Βουλευτές

Το έπος της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων της Μικράς Ασίας -Μετέτρεψαν τον πόνο τους σε δημιουργία

γράφει ο Μάξιμος Χαρακόπουλος.

Η τραγική επέτειος της συμπλήρωσης των 100 ετών από την μικρασιατική καταστροφή το 2022 συνιστά ευκαιρία επιστημονικής αναψηλάφησης και αντικειμενικής ανάδειξης όχι μόνον των ίδιων των γεγονότων που προηγήθηκαν της καταστροφής, αλλά και των όσων ακολούθησαν με την έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα. Ένα από αυτά τα γεγονότα «διαρκείας», που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αληθινό «έπος», αποτελεί η αποκατάσταση των αγροτών προσφύγων στον ελλαδικό χώρο. Το επίτευγμα είναι αξιοθαύμαστο, αν αναλογιστούμε τα πενιχρά μέσα της εποχής, αλλά και συγκρίνοντας με το συνέβη τη δεκαετία του 1990 με το εγχείρημα της εγκατάστασης των παλιννοστούντων, μερικών δεκάδων χιλιάδων ομογενών από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, στην Ελλάδα της ΕΕ. Αυτή η επιτυχία, που δυστυχώς, υποτιμάται συστηματικά, υπό την επήρεια μιας προσέγγισης της χώρας μας ως μόνιμης «ψωροκώσταινας», οφείλετο στην ευσυνείδητη εργασία πολλών ανθρώπων, που οφείλουμε να τους αποδώσουμε τη δέουσα τιμή.

Όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα, στόχος της αρμόδιας Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας υπήρξε εξ αρχής η αποκατάσταση των αγροτών προσφύγων να γίνει σε νέο ενιαίο οικισμό, αμιγώς προσφυγικό, που θα εξασφάλιζε συνθήκες κατά το δυνατόν παρόμοιες μ’ εκείνες της χαμένης πατρίδας τους. Έτσι, θα μπορούσαν να ξανασμίξουν οι συγγενικές οικογένειες και, σε περιβάλλοντα οικεία, να αντιμετωπίσουν ευχερέστερα τις δυσκολίες της προσαρμογής τους στην ελλαδική πραγματικότητα. Επ’ αυτού η εγκύκλιος προς τις νομαρχίες της χώρας ήταν σαφέστατη: «Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατά το δυνατόν ανασύστασις των κοινοτήτων είναι βασικός όρος δια την επιτυχίαν της μονίμου εγκαταστάσεως των προσφύγων. Διότι οι εκ της αυτής κοινότητος κάτοικοι συνδέονται μετ’ αλλήλων δια δεσμών αλληλεγγύης, ηθικών και οικονομικών, οίτινες τα μέγιστα διευκολύνουσι την επιτυχίαν της νέας εγκαταστάσεως, μάλιστα όταν λαμβάνεται πρόνοια ώστε αι φυσικαί συνθήκαι του νέου συνοικισμού να είναι παρόμοιοι προς τας συνθήκας του συνοικισμού εν ω ήσαν εγκατεστημένοι οι πρόσφυγες». Η εγκατάσταση των αγροτών προσφύγων έγινε μάλιστα προσπάθεια να επιταχυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο, όπως διαπιστώνει και ο Μοργκεντάου «καθώς, η γεωργία είναι η σταθερότερη παραγωγική ενασχόληση στην οικονομία ενός έθνους, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων συγκέντρωσε τις μεγαλύτερες προσπάθειές της στο να εγκαταστήσει σε αγροτική γη όσους περισσότερους πρόσφυγες μπορούσε κι όσο το δυνατόν πιο γρήγορα».

