ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Α.
Ξεκινούσε με την πεποίθηση ότι όλα θα γίνουν. Ένα αόρατο χέρι θα κρατούσε το χέρι του και θα το κατηύθυνε με σπουδή στο «πρόγραμμα».
Αγαπούσε να φαντάζεται τον κόσμο φτιαγμένο με κάποιο πρόγραμμα. Ταξινομούσε διαρκώς σκέψεις και δημιουργούσε μικρά προγράμματα στην υπηρεσία ενός μεγαλύτερου και ένα σωρό από μεγάλα, στην υπηρεσία του μέγιστου. Ποιό ήταν αυτό; Μα φυσικά η διαδικασία της ζωής του. Ναι… έτσι την αντιμετώπιζε, ως μια συμμέτοχη διαδικασία στην διαδικασία της εξέλιξης. Πίστευε και σε μια υπέρτατη ενδελέχεια. Ένα σύστημα που εξετάζεται, διορθώνεται και αναπτύσσεται αφ’ εαυτού. Στην ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης, που δίνει το πρόγραμμα. Με τη διαφορά ότι την ήθελε μέρος αυτού του συστήματος. Όχι έξω απ’ αυτό. Μπερδεμένα πράγματα. Συνήθιζε να λέει μάλιστα, ότι και η Δύναμη εξελίσσεται μέσα από την υπέρτατη σοφία της. Αυτός ήταν ο Κίμων. Ένας συμπαθητικός πενηντάρης, μετρίου αναστήματος με φαλάκρα και γυαλιά μυωπίας, καθηγητής φιλολογίας και με κοινωνικές επαφές κοντά στον μέσο όρο.
Ο Κίμωνας είχε μια ακλόνητη πεποίθηση, ότι όλα γίνονται για κάποιο σκοπό. Βαθειά μέσα του -κι ας μην το ομολογούσε- πίστευε ότι είχε μια δεσπόζουσα θέση σε αυτόν το σκοπό. Του ήταν αδιανόητο να σκεφτεί ότι η πορεία του σε αυτή τη ζωή, θα ήταν «μια από τα ίδια». Αυτό που δεν είχε ακόμα προσδιορίσει, ήταν αυτό το κάτι, που θα έφερνε σε πέρας, το αποτέλεσμα ας πούμε, τής «υπέροχης» αποστολής του. Είχε εμπιστοσύνη όμως στο Πρόγραμμα. Αυτό το δίχως άλλο θα ήξερε και θα τον οδηγούσε εκ του ασφαλούς.
–Καλημέρα κύριε Κίμωνα
–Καλημέρα Δώρα μου. Κάθε πρωί που σε βλέπω με αυτό το χαμόγελο, μου φτιάχνεις τη μέρα. Αν θέλεις, βάλε μου και μία μπουγάτσα με κανέλα μονάχα.
–Αργήσατε σήμερα ή μου φαίνεται;
–Ξεκινώ το μάθημα μια ώρα αργότερα. Ευχαριστώ, ορίστε τα χρήματα…
είπε, ενώ παραλάμβανε τον συνηθισμένο πρωινό καφέ. Ήταν άλλωστε μια από τις αγαπημένες του συνήθειες. Ο πρώτος καφές από τη Δώρα, ένα υπέροχο πλάσμα με χαμόγελο, όλο φως και νιότη. Ατυχώς για τον Κίμωνα αυτή την απόλαυση την έπαιρνε σε μικρές δόσεις κάθε πρωί, δανεική,αφού δεν είχε την τύχη να έχει γυναίκα ή παιδί. Απόφαση θες να το πεις, ανώτερο σχέδιο, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Άλλωστε παρά την πρόσκαιρη πικρία του, είπαμε κατά βάθος δεν παραπονιόταν, αφού η Δύναμη θα αντιστάθμιζε αυτήν την απώλεια με κάτι άλλο… ποιός ξέρει τι. Πήρε τον καφέ του και με την επίγευση του χαμόγελου της Δώρας ακόμη στο στόμα του, συνέχισε για το σχολείο που δούλευε.
Του άρεσε η δουλειά του, αγαπούσε τα γράμματα, τα παιδιά, την ανεμελιά και τον αέρα τού καινούργιου, που εκείνα κουβαλούσαν. Πολλές φορές μάλιστα τα έβαζε με τους συναδέλφους του, όταν ξεκινούσαν να ελεεινολογούν, για όλα αυτά που περνούσαν στις τάξεις τους. Τους θύμιζε διαρκώς, ότι ήταν και αυτοί κάποτε παιδιά. Ωστόσο κι ας μην το ομολογούσε ούτε στον εαυτό του, άρχισε κι εκείνος να μην έχει την υπομονή που είχε κάποτε. Τα χρόνια στην τάξη μάλλον βάραιναν πιο πολύ απ’ ότι φαίνεται, από αυτά τα εκτός τάξης. Αγαπούσε την τάξη του, κυριολεκτικά αυτήν τη φορά, αλλά τα ελαφρυντικά που έδινε στα παιδιά του για την αταξία που του δημιουργούσαν, έφθιναν αντιστρόφως ανάλογα με την ηλικία του. Τώρα και η φωνή του συνωμοτούσε κι αυτή και γινόταν πιο δυνατή, λιγότερο υπομονετική, περισσότερο επιτακτική.
Το σχολείο που εργαζόταν δεν απείχε από το σπίτι του παραπάνω από δεκαπέντε λεπτά με το αυτοκίνητο. Όταν πρωτοδιορίστηκε μάλιστα εκεί, πήγαινε με τα πόδια. Συν τω χρόνω όμως, μαζί με τη φωνή έγιναν και τα πόδια πιο ανυπόμονα και απαιτητικά. Να πάρουν λίγη χαρά και οι βενζινοπώλες.
