Ας παρακολουθήσουμε στο πλαίσιο αυτό τη συζήτηση περί των δημοσίων δαπανών. Οι λαϊκιστές/κρατιστές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που τραβάνε πιστόλι μόλις ακούσουν την λέξη έλεγχος ή μείωση των δημοσίων δαπανών, δεν εξετάζουν καν ποιοι από τους φορείς τους είναι παραγωγικοί και ποιοι όχι, κι’ επομένως δεν έχουν καμία πολιτική γι’ αυτές (αν κι ο «εκσυγχρονιστής» κ. Χουλιαράκης κόβει στα μουλωχτά κανέναν άχρηστο φορέα). Κλασικοί πολιτικοί απατεώνες: Ομνύουν στο ιερό δημόσιο και ταυτόχρονα το ρημάζουν. Δεν αλλάζουν τίποτα στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του και ακολουθούν τις προκρούστειες πολιτικές των προηγουμένων και των δανειστών δημιουργώντας κουφάρια. Αντί για ένα εύρωστο κράτος το οποίο απαλλαγμένο από τα βαρίδια του πελατειασμού θα μπορούσε να αποτελέσει την ατμομηχανή της ανάπτυξης αναδιανέμουν την κακομοιριά που έχει απομείνει στις ουρές των εξαθλιωμένων για ένα voucher. Το κριτήριο; Μα τι άλλο; Ο κομματισμός και το ρουσφέτι.
Από την άλλη, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η ΝΔ, δηλώνει ότι θα περιστείλει τις δημόσιες δαπάνες δύο περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αλλά κι αυτή ψαρεύει στα θολά νερά. Δεν μας λέει ούτε τους φορείς ούτε τα κριτήρια με τα οποία θα τους αξιολογήσει προκειμένου να περικόψει τις δαπάνες τους. Θα μας τα πει όταν θα έρθει στην εξουσία. Η πολιτική λογική της είναι, στο σημείο αυτό, ίδια με εκείνη των κυβερνώντων. Εικάζουν και αυτοί ότι μέσα στο δημόσιους φορείς πρέπει να βρίσκονται πολλοί αγωνιώντες δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι θα τους καταψηφίσουν, εάν τους πουν την αλήθεια για μια ορθολογική και σώφρονα πολιτική σε σχέση με τις δημόσιες δαπάνες.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πολιτικής, οι δομές εφαρμογής της πολιτικής για τις δημόσιες δαπάνες, όπως το Υπουργείο Οικονομικών, μαραζώνουν και παραπαίουν. Αποτελούν γιγαντιαίους- για τα ελληνικά δεδομένα- δημόσιους οργανισμούς που έχουν αντιστρόφως ανάλογη προσφορά σε σχέση με το κόστος λειτουργίας τους. Ο ασκούμενος κατασταλτικός (και ταυτόχρονα, αυταρχικός και ισοπεδωτικός) τρόπος έλεγχου συνίσταται στην εξής «περίπλοκη» στρατηγική: Όταν οι δαπάνες υπερβαίνουν τα «ταβάνια» του προϋπολογισμού των δημοσίων οργανώσεων, τα «εντελλόμενα» δεν τις εγκρίνουν. Τόσο απλά, τόσο προκρούστεια. Δεν ενδιαφέρεται το Υπουργείο Οικονομικών τι κάνει ο κάθε φορέας με τα χρήματα των φορολογουμένων. Εννοείται, ότι δεν ενδιαφέρεται ούτε εάν οι μισθοί καταβάλλονται σε άξιους και ανάξιους το ίδιο.
Η ίδια «δημοσιοϋπαλληλική» νοοτροπία χαρακτηρίζει το Υπουργείο Οικονομικών (το ΓΛΚ, εν προκειμένω) και στην άλλη βασική αρμοδιότητά του, την εκτίμηση των επιπτώσεων των σχεδίων νόμων στον κρατικό προϋπολογισμό. Κι εδώ, εκτιμά τις δαπάνες μ’ εναν διεκπεραιωτικό, πρωτόγωνο τρόπο. Περιορίζεται και θεωρεί ως θέσφατα όσα ο νομοθέτης εξαγγέλει. Πολύ συχνά, όμως, κάνει τη δουλειά του, μη κάνοντάς την! Εννοούμε τις περιπτώσεις εκείνες, όπου αρκείται να αναφέρει στην έκθεσή του ότι δεν μπορεί να εκτιμήσει τίποτα! Τις περισσότερες φορές, επειδή δεν του δίνουν στοιχεία οι άλλες υπηρεσίες και οι υπουργοί που έχουν την πολιτική ευθύνη των νομοσχεδίων. Σε πρόσφατη αναζήτησή μας σε σύνολο 118 νόμων ψηφισμένων από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, οι 66 εξ αυτών, δηλαδή, η πλειοψηφία τους, συνοδεύονται από «έκθεση» του ΓΛΚ που αναφέρει ότι από το συγκεκριμένο νομοθέτημα προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού η οποία δεν δύναται να υπολογιστεί! Αυτού του τύπου οι «εκθέσεις» προσβάλλουν τόσο το ΓΛΚ όσο και, πρωτίστως, τους βουλευτές που τις αποδέχονται αδιαμαρτύρητα- μια ακόμη σαφής ένδειξη περιφρόνησης των θεσμών διακυβέρνησης, ιδίως δε, εκείνων που έχουν την ευθύνη περιφρούρησης του δημοσίου χρήματος.