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κρατικός μηχανισμός είχε αποκτήσει ήδη σημαντική εμπειρία στην αποκατάσταση προσφύγων κατά την προηγηθείσα μετακίνηση ελληνικών πληθυσμών από την Ανατολική Ρωμυλία. Τα πληθυσμιακά μεγέθη, ωστόσο, κατ’ ουδένα λόγο δεν ήταν συγκρίσιμα, καθώς ο όγκος των προσφύγων της Μικράς Ασίας ξεπερνούσε το 1,2 εκατομμύρια.

Από το σύνολο των προσφύγων, οι μισοί περίπου, το 47% εγκαταστάθηκαν σε αγροτικές περιοχές, ενώ το υπόλοιπο 53% σε αστικά κέντρα. Σύμφωνα με έκθεση της Κ.Τ.Ε. έως τον Ιούνιο του 1926, οι οικογένειες που αποκαταστάθηκαν αγροτικά ανέρχονται στις 147.249 έναντι περίπου 125.000 οικογενειών που εγκαταστάθηκαν σε αστικά κέντρα. Από αυτές 116.403 οικογένειες ή 430.295 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, 16.596 οικογένειες ή 68.358 πρόσφυγες στη Θράκη και οι υπόλοιπες 14.250 οικογένειες ή 53.283 πρόσφυγες σε άλλα διαμερίσματα της χώρας.

Μια σειρά φορέων και υπηρεσιών όπως η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, το Υπουργείο Γεωργίας, η Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, Το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων, το Υπουργείο Προνοίας, ενεπλάκησαν άμεσα στο τιτάνιο αυτό έργο της προσφυγικής αποκατάστασης.

Πρωτίστως ήταν οι βενιζελικές κυβερνήσεις σε συνεργασία με την ΕΑΠ που κατόρθωσαν να μετατρέψουν την αδυναμία, λόγω του μεγέθους του προσφυγικού πληθυσμού, σε δύναμη, καθώς τον διοχέτευσαν στον πρωτογενή τομέα, ο οποίος, πριν την έλευση των προσφύγων, αδυνατούσε να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού σε σιτηρά.

Αν συνεκτιμηθούν, λοιπόν, οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε το ελληνικό κράτος μετά από υπερδεκαετή πολεμική προσπάθεια, που όχι μόνο δεν στέφθηκε από επιτυχία αλλά συνοδεύτηκε από καταστροφή και ξεριζωμό, τότε αναμφίβολα κρίνεται ως κολοσσιαίο το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης.

 

Η αγροτική μεταρρύθμιση

Η έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα σηματοδότησε την απαρχή μια σειράς προβλημάτων που είχαν να κάνουν, σε πρώτο στάδιο, με την οργάνωση και λειτουργία των οικισμών και, σε δεύτερο, με την παραγωγική τους αποκατάσταση. Καθώς ο αριθμός των προσφύγων που έφτασαν στην ηπειρωτική Ελλάδα μετά την ανταλλαγή ήταν τριπλάσιος των μουσουλμάνων που εγκατέλειψαν τη χώρα, το πρόβλημα της αγροτικής αποκατάστασης των Μικρασιατών στη νέα πατρίδα φάνταζε δυσεπίλυτο. Τα τσιφλίκια που άφησαν πίσω τους φεύγοντας οι μουσουλμάνοι δεν επαρκούσαν, ενώ έντονες ήταν οι πιέσεις για αποκατάσταση και των γηγενών ακτημόνων καλλιεργητών, που ανέμεναν να επωφεληθούν από τις εγκατεληφθείσες περιουσίες. Το μείζον αυτό αγροτικό πρόβλημα λύθηκε τελικά με ευρείες απαλλοτριώσεις μεγάλων εκτάσεων σε ολόκληρη τη χώρα. Η προσφυγική αποκατάσταση  προϋπέθετε την υλοποίηση της αγροτικής μεταρρύθμισης που στόχευε στην μετάβαση σε μια αγροτική οικονομία στη βάση της οικογενειακής ιδιοκτησίας και παραγωγής. Ο Βενιζέλος, όπως φαίνεται από το σχεδιασμό που εφήρμοσε, πίστευε στην αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων και στη δημιουργία μιας νέας μεγάλης τάξης αγροτών μικροϊδιοκτητών, καθώς έτσι θα εξέλιπε ο κίνδυνος να ξεσπάσει στην Ελλάδα ένα ριζοσπαστικό αγροτικό κίνημα, ανάλογο με άλλες χώρες των Βαλκανίων.