Σήμερα ωστόσο περπάτησε. Με τον καφέ ανά χείρας στο πλαστικό ποτηράκι του, δεν άργησε να περάσει την πόρτα του σχολείου. Η ώρα για τη δεύτερη καλημέρα της ημέρας. Απλόχερη σε όποιον πετύχαινε στο διάβα του, μαθητές και συναδέλφους. Άλλωστε ήταν σε όλους αγαπητός, εκτός ίσως από τον κυλικειάρχη τού σχολείου, που εδώ και κάμποσους μήνες δεν είχε δει ούτε κέρμα του. Η αντιπάθεια, για να πούμε την αλήθεια ήταν αμοιβαία. Ο λόγος, μια παρατήρηση που έκανε στον κ. Τάσο, για τον τρόπο που έπλενε –για την ακρίβεια που δεν έπλενε- τα φλιτζάνια του κυλικείου του.
–Καλημέρα κ. Κίμωνα… σας έψαχνε μια κυρία … ήταν η λίγο διαφορετικότερη σημερινή καλημέρα από την αρκετά νεότερη συνάδελφο του, την Μαρία τη γυμνάστρια.
–Καλημέρα Μαρία
της απάντησε ελαφρά ενοχλημένος από τη σκέψη ότι κάποιος τον έψαχνε πρωινιάτικα, πριν καλά καλά μισιάσει τον καφέ του. Του άρεσε να κινείται σύμφωνα με το πρόγραμμα που είχε στο κεφάλι του και που για εκείνη την ώρα υπό κανονικές συνθήκες, θα του επέτρεπε κάποια χαλαρότητα.
–Σου είπε μήπως τι με θέλει;
–Όχι αλλά μου φάνηκε λίγο αγχωμένη. Καμιά μητέρα μαθητή σου θα είναι…
–Μάλλον. Τι να γίνει… υπάρχουν κι αυτά…
είπε και προχώρησε κατά το γραφείο των καθηγητών. Σε λίγο θα κτυπούσε το κουδούνι για το πρώτο διάλειμμα, οπότε για την ώρα στο γραφείο ήταν μόνο ο διευθυντής του σχολείου, ο κ. Στέφανος, συνομήλικος του Κίμωνα και μια κυρία αρκετά νέα – γύρω στα τριάντα έδειχνε- για να είναι μητέρα μαθητού του. Στην είσοδο του στο γραφείο η «καλημέρα» του διακόπηκε βιαστικά από την νεαρά κυρία, που σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της και του απηύθυνε το λόγο.
–Είστε ο κ. Κίμωνας;
–Μάλιστα.
–Χαίρω πολύ. Ονομάζομαι Δάφνη Αλκαίου… Ίσως το όνομα μου να μη σας λέει και πολλά. Πήρε βαθειά ανάσα και συνέχισε. Είμαι η κόρη της κυρίας Άννας Τριανταφύλλου.
Στο άκουσμα του ονόματος ο Κίμωνας ένιωσε μια ηλεκτρική εκκένωση να διαπερνά το σώμα του. Η κόρη της Άννας… η κόρη της.
–Είστε… η μητέρα σας είναι η Άννα…,
ψέλλισε σαν να μην ήξερε τι θέλει να πει.
–Μου έχει μιλήσει για σας. Ζήτησε να σας δει. Δεν ήξερε που είστε. Μου έδωσε τα λίγα στοιχεία που ήξερε και σας έψαξα. Ευτυχώς φάνηκα τυχερή και σας βρήκα…
–Τι συμβαίνει; Πού είναι τώρα; Πώς είναι;
–Δυστυχώς δεν είναι και τόσο καλά.
–Τι εννοείτε;
–Έχει φοβίες. Τώρα τελευταία επιδεινώθηκε η κατάσταση της. Αύριο θα μπει χειρουργείο για αφαίρεση χολής. Ξέρω δεν είναι και τόσο σοβαρό. Όμως στο μυαλό της … πώς να σας το πω… γιγαντώθηκε αδικαιολόγητα. Λέει συνεχώς ότι θα πεθάνει…
–Από μια αφαίρεση χολής;
–Το ξέρω… σας φαίνεται παράξενο. Μού ζήτησε όμως να σας δει. Ήθελε λέει να σας δει… γιατί ποτέ κανείς δεν ξέρει.
–Ο πατέρας σας; έκανε διστακτικά ο Κίμωνας.
–Ο πατέρας μου δυστυχώς δεν είναι πια ανάμεσα μας. Τον χάσαμε πέρυσι. Από τότε η κατάστασή της επιδεινώθηκε πολύ…
το είπε με ένα κρυφό δάκρυ να κοντοστέκεται στην κόγχη του ματιού της.
Μετά από εικοσιοχτώ χρόνια, ένα πρωινό σαν όλα τα άλλα, ένα μήνυμα από το παρελθόν, από την πολυαγαπημένη Άννα. Το δίχως άλλο δε γινόταν να αρνηθεί. Κάποτε της είχε ορκισθεί αιώνια πίστη. Κάποτε … που ήταν και οι δυό νεαρούδια, στα πρώτα τους πετάγματα.
–Πείτε μου… που θα γίνει η εγχείριση και θα κάνω τα αδύνατα δυνατά να έρθω.
Δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα του και κτύπησε το κουδούνι. Ο κ. Στέφανος, ο διευθυντής , που διακριτικά είχε βγει στο διάδρομο, μπήκε ξανά στο γραφείο και κάθισε στην καρέκλα του. Η Δάφνη έβγαλε ένα χαρτί και σημείωσε το νοσοκομείο και την ώρα που είχε προγραμματισθεί το χειρουργείο. Στη συνέχεια το έδωσε στον Κίμωνα.
–Σας ευχαριστώ, που με δεχθήκατε. Θα χαρεί πολύ να σας δει.
–Θα σας δω αύριο. Να προσέχετε. Ξέρετε με την μητέρα σας…
–Μου αρκεί που θα έρθετε… τον διέκοψε απότομα.
Έπρεπε να φύγει άλλωστε, να επιστρέψει σπίτι γρήγορα… η μητέρα της δεν άντεχε τη μοναξιά. Χαιρέτισε ευγενικά και τον κ. Στέφανο και αποχώρησε βιαστικά.
Ο Κίμωνας είδε τους συναδέλφους του να καταφθάνουν στο γραφείο από τις τάξεις τους και τους καλημέρισε υπνωτισμένα. Δεν πέρασε απαρατήρητη η άκεφη καλημέρα στη θέση της συνήθως εγκάρδιας.