Εάν θέλει να καταλάβει ποιά είναι η απόσταση που χωρίζει τη δική μας πολιτική για τις δημόσιες δαπάνες (καθώς και τους φορείς άσκησής της), τότε ας ρίξει μια ματιά σ’ ένα άλλο κρατικό λογιστήριο, στο Αμερικανικό (General Accounting Office-GAO), το οποίο σε πρόσφατη εγκύκλιό του συστήνει στους δημόσιους φορείς τί πρέπει να κάνουν προκειμένου να ελέγχουν ουσιαστικά τις δημόσιες δαπάνες:
1. Πρέπει να εξετάζουν εάν οι φορείς που κάνουν τις συγκεκριμένες δαπάνες εξακολουθούν να ανταποκρίνονται στον σκοπό για τον οποίο συνεστήθησαν.
Σκεφθείτε να γινόταν αυτό παρ’ ημίν! Τουλάχιστον 40% των υπαρχόντων δημοσίων φορέων θα έβγαιναν αυθωρεί εκτός κρατικού προϋπολογισμού.
2. Πρέπει επίσης να εξετάζουν εάν οι φορείς που καταναλώνουν δημόσιο χρήμα έχουν διασφαλίσει τους «καλύτερους τρόπους» υλοποίησης της αποστολής τους. Σκεφθείτε τι θα γινόταν εάν μεταφερόταν η σύσταση αυτή σε ελληνικές υπηρεσίες πρώτης γραμμής- π.χ. στα δικαστήρια, στα οποία μεταφέρονται -ακόμη και σήμερα- δικογραφίες με το καροτσάκι του σούπερ-μάρκετ.
3. Η ηγεσία κάθε φορέα πρέπει να προσκομίζει στο λογιστήριο μια λεπτομερειακή στρατηγική στην οποία να εντοπίζονται τα κρίσμα σημεία και οι λεπτομέρειες στην οργάνωση και λειτουργία του φορέα που θα μπορέσουν να τον οδηγήσουν σε περιστολή των δαπανών του. Το GAO αναζητά έξυπνους τρόπους μείωσης των δαπανών που να μην προκαλούν τους εργαζόμενους και να αποδίδουν ουσιαστικά στον κρατικό κορβανά.
Θυμάται κανείς τις ελληνικές διαθεσιμότητες; Οι άνθρωποι που τέθηκαν σε διαθεσιμότητα κάθονταν σπίτι τους, εισέπρατταν μέρος του μισθού τους και, εν συνεχεία, επέστρεψαν κανονικά στην θέση τους!
4. Προτρέπει τις ηγεσίες των δημοσίων φορέων να χρησιμοποιούν αναλυτικά δεδομένα τα οποία τους επιτρέπουν να αποφεύγουν τις διπλο-εγγραφές, τις επικαλύψεις με άλλους φορείς και να θέτουν στόχους που είναι και οικονομικά συμφέροντες.
Η μοναδική αξιόλογη προσπάθεια δημιουργίας σχεδίων δράσης παρ’ ημίν, το «ΔΗΛΟΣ», στραγγαλίστηκε με την έλευση των εθνικοσοσιαλιστών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
5. Προτείνει, τέλος, την υιοθέτηση μέτρων που να διασφαλίζουν τόσο την αποτελεσματικότητα όσο και την οικονομικότητα των δράσεων του δημόσιου φορέα. Τέτοια μέτρα είναι:
- Η υιοθέτηση κοινών υπηρεσιών υποστήριξης. Δεν διαθέτει κάθε φορέας ένα πρωτόκολλο ή μια μονάδα συντήρησης εξοπλισμού αλλά περισσότεροι φορείς μοιράζονται τις υπηρεσίες ενός εξωτερικού τρίτου.
- Υπάρχει ένα συγκεντρωτικό σύστημα συμβασιοποίησης και δεν ερμηνεύει κάθε φορέας τη νομοθεσία και την νομολογία περί δημοσίων συμβάσεων κατά το δοκούν.
- Η μίσθωση εποχιακών απασχολούμενων στη θέση των μονίμων για εργασίες που διακρίνονται από εποχικότητα.
Γνωρίζω τον αντίλογο στην πρόσκληση για την δρομολόγηση αντίστοιχων μεταρρυθμίσεων στην χώρα μας. Συνήθως, εστιάζεται σε κάποιον κακώς εννοούμενο ρεαλισμό, όταν δεν υπάρχει άρνηση για την άρνηση, όπως στην περίπτωση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Θεωρώ, ωστόσο, ότι υπάρχει- έστω και ως μειοψηφία- ένας ικανός αριθμός πολιτών που περιμένουν και θα χαιρετήσουν αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις. Χρέος των επαϊόντων και των πολιτικών ταγών μας είναι να μην τους απογοητεύσουν.
Για να διαβάσετε περισσότερα άρθρα του Λουκά Γεωργιάδη πατήστε εδώ!