Με σκοπό την μόνιμη εγκατάσταση των νεήλυδων, σε όσους πρόσφυγες δήλωσαν ως επαγγελματική δραστηριότητα την αγροτική ασχολία αγρότες, παραχωρήθηκε, πέραν της στέγης, κλήρος, γεωργικός εξοπλισμός και διάφορα καλλιεργητικά δάνεια. Το μέγεθος του διανεμηθέντος κλήρου διαφέρει κατά γεωγραφικό διαμέρισμα. Στη Θράκη και τη Μακεδονία ο κλήρος κυμαίνονταν από 20-60 στρέμματα με εξαίρεση τα καπνοχώρια, όπου περιοριζόταν στα 9-20 στρέμματα. Στην παλαιά Ελλάδα υπήρχαν διακυμάνσεις από 10-120 στρέμματα με μέσο όρο τα 30 στρέμματα. Το μέγεθος του κλήρου που δόθηκε σε κάθε οικογένεια εξαρτάτο από την ποιότητα της γης -αν τα κτήματα δηλαδή είναι ποτιστικά ή ξερικά- αλλά και από τον αριθμό των μελών της. Έτσι, οικογένεια με 2 μέλη έπαιρνε 1 κλήρο. Για κάθε επιπλέον μέλος αυξανόταν και το μέγεθος του κλήρου. Οικογένεια με 3-4 μέλη δικαιούνταν 1 ¼ κλήρο, οικογένεια με 5-7 μέλη 1 ½ κλήρο, ενώ αν ξεπερνούσε τα 8 μέλη έπαιρνε 2 κλήρους.

Αξίζει να αναφερθεί ότι προκειμένου οι πρόσφυγες να αποκτήσουν μεγαλύτερο κλήρο, ο οποίος δινόταν ανάλογα με τον αριθμό των οικογενειακών μελών, προσεταιρίζονταν ορφανά ή χήρες συγγενικών τους οικογενειών εμφανιζόμενοι έτσι ως ενιαίο νοικοκυριό. Την ίδια ώρα συνάπτονταν γάμοι, ακόμα και μεταξύ ανηλίκων, προκειμένου να τύχουν της παραχώρησης κλήρου. Ωστόσο, αυτή η τακτική συνέβαλε τελικώς στη δημογραφική ανάκαμψη των προσφύγων, οι οποίοι τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους αντιμετώπισαν μια μεγάλη πληθυσμιακή συρρίκνωση λόγω των ασθενειών που έκαναν θραύση και της διαφοράς των κλιματολογικών συνθηκών με εκείνες που είχαν συνηθίσει στην Μικρά Ασία. Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν τρεις θάνατοι για κάθε μια γέννηση. Ειδικότερα, στοιχεία της ΚΤΕ του 1926 κάνουν λόγο για απώλεια του 20% των προσφύγων τον πρώτο χρόνο της εγκατάστασης.

Τελικώς, η παροχή κλήρου μετέτρεψε σε μικρό χρονικό διάστημα τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες σε αυτάρκεις οικονομικές μονάδες που όχι μόνο δεν αποτελούσαν πλέον πρόβλημα για την πολιτεία αλλά συνέβαλαν ενεργά στην οικονομική ανάπτυξη. Η έλευση των προσφύγων σηματοδότησε, ταυτόχρονα, και την αντικατάσταση της εκτεταμένης από την εντατική καλλιέργεια. Έτσι λοιπόν, οι χαμηλές στρεμματικές αποδόσεις δεν αποθάρρυναν τους πρόσφυγες που παρέμειναν προσηλωμένοι στην οικογενειακή τους ιδιοκτησία και εκμετάλλευση. Τελικώς, παρά τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης των πρώτων χρόνων η δημιουργικότητα των Μικρασιατών δεν κάμφθηκε.  Με την επιμονή τους ρίζωσαν και πρόκοψαν.