Όχι δεν έχω τίποτα, απολογήθηκε. Δεν κοιμήθηκα καλά χθες βράδυ. Θα ήταν από τα ψάρια που έφαγα. Το βράδυ δεν χωνεύονται με τίποτα.
Τα έλεγε σαν να μίλαγε κάποιος άλλος στη θέση του.
Η Άννα, η μικρή του αγαπημένη, το πιο όμορφο κορίτσι της γειτονιάς. Ένας νεανικός έρωτας, που ποτέ δεν έσβησε. Χωρίσανε στα εικοσιτρία. Μετά εκείνη παντρεύτηκε και σχεδόν αμέσως απέκτησε παιδί. Κορίτσι. Στην αρχή τής έγγαμης ζωής της, την έβλεπε αραιά και που, αμήχανα είναι αλήθεια, αφού δεν ήξερε ποιον ρόλο να υπηρετήσει. Όλα έδειχναν άβολα. Στην βάπτιση της μικρής – του είχε στείλει προσκλητήριο – δεν πήγε. Αποφάσισε να αποσυρθεί εντελώς από τη ζωή της. Τώρα τριάντα κοντά χρόνια μετά, ξαναζέσταινε το παρελθόν του. Παράξενη που είναι η ζωή.
Η ώρα του διαλείμματος πέρασε πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά. Έπρεπε να μπει στην τάξη του – κυριολεκτικά και μεταφορικά – ένας λόγος ήταν… τί μάθημα να έκανε μια τέτοια μέρα; Ωστόσο το πρόγραμμα – το ωρολόγιο- τον επανέφερε στη συνηθισμένη του ρότα.
Η μέρα κύλησε, όχι όπως συνήθως, αλλά εν πάση περιπτώσει κύλησε… Το εξόδιον κουδούνισμα τον γέμισε ανακούφιση. Θα είχε όλον τον χρόνο δικό του τώρα, να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη. Αυτή τη φορά όμως θα ήταν αλλιώς. Έπρεπε να ανακατέψει τα πολυκαιρισμένα τεφτέρια τής μνήμης του, να βρει εικόνες και λόγια. Σχεδόν ξεχασμένα. Δεν ήταν. Τον είχε πειράξει πολύ, εκείνη η … απιστία της αγαπημένης του και είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να θάψει την ιστορία αυτή, στα πιο βαθιά πηγάδια της μνήμης του. Και να τώρα, που ένα πρωί, ένα συνηθισμένο πρωί, το παρελθόν ήρθε και ζωντάνεψε μπροστά του, με φρεσκάδα που ούτε ο ίδιος περίμενε. Σαν χθες. Σαν ό,τι να παρεμβλήθηκε ενδιάμεσα, να εξαϋλώθηκε. Η «μικρή» του Άννα ζήτησε να τον δει. Γιατί αυτόν και όχι κάποιον άλλον; Εκείνη την ώρα άρχισε να συνειδητοποιεί, ότι η τότε εικόνα που είχε κρατήσει στο μυαλό του, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχε καμία σχέση με τη σημερινή. Τον έπιασε πανικός. Γιατί θα έπρεπε να αντικαταστήσει κάτι με κάτι άλλο, στα σίγουρα υποδεέστερο; Όμως δεν είχε άλλη διέξοδο. Το είχε υποσχεθεί και στην κόρη της.
Μια φορά την αγνόησε στη βάπτιση της, δεύτερη τώρα πάει πολύ. Θα πήγαινε και ο …Θεός βοηθός.
Η νύχτα τού φάνηκε ατέλειωτη. Ακριβώς αντίθετα από το πρωινό μάθημα. Ευτυχώς ο κ. Στέφανος δεν του αρνήθηκε την άδεια που ζήτησε. Άλλωστε ο Κίμωνας απουσίαζε εξαιρετικά σπάνια, οπότε θα ήταν υπερβολική η όποια απόρριψη στο αίτημα του.
Άυπνος στην ουσία, έκοψε τα νύχια του, λούστηκε, ξυρίστηκε κόντρα και χτενίστηκε με προσοχή μπροστά στον καθρέπτη. Δεν είχε και πολλά μαλλιά να τακτοποιήσει. Έψαξε στην ντουλάπα το καλό του πουκάμισο και έξω από κάθε συνήθεια έβαλε κολώνια, τόση όση να μην μείνει εκατοστό προσώπου αμύριστο. Ξανά… σαν νεαρούδι που θα ‘βγαινε στο …πρώτο ραντεβού με το κορίτσι του. Όλα αυτά βέβαια στο πιο σιτεμένο τους.
Σήμερα δεν είχε πρωινό καφέ από τη Δώρα. Η ανυπομονησία του ήταν τέτοια, που δεν του επέτρεψε την ολιγόλεπτη στάση. Στο μυαλό του είχε εικόνα ένα νοσοκομείο, ένα δωμάτιο και μια ασθενή, που η ασθένεια της, ήταν ό,τι πιο καλό είχε συμβεί τελευταία στο πεινασμένο του μυαλό. Η διακτίνιση του – περί αυτού επρόκειτο, αφού οδήγηση δεν θυμάται να έκανε- στο νοσοκομείο, τον έφερε γρήγορα στην αίθουσα υποδοχής, έτοιμο να ζητήσει λεπτομέρειες. Δεν χρειάστηκε. Τον περίμενε η Δάφνη εκεί, που μάλλον πρέπει να είχε πάει αξημέρωτα.
–Καλημέρα κ. Κίμωνα. Ελάτε. Η μητέρα είναι ήδη στο χειρουργείο. Πρέπει να είναι είναι στην προεγχειρητική διαδικασία. Στεναχωρήθηκε που δεν σας είδε. Με ρωτούσε επίμονα αν θα ερχόσασταν. Της είπα ότι είχατε ξεκινήσει ήδη. Οπότε φαντάζεσθε την ανακούφιση μου που σας είδα…. Τα είπε όλα μονορούφι, λες και τα είχε κάνει πρόβα.
–Δάφνη παιδί μου. Αν το ήξερα θα είχα έρθει νωρίτερα. Όμως μου είχες πει, ότι θα την έπαιρναν κατά τις οκτώ.
