου, πώς να συμπληρώσει την αίτηση! Εγώ από δίπλα, παρακολουθώ την όλη διαδικασία, αρχικά χωρίς να μιλάω, του έχω ράψει όμως κοστούμι και ξέρω ήδη και από ποια παράταξη προέρχεται. Η κόρη μου δεν έχει πάρει ακόμα χαμπάρι. Η ουρά ατέλειωτη, οπότε μετά τη συμπλήρωση των αναγκαίων, εκείνη στέκεται στη σειρά της κι εγώ βγαίνω εκτός του χώρου για τσιγάρο. Πίσω μου έρχεται κι ο πιτσιρικάς, για τσιγάρο κι εκείνος. Τον κερνάω Gauloises και μου πιάνει την κουβέντα, προσπαθώντας να εξηγήσει/δικαιολογήσει/αιτιολογήσει τον… ρόλο του. Κάποια στιγμή τον διακόπτω και τον ρωτάω “γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου, βρε αγόρι μου;” Γυρίζει και με κοιτάζει κατακόκκινος σαν τη ντομάτα και μέσα από μπερδεμένα λόγια, αρχίζει τα “να.. και εγώ ξέρετε… και μην νομίζετε.. και έτσι λίγο βοηθάω.. και δεν είμαι ενεργό μέλος”…
“Μην κουράζεσαι”, του λέω. “Εμένα που με βλέπεις, έχω υπάρξει ενεργό μέλος. Πολύ ενεργό. Όσο δεν φαντάζεσαι. Πίστεψέ με όμως, όχι απλώς δεν βοήθησε σε τίποτα εμένα, αλλά ούτε κι εσένα, ούτε και την κόρη μου, αντιθέτως μάλιστα! Τράβα να ανοίξεις τα βιβλία σου και να ασχοληθείς με αυτό για το οποίο βρίσκεσαι εδώ πάνω, τόσα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι σου και παράτα τα όλα τα υπόλοιπα. Θα με θυμηθείς κάποτε”. Στη συνέχεια, φάγαμε μαζί σε ένα ταβερνάκι, ήπιαμε το κρασάκι και το καφεδάκι μας και αργά το βράδυ, εμείς πήραμε τον δρόμο της επιστροφής κι εκείνος έμεινε εκεί, περιμένοντας τη φουρνιά των… νεοσύλλεκτων της επόμενης μέρας, για να εκτελέσει τις εντολές του κόμματος.
Δεν το λες, ούτε καν τρίχες κατσαρές! Τα συμπεράσματα δικά σας.
Για να διαβάσετε το βιβλίο της Λίλιαν Μπαντάνη «Η σχοινοβάτης», πατήστε εδω!