 

Ο στιγματισμός των προσφύγων

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί και η διάσταση της αντιπαράθεσης προσφύγων και γηγενών. Είναι αλήθεια ότι οι πρόσφυγες, ήλθαν αντιμέτωποι στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα όχι μόνον με την φτώχεια και τις ασθένειες αλλά και με την αντίδραση των γηγενών. Αυτοί οι τελευταίοι, ως ακτήμονες αγρότες ή νομάδες κτηνοτρόφοι στην πλειοψηφία τους, πίστευαν ότι είχαν δικαίωμα χρησικτησίας στην περιοχή που εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες. Οι ντόπιοι ανέμεναν την ώρα που η πολιτεία θα προχωρούσε σε απαλλοτριώσεις τσιφλικιών και διανομή της δημόσιας γης. Το «όνειρο», λοιπόν, της διανομής της δημόσιας γης γίνεται για αυτούς «εφιάλτης» τη στιγμή της έλευσης των προσφύγων, στους οποίους όπως είναι φυσικό εστιάζει την προσοχή της η πολιτεία. Αυτές οι κτηματικές διαφορές ήταν ουσιαστικά και η βασική αιτία του χάσματος που αναπτύχθηκε τα πρώτα χρόνια της συγκατοίκησης στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, προσφύγων και ντόπιων. Ως συνέπεια αυτής της αντίθεσης οικοδομείται στη διάρκεια του μεσοπολέμου το ιδεολόγημα της «εθνικής καθαρότητας», με το στιγματισμό που επισύρει για τους πρόσφυγες.

Αναμφίβολα, το κλίμα αυτό της κακοπιστίας μεταξύ των προσφύγων και των ντόπιων διατηρήθηκε ισχυρό σε όλη την διάρκεια αυτών των δύο δεκαετιών. Ήταν τελικώς, ο πόλεμος στην Αλβανία, η ξενική κατοχή αλλά και ο εμφύλιος που άμβλυναν τις αρχικές αντιθέσεις υπό το βάρος των κοινών δοκιμασιών. Σταδιακά οι αποστάσεις μεταξύ των γηγενών και των προσφύγων μειώθηκαν αλλά και η ίδια η λέξη πρόσφυγας αποφορτίστηκε από την αρνητική σημασία της. Ταυτοχρόνως, οι Μικρασιάτες έπαψαν να αντιμετωπίζονται και από το επίσημο κράτος ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Σήμερα συνιστά κοινή παραδοχή ότι η έλευση των προσφύγων,πέραν της εθνολογικής τόνωσης της Μακεδονίας και των παραμεθόριων περιοχών, συνέβαλε καθοριστικά στην βελτίωση της γεωργικής οικονομίας και την ανάπτυξη της υπαίθρου. Οι Μικρασιάτες κατάφεραν να μετατρέψουν τον πόνο τους σε δημιουργία και η εγκατάσταση τους στην Ελλάδα, από αρχικό βάρος εξελίχθηκε γρήγορα σε θετικό παράγοντα για την ελληνική ζωή. «Μπορεί και ζήτημα πολέμου να προκύψει, αν ζητήσετε να ξαναπάρετε τους Έλληνες της Τουρκίας» φέρεται να είπε στον Κεμάλ Ατατούρκ το 1930 κατά την επίσκεψη του στην Άγκυρα για την υπογραφή της Ελληνοτουρκικής Φιλίας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος προσθέτοντας για τους πρόσφυγες «μας στοίχισαν θυσίες τεράστιες. Σήμερα όμως είναι στοιχεία δυνάμεως και προόδου. Κατ΄ ουδένα λόγο δε θα παραδεχτούμε ποτέ να τους πάρετε πίσω».