–Έτσι μού είχαν πει. Δεν πειράζει… ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Μπορεί να ταραζόταν. Σήμερα παραδόξως ήταν πιο ήρεμη. Έως και χαρούμενη θα έλεγα. Της είπα μάλιστα ότι ήταν πιο όμορφη από ποτέ … και να δείτε πως έλαμψε το πρόσωπο της.
Εκεί σταμάτησε και κοίταξε κατάματα τον Κίμωνα.
–Εργάζεσαι Δάφνη;
–Δυστυχώς δεν έχω τακτοποιηθεί κάπου ακόμα. Κάτι προγράμματα του ΟΑΕΔ και κάτι επιδοτούμενα και αφήστε καλύτερα… Από την άλλη, σκέπτομαι ότι προσφέρω λίγο χρόνο περισσότερο στην μητέρα μου…
–Οι εποχές είναι δύσκολες Δάφνη.
–Ευτυχώς κ. Κίμωνα, που είχε φροντίσει ο μπαμπάς… αλλά και τα έτοιμα πόσο να κρατήσουν. Πρέπει να βρω σύντομα δουλειά.
–Η μητέρα σου, έκανε διστακτικά ο Κίμωνας… δεν εργάζεται;
–Η μητέρα μου… δυστυχώς δεν μπορεί να βοηθήσει. Ο πατέρας μου έβγαζε αρκετά και όσο ζούσε δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Τώρα όμως… και μια γυναίκα, που δεν εργάστηκε ποτέ, τώρα τι θα μπορούσε να κάνει…
Τα τελευταία λόγια της Δάφνης, έφεραν στο μυαλό του Κίμωνα μια αδιόρατη μελαγχολία. Είχε συνηθίσει στην ιδέα τής εργαζόμενης γυναίκας και αυτό με την Άννα, του ήρθε κάπως στενάχωρο. Μια γυναίκα, που δεν εργάστηκε ποτέ…
Η απότομη ερώτηση της Δάφνης τον επανέφερε γρήγορα στο παρόν.
–Εσείς έχετε οικογένεια;
–Δυστυχώς δεν τα κατάφερα. Δεν ξέρω αν τελικά ήταν δική μου επιλογή ή αν έτσι έπρεπε να γίνει…
–Τι εννοείτε έπρεπε να γίνει…
–Άφησε το Δάφνη. Μάλλον έκρινα, ότι δεν ήμουν ικανός να κάνω οικογένεια.
–Ποτέ δεν είναι αργά. Ξέρετε στην εποχή μας όλα έχουν σχετικοποιηθεί.
–Μόνο που εγώ δεν φαίνεται να ανήκω σε αυτήν την εποχή.
Το είπε σαν μια μακρά διαπίστωση και η σιωπή που ακολούθησε, το έκανε να ακούγεται ξανά και ξανά. Ναι, μάλλον δεν ανήκε σε αυτήν την εποχή. Δεν του είχε περάσει η ιδέα της οικογένειας, τουλάχιστον τα τελευταία δέκα χρόνια. Αν και οι εποχές στην ουσία συντίθεται –όπως έλεγε- από τους ανθρώπους, που ζούνε στην έκταση τους. Συνειδητοποίησε την υπερβολή που είχε κάνει η σκέψη του και ένιωσε ένα μικρό ξαλάφρωμα. Η κίνηση εν τω μεταξύ στην αίθουσα υποδοχής του νοσοκομείου, όλο και πύκνωνε. Τότε συνειδητοποίησε, ότι η καθημερινότητα για κάθε άνθρωπο –εν προκειμένω των ιατρών- είναι πολύ διαφορετική. Εδώ οι …μαθητές εναλλάσσονται καθημερινά και ο χρόνος αποκτά επίσης ένα άλλο, διαφορετικό νόημα. Η αναμονή για παράδειγμα, έξω από ένα χειρουργείο αποκτά εξοργιστικά μεγάλες διαστάσεις. Είναι σαν η ζωή να διαστέλλεται. Προτιμούσε τους δικούς του μαθητές…
Καθισμένοι που ήταν δίπλα δίπλα στο σαλόνι, κοίταξε με τρόπο τη Δάφνη. Με τον χρόνο σύμμαχο έριξε μια κλεφτή ματιά να δει, αν έμοιαζε στην μητέρα της. Όχι ιδιαίτερα…
Τα μάτια της μόνο τη θύμιζαν, κάτι μεγάλα πρασινωπά μάτια… Θεέ μου ήταν στ’ αλήθεια πολύ μεγάλα. Πώς δεν τα είχε παρατηρήσει χθες; Μετά σκέφθηκε ότι θα μπορούσε να είχε κόρη στην ηλικία της, υπό ιδιαίτερες συνθήκες, θα μπορούσε να ήταν και κόρη του.
Θα το ήθελε πολύ. Οι μαθητές του εναλλάσσονταν κάθε χρόνο. Θα ήθελε κι αυτός κάποτε, κάτι πιο μόνιμο. Να το θεωρεί δικό του. Όχι δανεικό, όπως με τους μαθητές του…
Τώρα είναι αργά, σκέφτηκε. Ξανακοίταξε κλεφτά κατά τη Δάφνη. Αυτή τη φορά έγινε αντιληπτό και κατάλαβε την όψιμη αμηχανία της. Τράβηξε απότομα το βλέμμα του από πάνω της και ελαφρά πιο κόκκινος προσηλώθηκε στο … άπειρο. Σαν ένα ντροπαλό μαθητούδι. Η Δάφνη σαν να ήθελε να αποκαταστήσει το πρότερο κλίμα, σηκώθηκε απότομα και απευθύνθηκε στον Κίμωνα με ύφος ουδέτερο.
— Θα κάνω μια μικρή βόλτα έξω να πάρω λίγο αέρα. Λογικά θα έχουμε αρκετό χρόνο αναμονής εδώ μέσα. Θα θέλατε να σας φέρω κάτι από το κυλικείο;
–Προς Θεού. Εγώ θα κεράσω. Αν θέλεις κάτι… εγώ προς το παρόν.., είπε κομπιάζοντας και μετά αποφασιστικά, … ή μάλλον όχι, θα πάρω ένα καφέ. Το πρωί έφυγα βιαστικά και δεν ήπια. Να σου φέρω κι εσένα.
–Ευχαριστώ. Εγώ αντιθέτως πρόλαβα και ήπια δύο. Αργότερα ίσως…
Αυτό ήταν. Ένα μικρό διάλειμμα, όπως στο σχολείο. Να πάρει μια ανάσα, να ξαναβάλει τις σκέψεις του σε τάξη. Κατευθύνθηκε αργά προς το κυλικείο. Ο κόσμος μπαινόβγαινε, με έναν καφέ στο χέρι ή κάποια τυρόπιτα. Συζητήσεις βροντόφωνες και επί παντός επιστητού. Εδώ, σκέφτηκε ο Κίμωνας, μπορείς να περάσεις ολόκληρη μέρα χωρίς να πλήξεις. Χμμ… μάλλον πλήττοντας αφόρητα, συνέχισε, αφού στο τραπέζι που προσπέρασε, δύο κοπελιές ανέλυαν με στόμφο τις ζωδιακές προβλέψεις κάποιου περιοδικού.
Σε αυτούς τους χώρους πάντως, η ιδιωτικότητα φαίνεται να πηγαίνει … περίπατο, βάδην ζωηρό, μαραθώνιο… Θα είναι κάτι σαν εκτόνωση από το άγχος των ιατρικών περιστατικών, συνέχισε τη σκέψη του. Πήρε ένα εσπρέσσο διπλό, που άχνιζε μυρωδιά και ακρίβεια και μνημόνευσε τη Δώρα, που εκτός από το ωραίο χαμόγελο είχε και σωστή τιμή στην μικρή απόλαυση που λέγεται καφές. Ας είναι. Εδώ ήρθε για σκοπό, τα σχόλια θα τα μοιραζόταν αργότερα.
Εν τω μεταξύ η Δάφνη, που είχε βγει έξω, πληροφορήθηκε από πρώτο χέρι, για το κύμα ψύχους που ενέσκηψε ξαφνικά και επέστρεψε άρον άρον στη ζεστή αίθουσα αναμονής. Εκεί έξω άλλωστε, με τον καιρό να έχει τα νεύρα του, δεν κυκλοφορούσε άνθρωπος. Όσοι επισκέπτες, περνούσαν βιαστικά την πόρτα, χάνονταν εν ριπή οφθαλμού, συνοδεύοντας την παρέα τους και ίσως κανένα γλυκό ή κάποια ανθοδέσμη για τους οικείους ασθενείς.
Η επανασύνδεση λοιπόν της Δάφνης με τον Κίμωνα ήταν αναπόφευκτο να συμβεί εξαιρετικά σύντομα.
–Κρύωσες; Την ρώτησε έτσι, για να πει κάτι.
–Έχει πολλή ψύχρα έξω. Δεν είναι για πολύ.
–Ξέρεις, κάποτε δε με πείραζε. Όταν ήμουν στην ηλικία σου, ήμουν χειμερινός κολυμβητής.
–Ξέρω πολλούς οικογενειακούς φίλους στην ηλικία σας, που κάνουν μπάνιο όλο το χρόνο. Ιδίως τώρα. Οι πιο πολλοί αντιπαθούν την πολυκοσμία του κατακαλόκαιρου.
Ο Κίμωνας κούνησε το κεφάλι του αμήχανα. Ήθελε να μιλήσει για την Άννα, να κάνει ερωτήσεις, που τόσα χρόνια κρατούσε θαμμένες βαθιά μέσα του, αλλά η ώρα ήταν εντελώς ακατάλληλη. Η Άννα εκείνη τη στιγμή ήταν στο χειρουργείο. Προείχε να βγει δυνατή.
Μετά θα έβρισκε την ευκαιρία, που αποζητούσε. Με τη Δάφνη τον χώριζε άβυσσος. Επιπλέον ήταν και η θέση του εξαιρετικά λεπτή. Ήταν η κόρη της.
Έμεινε στα τετριμμένα, στο προαύλιο της επικοινωνίας. Πάντως θα έπρεπε να έμοιαζε στον πατέρα της. Τα μάτια της, τώρα που τα ξανακοίταζε, πέρα από το χρώμα, δεν είχαν κάτι από τη φλόγα τής μητέρας της, εκείνη που κάποτε τον έκαιγε, ίσως και τώρα, δεν μπορούσε να ξέρει.
–Δάφνη, τί σου είπε ο γιατρός; Θα αργήσει πολύ;
–Δεν μου είπε κύριε Κίμωνα. Ξέρετε συνήθως δεν λένε κι οι γιατροί. Είναι επιφυλακτικοί. Ας γίνει καλά η μητέρα και ας περιμένουμε λίγο παραπάνω.
Εκείνη την ώρα ένα τραγουδιστικό κάλεσμα διέκοψε τη συζήτησή τους.
Ήταν το κινητό τής Δάφνης. Το άνοιξε…
–Έλα Γιάννη. Καλά πάμε… σε λίγο.
…………
–Ναι, ναι, ρε Γιάννη… πήγα στο ΑΤΜ, αλλά δεν μπόρεσα να σηκώσω όλο το ποσόν. Τί να κάνω ρε Γιάννη, δεν μου φτάνουν… πρέπει να μου φέρεις 700 ευρώ, να πληρώσουμε την κλινική.
…………
–Ναι βρε Γιάννη. Μου είχε πει η μητέρα, αλλά δεν πήρα χτες. Είχα ξεχάσει ότι έχει όριο η κάρτα της…
— Τι δεν μπορείς βρε Γιάννη,… φάνηκε να χάνει την υπομονή της,… πάρε άδεια. Τι θα πω στην γραμματεία;
…………
–Καλά θα δω, θα δω, τι να σου πω τώρα…
Έκλεισε το κινητό της εμφανώς αναστατωμένη. Ο Κίμωνας ένιωσε πιο άβολα από ποτέ. Χωρίς να το θέλει είχε γίνει αυτήκοος μάρτυς της στενάχωρης συνομιλίας.
–Το αγόρι μου… είπε η Δάφνη. Τώρα που τον χρειάστηκα… Σήμερα κύριε Κϊμωνα δεν είναι να εμπιστεύεσαι κανένα. Φαντάζομαι, απ’ότι μου έλεγε η μητέρα μου, στην εποχή σας δεν θα ήταν έτσι…
–Μη το λες αυτό Δάφνη. Οι άνθρωποι πάντα ίδιοι είναι.
–Ας γίνει καλά η μητέρα και δεν πειράζει. Ελπίζω να δείξουν κατανόηση στη γραμματεία και να βρεθεί μια λύση.
Ο Κίμωνας έβαλε το χέρι του στην τσέπη και χάιδεψε την κάρτα του. Δεν ήταν συνηθισμένος να δίνει. Όχι από τσιγγουνιά, αλλά να… και ο αλτρουισμός έχει μέσα του, πέρα από τη μεγαλοσύνη και μια δόση … συνήθειας. Χωρίς οικογένεια, αυτή τού είχε λείψει. Διέθετε τουλάχιστον το πρώτο. Ιδεολόγος από φτιαξιάς που λένε. Ένιωσε την κάρτα του ζεστή, όσο και την καρδιά του. Η αγαπημένη του, η παλιά του αγαπημένη, είχε την ανάγκη του. Δεν ήταν η ίδια. Ήταν η κόρη της εκεί. Της χρωστούσε κι ένα δώρο από τη βάφτιση της, που δεν πήγε.
–Δάφνη… της είπε με κάποια επισημότητα, ανάρμοστη είναι η αλήθεια με το ύφος της κουβέντας τους… Θα ήθελα να βοηθήσω εγώ. Το χρωστάω στα καλά εκείνα χρόνια, που μοιράστηκα με τη μητέρα σου…
Η Δάφνη έδειξε να αιφνιδιάζεται, δεν τον διέκοψε όμως.
Θα σηκώσω εγώ τα 700 ευρώ που χρειάζεσαι. Θα είναι το δώρο μου για σένα, για τη μαμά σου… Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του. Συγκινήθηκε, με αυτή την ανεξήγητη συγκίνηση της ηλικίας, που φέρνει εικόνες από την κατάψυξη και τις ξεπαγώνει και δείχνουν ημερινές.
–Κύριε Κίμωνα δεν ξέρω τι να πω. Θα τα δεχθώ, αλλά επιτρέψτε μου, ως δάνειο… επ’ουδενί για δώρο.
–Δάφνη… είπε και αμέσως έφυγε με κατεύθυνση το ΑΤΜ, αφήνοντας τη φράση απόσωστη. Δεν ήθελε να φανεί η συγκίνηση του. Μετά από λίγο επέστρεψε. Η Δάφνη τον περίμενε στην ίδια θέση που την είχε αφήσει. Μόλις τον είδε σηκώθηκε.
–Θα το θυμάμαι για πάντα αυτό.
Ο Κίμωνας τής έδωσε τα λεφτά κι εκείνη τα έβαλε βιαστικά στο τσαντάκι της.
–Με συγχωρείτε, αν δεν σας πειράζει, να βγω έξω να πάρω τον Γιάννη, να μην έρθει άδικα.
–Πήγαινε κορίτσι μου…
Η Δάφνη βγήκε βιαστικά. Δεν επέστρεψε ποτέ. Ο Κίμωνας στην αρχή δεν ήθελε να το πιστέψει. Μετά όμως από μια ώρα αναμονή, άρχισε να βάζει με το νου του, ό,τι τα προηγούμενα λεπτά απόδιωχνε. Δεν άντεξε. Κατευθύνθηκε στις πληροφορίες.
–Συγγνώμη. Θα ήθελα να μου πείτε, αν υπάρχει χειρουργείο σήμερα, στο όνομα Άννα Αλκαίου;
–Αλκαίου είπατε; Όχι κύριε.
–Άννα Τριανταφύλλου μήπως;
–Όχι κύριε. Σας είπαν ότι θα κάνει εγχείρηση εδώ;
–Μάλλον κάποιο λάθος θα έγινε… ψέλλισε ο Κίμωνας και περίλυπος κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
Αγαπημένη μου Άννα… χωρίς να το θέλεις με ξεγέλασες πάλι… είπε και χαμογελώντας πικρά κατέβαινε τα σκαλιά της κλινικής.
Β.
Δεν το χωρούσε ο νους του. Την έπαθε, όπως δεν θα το φανταζόταν ποτέ. Υπάρχουν φορές, αναλογίστηκε, που είσαι έτοιμος να υποταγείς, να φανείς ηλίθιος. Είπαμε, η ζωή παίζει με τα δίπολα. Πώς καταλαβαίνεις ότι φθάνει αυτή η στιγμή τής εξαπάτησης; Μα από την έκπτωση των λειτουργιών της λογικής. Όταν παραδίνεσαι χειροπόδαρα στο συναίσθημα. Μετά που τα σκέπτεσαι, νηφάλια αναρωτιέσαι. Μα πώς; Εγώ;
Ήταν η σειρά σου. Η μεγαλύτερη απάτη τού νου είναι η πεποίθηση, πως σε εμένα «δεν πρόκειται…». Όσο πιο ζωηρά ακούγεται, τόσο πιο έτοιμος είσαι. Από την άλλη όμως και η λογική, εκεί που πάει να γίνει λογική, σκοντάφτει σε ένα σωρό κοτρώνες που τής χαλάνε τη σειρά. Ας τα πάρουμε από την αρχή. Είναι η Δάφνη κόρη της Άννας ή μήπως ήταν μια τυχάρπαστη απατεώνισσα; Ζει η Άννα, ο άντρας της, ζουν μαζί, έχουν άλλα παιδιά; Η Δάφνη, αν είναι κόρη της, πώς ήξερε μια ιστορία τής μητέρας της, που συνέβη πριν καν γεννηθεί; Είναι συνηθισμένο να λέει μια μητέρα στην κόρη της, για κάποιον παλιό ερωτικό της σύντροφο; Μάλλον όχι. Βέβαια σε όλα αυτά τα χρόνια, κάπου θα μπορούσε να είχε ειπωθεί κάτι. Όμως τώρα, τόσα χρόνια μετά… χωρίς ούτε μια επαφή… και ξαφνικά να τον θυμηθεί, αυτή, η κόρη της, πριν από μια αφαίρεση χολής, που κατά πως φαίνεται δεν…
Η ιστορία έμπαζε από παντού. Ο Κίμωνας όμως χρειαζόταν αυτήν την ιστορία. Η ζωή του είχε γίνει απελπιστικά αδιατάρακτη. Κατά βάθος δεν τον πείραξε που έχασε τα 700 ευρώ. Άλλωστε, τα έδινε με τη καρδιά του… δώρο. Ούτε η απάτη, με την κυριολεκτική της έννοια. Αυτό που τον πείραξε είναι ότι ονειρεύτηκε όλο το προηγούμενο βράδυ την Άννα. Την ονειρεύτηκε με ανοιχτά μάτια. Έπλασε χίλιες δυο ανέφικτες ιστορίες στο μυαλό του και ήθελε να δει, αν θα του κλήρωνε κάποια απ’ αυτές. Αν ναι, ποιά απ’ όλες;
Οι σκέψεις είναι καλός σύντροφος, όταν περπατάς. Τελειώνει η απόσταση, έτσι, με ένα τρόπο μαγικό. Δεν άργησε λοιπόν, χωρίς να το πολυκαταλάβει, να καθίσει στην θέση τού οδηγού, πίσω από το τιμόνι της Μαυρούλας (έτσι έλεγε το αμάξι του, ένα παλιό μαύρο VOLVO). Η διαδρομή ως το σπίτι του, είχε όλες τις αποχρώσεις της πικρίας, της μελαγχολίας και της διάψευσης, που πρόλαβε να έχει. Αύριο πάλι σχολείο… σκέφτηκε. Ως συνήθως…
Η επόμενη ημέρα ξημέρωσε πράγματι ως συνήθως με ένα γλυκό χαμόγελο, της Δώρας από το «καφέ» της γειτονιάς.
–Σας χάσαμε χθες. Είσαστε καλά;
–Καλά Δώρα μου, καλά… το είπε δύο φορές για να το πιστέψει κι ο ίδιος. Ξύπνησα αργά, της δικαιολογήθηκε και έτρεξα να προλάβω πριν κτυπήσει το κουδούνι.
Θα μου συγχωρήσεις την απιστία; Συνέχισε, χαριτολογώντας.
–Θα το σκεφτώ… τού είπε ναζιάρικα εκείνη. Ορίστε ο καφές σας. Σήμερα σας τον κερνάμε εμείς…
–Σήμερα… τι είναι σήμερα; Έχουμε μήπως καμιά γιορτή και μου διέφυγε;
–Καμία γιορτή. Ένα κέρασμα δεν σημαίνει πάντα και γιορτή.
–Ευχαριστώ Δώρα μου… να έχετε καλές δουλειές…, είπε και έφυγε με ένα κομμάτι από τη θετική της αύρα. Μετά από ένα τέταρτο ξαναπερνούσε την πόρτα του σχολείου… ως συνήθως. Περίπου.
Στο βάθος του διαδρόμου διέκρινε μια γυναικεία φιγούρα να τον περιμένει.
Η καρδιά του κτύπησε αλλόκοτα. Η σιλουέτα, του ήταν οικεία. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, αλλά η κυρία που έβλεπε … Θεέ μου, δεν γίνεται να κάνω λάθος, μονολόγησε.
Αυτή πρέπει να είναι η Άννα.
Φτερούγισε το βήμα του, φτερούγισε η καρδιά του και τα λόγια του ανέβηκαν στη σκαλωσιά του λάρυγγα, όπως ποτέ άλλοτε.
–Άννα εσύ; Άννα…
Δεν συνέχισε. Ήταν τέτοια η συγκίνηση του, που έχασε τα λόγια του. Τα λόγια που τόσες φορές στο παρελθόν είχε σκαρώσει μέσα του, στις αμέτρητες φαντασιωτικές του εξορμήσεις, τώρα τα ξέχασε με μιάς.
–Κίμωνα… άλλαξες, αλλά ταυτόχρονα παρέμεινες ο ίδιος. Το βλέμμα σου είναι ίδιο.
–Άννα εσύ δεν άλλαξες καθόλου…
–Κίμωνα τα χρόνια πέρασαν. Δεν θα με πείραζε να μου πεις την αλήθεια
–Στα μάτια μου δεν άλλαξες
–Σ’ ευχαριστώ. Θα ήθελα να κάτσουμε να τα πούμε κάπου, αλλά ξέρω ότι τώρα έχεις μάθημα. Θα ήθελες, μετά, όταν θα τέλειωνες με τα μαθήματα.
Ο Κίμωνας δεν μπορούσε να περιμένει, δεν μπορούσε όμως και να φύγει. Επιστρατεύτηκε η λύση «καλός στρατιώτης Στέφανος» για μια ώρα. Μόνο για μια ώρα.
–Έλα, πάμε να περπατήσουμε μέχρι απέναντι. Να σε κεράσω, έχουμε πολλά να πούμε.
Βγήκαν. Ο Κίμωνας δεν χόρταινε να την κοιτάζει. Σαν μέσα από μια σήραγγα του Σύμπαντος να κοιτούσε στο παρελθόν. Δεν ήταν αλήθεια ότι δεν είχε αλλάξει. Δεν είχε τη φρεσκάδα των εικοσιτρία – τι πιο αναμενόμενο – και το βάδισμα της είχε βαρύνει. Δεν ήταν σίγουρα η ανάλαφρη πεταλουδίτσα που γνώριζε κάποτε. Στη θέση της μια ώριμη κυρία, αρκετά κουρασμένη και προβληματισμένη όπως φαινόταν, κάτι που το ελαφρύ μακιγιάζ αδυνατούσε να καλύψει. Δεν πείραζε όμως. Κι αυτός είχε αλλάξει. Ίσως μάλιστα πολύ περισσότερο από εκείνη. Η καρδιά του όμως θυμήθηκε και κτυπούσε όπως τότε.
–Κίμωνα είσαι καλά; Παντρεύτηκες; Ξεκίνησε εκείνη πρώτη
–Όχι Άννα. Δεν ευτύχησα να κάνω οικογένεια. Ζω μόνος μου. Δεν βαριέσαι, καλά είμαι όμως. Κατά τα άλλα… καλά.
–Για να μιλάς έτσι, μάλλον θα ήθελες να έχεις οικογένεια.
–Ξέρεις, τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα έχουμε στο μυαλό μας… Θα ήθελα ωστόσο… να έχω κάποιον άνθρωπο σπίτι, να ακούω μιαν αναπνοή εκτός από τη δική μου…
–Ωραίο ακούγεται, αλλά καμιά φορά δεν είναι. Θέλω να πω, ότι έχουμε μια εικόνα στο μυαλό μας, που μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
–Τι θέλεις να μου πεις;
–Θυμάσαι Κίμωνα; Παντρεύτηκα. Θυμάσαι; Είχες έρθει και στο γάμο μου. Δεν μπορείς να φαντασθείς, πόσο παράξενα ένιωσα. Δεν ήξερα τι αισθανόσουν τότε… Εγώ όμως ήμουν ερωτευμένη με τον άντρα μου. Νόμιζα ότι ήμουν η τυχερή πριγκίπισσα του παραμυθιού. Μετά ήρθε κι η Δάφνη η κόρη μου.
Εκεί έκανε μια ελάχιστη παύση.
–Δεν ήρθες στη βάπτιση…
–Ναι δεν ήρθα. Δεν είμαι βέβαιος γιατί. Ίσως, όπως πίστευα,θα ήταν καλύτερα να μην έδινα συνέχεια σε ένα μάταιο «θέλω»…
–Ήσουν ερωτευμένος ακόμα και τότε Κίμωνα;
Την κοίταξε μελαγχολικά και δεν απάντησε.
–Ήσουν… Ήταν η πρώτη φορά, που το συννεφάκι που είχα στη σκέψη μου άρχισε να με βαραίνει. Όμως ήταν και η Δάφνη. Δεν είχα δικαίωμα να μετανιώσω.
–Τι εννοείς;
–Μετά τα δύο πρώτα χρόνια, τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά στο γάμο μου. Κάποια στιγμή έφθασαν στο απροχώρητο. Η Δάφνη ήταν επτά ετών τότε. Χωρίσαμε με τον άνδρα μου. Δυστυχώς δεν χώρισε μόνο εμένα, χώρισε και την κόρη του. Εκείνη δεν το ξεπέρασε ποτέ.
–Δεν τον είδατε ξανά;
–Έφυγε Καναδά. Μετά τα ίχνη του χάθηκαν. Χάθηκα κι εγώ. Άρχισα να χάνω και τον έλεγχο τής Δάφνης. Νόμιζα ότι θα ηρεμούσε μεγαλώνοντας… Διαψεύστηκα πανηγυρικά. Δεν είναι κακό παιδί. Άστατη είναι σαν τον πατέρα της. Έμπλεξε στο γυμνάσιο….
Ο Κίμωνας άρχισε να σφίγγεται. Η Δάφνη ήταν το κύριο, αν όχι το μόνο πιάτο, στο μενού τής συζήτησης τους. Τουλάχιστον σκέφτηκε, η κοπέλα, που είχε συναντήσει χθες ήταν στ’ αλήθεια κόρη της αγαπημένης του. Ωστόσο αυτό, τί ελαφρυντικά να της έδινε…
–Δεν θέλω να σε κουράσω Κίμωνα… αλλά στην απελπισία μου σκέφτηκα, ότι θα ήσουν ο μόνος άνθρωπος που θα με καταλάβαινε. Χθες, έμαθα ότι είχες την… τύχη να τη γνωρίσεις.
–Ναι, έκανε διστακτικά ο Κίμωνας. Σε μια κλινική…
–Περί αυτού πρόκειται. Χθες ήρθε σπίτι με χρήματα. Όταν την πίεσα να μου πει, που τα βρήκε, αναγκάστηκε να μου πει ότι της τα έδωσες… Τρελάθηκα. Μου φάνηκε αδιανόητο, να εκμεταλλευτεί την εμπιστοσύνη που της έδειξα και μετά να εκμεταλλευτεί κι εσένα.
–Δεν ξέρω τι να πω, Άννα. Είδα μπροστά μου μια… Την κόρη σου. Ήταν απίστευτο…
–Καλέ μου Κίμων… Της είχα πει κάποτε, ότι κι εγώ ήμουν κάποτε κοπέλα σαν κι εκείνη… κι ότι είχα γνωρίσει έναν υπέροχο άνθρωπο… Όμως η μοίρα πες, ήθελε να γεννηθεί εκείνη, ως Δάφνη, όχι κάπως αλλιώς κι έτσι γνώρισα τον πατέρα της.
–Τί της είπες για μένα;
–Ότι ήσουν ένας υπέροχος άνθρωπος. Μόνο που κάποια στιγμή χαθήκαμε οριστικά. Όμως μετά απ΄αυτό, έδειξε ένα τρομερό ενδιαφέρον να σε γνωρίσει. Συγκινήθηκα. Νόμιζα ότι σκέφτηκε εμένα. Μήπως μου έδινε λίγη χαρά…
Πήγε να δακρύσει, αλλά μετά το ξεπέρασε με αποφασιστικότητα.
– Ορίστε Κίμων. Τα 500 ευρώ που της έδωσες. Δεν της ανήκαν. Κίμωνα συγχώρεσε με. Για ό,τι μπορείς… τουλάχιστον, συγχώρεσε με.
Ο Κίμων αιφνιδιάστηκε για μια ακόμη φορά. Δεν ξεστόμισε ποτέ ότι της είχε δώσει 700 ευρώ. Τι να της έλεγε… πόση πίκρα να έδινε στην αγαπημένη του ακόμη. Τα πήρε μηχανικά. Δεν ήξερε τι να προσθέσει. Έσκυψε να τη φιλήσει, έτσι σαν να αποχαιρετούσε μια γλυκιά του ανάμνηση. Εκείνη πισωπάτησε. Σαν να μην ήθελε. Τον κοίταξε θλιμμένα και…
–Σε αφήνω τώρα. Κίμωνα θα με συγχωρέσεις;
–Αντίο Άννα. Αντίο αγαπημένη Άννα
(Το δεύτερο δεν το είπε… Το κράτησε στο βαθύ σεντούκι της μνήμης του).