 

 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε και στο περιοδικό «ΒΟΥΛΗ επί του περιστυλίου»

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος, Βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας είναι συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής.
Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1968. Κατάγεται από τα Βούναινα, ένα από τα προσφυγικά χωριά της Λάρισας, που έστησαν ερχόμενοι στην Ελλάδα με την ανταλλαγή του ΄24 ξεριζωμένοι πρόσφυγες από την Καππαδοκία. Είναι παντρεμένος με τη γιατρό Λίζα Κόντου με την οποία έχουν δύο γιούς.
Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικων Επιστημών.
Το 1991 έγινε δεκτός για μεταπτυχιακές σπουδές στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως.

Το 2003 αναγορεύτηκε Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως έφεδρος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού.

Από το 1994 έως το 1997 διετέλεσε Αναπληρωτής Διευθυντής Πολιτικού Σχεδιασμού της Νέας Δημοκρατίας.

Το 1997, με απόφαση του προέδρου του κόμματος Κώστα Καραμανλή, τοποθετήθηκε Διευθυντής του Γραφείου Τύπου της Νέας Δημοκρατίας.

Το 2000 ανέλαβε καθήκοντα Διευθυντή Επικοινωνίας στο Κέντρο Πολιτικής Έρευνας και Επικοινωνίας (ΚΠΕΕ), την αρχαιότερη δεξαμενή σκέψης του φιλελεύθερου χώρου, ενώ εργάστηκε και ως δημοσιογράφος.

Εκλέχθηκε πρώτη φορά βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της 7ης Μαρτίου 2004 (2ος σε σειρά εκλογής). Στη συνέχεια, εκλέγεται στις εκλογικές αναμετρήσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 2007 (1ος σε σειρά εκλογής), της 4ης Οκτωβρίου 2009 (1ος σε σειρά εκλογής), της 6ης Μαΐου 2012 (1ος σε σειρά εκλογής) και της 17ης Ιουνίου 2012 (επικεφαλής του ψηφοδελτίου).

Διετέλεσε μέλος της Κοινοβουλευτικής Αντιπροσωπείας της Ελλάδας στον ΟΑΣΕ και πρόεδρος της Ομάδας Φιλίας του ελληνικού κοινοβουλίου με το Αζερμπαϊτζάν και την Ιορδανία.

Το Δεκέμβριο του 2009 τοποθετήθηκε Γραμματέας Πολιτικού Σχεδιασμού της Νέας Δημοκρατίας.

Μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012 ορίστηκε από τον Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά Αναπληρωτής Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Από τη θέση αυτή υπηρέτησε μέχρι και τις 29 Μάρτιου του 2014, οπότε παραιτήθηκε λόγω της διαφωνίας του για το ζήτημα του γάλακτος.

Είναι μέλος των Επιτροπών: Παραγωγής & Εμπορίου και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων.

Είναι συγγραφέας των βιβλίων: Ρωμιοί της Καππαδοκίας (κοινωνιολογική μελέτη, Ελληνικά Γράμματα 2003), Ενθύμιον Πανηγύρεως (λεύκωμα, Ελληνικά Γράμματα 2005), Δείγματα Γραφής (πολιτικά δοκίμια, Μεταίχμιο 2007), Εκ νεότητός μου (διηγήματα, βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ 2011), Για την ταμπακιέρα… (πολιτικά κείμενα, αυτοέκδοση 2012).

Χρονογραφήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί στον αθηναϊκό και περιφερειακό Τύπο.

Το έπος της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων της Μικράς Ασίας -Μετέτρεψαν τον πόνο τους σε δημιουργία

γράφει ο Μάξιμος Χαρακόπουλος. Η τραγική επέτειος της συμπλήρωσης των 100 ετών από την μικρασιατική καταστροφή το 2022 συνιστά ευκαιρία

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο