γράφει ο Γιώργος Κοντογιάννης.
Έζησα την τραγωδία της Ηλείας το 2007 από κοντά.
Η φρίκη και οι μέρες και νύκτες του Αυγούστου του 2007, με στοιχειώνουν ακόμα, 11 χρόνια μετά. Αυτά που έβλεπα, αυτά που είχα ζήσει, ήλπιζα ότι δεν θα τα ξαναζούσε η πατρίδα μου.
Δυστυχώς, τα ξαναζήσαμε την εβδομάδα που πέρασε. Και η επανάληψή τους στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε τραγικά χειρότερη.
Πολλοί ήταν εκείνοι που μίλησαν για ομοιότητες προσπαθώντας να ελαχιστοποιήσουν τις ευθύνες της σημερινής κυβέρνησης. Τραγικό λάθος. Το μόνο που μπορεί να συγκρίνει κανείς είναι οι τεράστιες διαφορές μεταξύ των δύο περιπτώσεων.
Φυσικά και στις δύο περιπτώσεις είχαμε νεκρούς.
Μόνο που το 2007 είχαμε την ίδια ημέρα 256 πυρκαγιές διάσπαρτες σε ολόκληρη την Ελλάδα, με ό,τι σημαίνει αυτό για την κατανομή των πυροσβεστικών δυνάμεων, ενώ στις 23 Ιουλίου 2018 είχαμε δύο πυρκαγιές στην Αττική.
Στην περίπτωση της Ηλείας ο μεγαλύτερος αριθμός νεκρών προήλθε από λάθος χειρισμούς κάποιων τοπικών παραγόντων που οδήγησαν κατοίκους των χωριών Μάκιστος και Άρτεμις, μέσα στο δάσος.
Εφέτος, στο Μάτι, οι νεκροί προέκυψαν από την ανικανότητα των Αρχών να διατάξουν, έστω, εκκένωση της περιοχής.
Ήμουν παρών στην Αρχαία Ολυμπία όταν η φωτιά είχε περάσει το δρόμο Πύργου – Τριπόλεως και η αστυνομία χρησιμοποιώντας τα μεγάφωνα των περιπολικών, καλούσε τον κόσμο να εκκενώσει το χωριό.
Ναι, θα πείτε ότι στη μια περίπτωση είναι εύκολο να εκκενώσεις ένα χωριό όπως η Αρχαία Ολυμπία, ενώ το να εκκενώσεις μια πόλη 20.000 κατοίκων είναι τεράστιο εγχείρημα. Μα αν χωρίς εντολή εκκένωσης κάηκαν περί τους 100 συμπολίτες μας, αυτοί που δεν έδωσαν την εντολή μπορούν να σκεφτούν πως αν την είχαν δώσει μπορεί να είχαν σωθεί δέκα, πέντε, έστω και ένας επί πλέον; Και αυτός ο ένας μπορεί να ήταν κάποιο από τα δίδυμα του Φιλιππόπουλου ή της οικογένειας Φύτρου, ή κάποιος άλλος συμπολίτης μας… Αντέχει η συνείδηση εκείνων που δεν έδωσαν ποτέ εντολή εκκένωσης;
Ο κ. Τσίπρας, όπως ο τότε υπουργός Δημοσίας Τάξεως Βύρων Πολύδωρας μίλησε για ασύμμετρη απειλή. Μα, το ίδιο είναι να καίγεται όλη η Ελλάδα από το να κάνεις λάθος εκτίμηση ρίχνοντας τις δυνάμεις σου σε μία από τις δύο πυρκαγιές που κατέκαιγαν την Αττική; Και για ποια «ασύμμετρη απειλή» μιλάμε; Εκείνη που ένας ασυνείδητος πολίτης έβαλε φωτιά σε ξερόχορτα εν μέσω θυελλωδών ανέμων;
Η προσπάθεια της κυβέρνησης Τσίπρα στην Πυρκαγιά στο Μάτι ήταν εμφανής για να επιρρίψει τις ευθύνες της αλλού. Τη μια της φταίνε κάποιες απροσδιόριστες δυνάμεις, την άλλη το κακό ρυμοτομικό σχέδιο στο Μάτι, την άλλη τα αυθαίρετα, αλλά ευθύνες δικές της δεν υπάρχουν. Όλα λειτούργησαν ρολόι, μας είπε ο κ. Τόσκας, ο οποίος δεν μπορούσε να ανακαλύψει πού και εάν έκανε λάθος. Κατά την άποψή του όλα είχαν γίνει σωστά. Σκεφτείτε και να μην είχαν γίνει πόσους νεκρούς θα θρηνούσαμε…
Η κυβέρνηση Καραμανλή ποτέ δεν είπε ότι τα έκανε όλα σωστά. Παρότι ακόμα και στον τόπο της τραγωδίας, αξιωματικοί της πυροσβεστικής αντί να βρίσκονται στο πεδίο της μάχης έτρεχαν πίσω από τον Παπανδρέου, «γλύφοντας», επειδή πίστευαν ότι στις εκλογές που ήδη είχαν προκηρυχθεί ο λαός θα καταδίκαζε την κυβέρνηση.
Ο λαός όμως όχι μόνο δεν καταδίκασε την κυβέρνηση Καραμανλή αλλά επιβράβευσε και την προσπάθειά της να αντιμετωπίσει την… «ασύμμετρη απειλή» που δεχόταν τότε η Ελλάδα, δίνοντάς της και πάλι την εντολή να κυβερνήσει αυτοδύναμα.
Στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς την τότε κυβέρνηση δε συνέβαλαν τα πλουσιοπάροχα μέτρα στήριξης των πληγέντων, που άλλωστε και ο κ. Τσίπρας ανακοίνωσε και μάλιστα ενισχυμένα. Σε αυτό συνέβαλε ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής, που απέδειξε ότι ως πολιτικός ηγέτης βρισκόταν δίπλα στο λαό και στο δράμα που ζούσε.
Ο κ. Τσίπρας την Δευτέρα, 23 Ιουλίου, ημέρα της καταστροφής επέστρεψε εσπευσμένα στην Αθήνα από τη Βοσνία που βρισκόταν. Εμφανίσθηκε στο Συντονιστικό και μετείχε σε μια σύσκεψη η οποία, όπως αποδείχθηκε, ήταν παρωδία, αφού ενώ η φωτιά είχε φτάσει στη θάλασσα και είχε σβήσει, αυτός ρωτούσε πότε θα πετάξουν τα εναέρια μέσα την επομένη ημέρα. Το χειρότερο, όμως, την ώρα που αυτός επιχειρούσε να… συντονίσει το Συντονιστικό, η κυβέρνηση γνώριζε ότι υπήρχαν νεκροί και προσπαθούσε σκοπίμως να το αποκρύψει είτε γιατί δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί είτε γιατί ήθελε να επικεντρώσει αλλού την εικόνα που εξέπεμπε ο πρωθυπουργός.
Το 2007 οι πυρκαγιές ξέσπασαν περίπου την ίδια ώρα. Θυμάμαι έβαζα τις τελευταίες πινελιές στην προεκλογική μου ομιλία στον Πύργο που είχε προγραμματιστεί για την ίδια ημέρα, 24 Αυγούστου (μια ομιλία που έμελε να μη γίνει ποτέ), όταν μου τηλεφώνησαν ότι καίγεται το δάσος στις Θίνες Βαρθολομιού. Όπως ήμουν έφυγα για το δάσος από ένα ύψωμα στου Βρανά, είδα ότι ολόκληρος ο κάμπος της Ηλείας φλεγόταν. Διάσπαρτες πυρκαγιές παντού ταυτόχρονα. Από τα χωριά της Αμαλιάδας, μέχρι τα χωριά των Λεχαινών και της Βάρδας. Την ίδια ώρα σε διάφορα σημεία που απείχαν χιλιόμετρα μεταξύ τους έκαιγαν φωτιές.
Όταν έφτασα στο δάσος με ενημέρωσαν ότι καίγεται η Ζαχάρω. Ξεκίνησα για Ζαχάρω. Στην πορεία με ενημέρωσαν ότι πιθανόν να έχουμε νεκρούς. Επικοινώνησα με το Μέγαρο Μαξίμου. Ενημέρωσα την κυβέρνηση. Ο Λευτέρης Ζαγορίτης μετά από αυτό το τηλεφώνημα επικοινωνούσε συνεχώς μαζί μου. Από τη συζήτηση κρίναμε ότι η θέση του Πρωθυπουργού εκείνο το βράδυ ήταν στο πλευρό όσων υπέφεραν. Του το μετέφερε. Ο Καραμανλής επιχείρησε με το ελικόπτερο του Στρατού και το επιτελείο του να προσγειωθεί στο γήπεδο της Ζαχάρως. Δεν κατέστη δυνατόν. Το ΓΕΣ του το απαγόρευε καθώς λόγω των πυκνών καπνών δεν μπορούσε να γίνει ασφαλής προσγείωση. Τελικά προσγειώθηκε στο εγκαταλειμμένο αεροδρόμιο του Επιταλίου. Για να φτάσει στη Ζαχάρω έπρεπε να περάσει μέσα από το φλεγόμενο δάσος του Καϊάφα. Ήταν μπροστά μου όταν είδα μια φλεγόμενη κολώνα της ΔΕΗ να πέφτει δίπλα από το αυτοκίνητό του και οι φλεγόμενες κλάρες από τα πεύκα να μας κλείνουν τον δρόμο. Δεν έκανε πίσω. Προχώρησε παρά τον κίνδυνο να εγκλωβιστούμε μέσα στο δάσος του Καϊάφα. Οι πύρινες γλώσσες «έγλυφαν» το αυτοκίνητο που δεν μπορούσε να τρέξει γρήγορα λόγω έλλειψης ορατότητας. Συνέχισε όμως, γιατί ήξερε ότι το χρέος του ως Πρωθυπουργός ήταν να βρίσκεται δίπλα σε εκείνους που είχαν πληγεί. Έφτασε στο Δημαρχείο της Ζαχάρως και έκανε σύσκεψη στον τόπο της τραγωδίας, όχι στην ασφάλεια του Συντονιστικού στο Χαλάνδρι.
Οι εικόνες αυτές, σε σύγκριση με εκείνη του απόντος, λόγω άγνοιας των πραγματικών περιστατικών, Αλέξη Τσίπρα, ακόμα και από τη σύσκεψη του Συντονιστικού είναι καταλυτικές σε βάρος της σημερινής κυβέρνησης.
Το 2007 είχαμε μια κυβέρνηση της οποίας ο εκπρόσωπος, Θοδωρής Ρουσόπουλος, σε καθημερινή βάση ενημέρωνε τον ελληνικό λαό για το τι είχε συμβεί, ακόμα και για τα ονόματα των νεκρών.
Το 2018 έχουμε μια κυβέρνηση της οποίας ο πρωθυπουργός πήγε στον τόπο της τραγωδίας ως «κλέφτης» για 50 λεπτά, χωρίς να συνομιλήσει με κόσμο, ούτε καν με τις τοπικές αρχές, φοβούμενος τις αντιδράσεις. Με μια εβδομάδα καθυστέρηση θα έχουμε και την πρώτη επίσημη ενημέρωση από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, ενώ ακόμα και σήμερα επικρατεί ένα αλαλούμ σχετικά το πόσοι είναι οι νεκροί και πόσοι οι αγνοούμενοι.
Και φυσικά δεν θα είχε καν πάει στο Μάτι αν δεν είχε πάει ήδη σε μια εβδομάδα δύο φορές (Μάτι και Ραφήνα) ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δείχνοντας το έμπρακτο ενδιαφέρον του για την περιοχή και τους πληγέντες, καθώς στη διάρκεια της εβδομάδος επισκέφθηκε και όλα τα νοσοκομεία στα οποία νοσηλεύονται τραυματίες.
Στην πολιτική η διαφορά μεταξύ πολιτικού και καιροσκόπου βρίσκεται στην αντίληψη της έννοιας του χρέους απέναντι στο λαό.
Ο Καραμανλής γνώριζε το χρέος του απέναντι στο λαό και στη δύσκολη στιγμή έπραξε αυτό που έπρεπε, αυτό που επέβαλε η συνείδησή του ως ηγέτης.
Για τον Τσίπρα αποδεικνύεται ότι η αίσθηση του χρέους απέναντι στο λαό είναι κάτι άγνωστο. Γι’ αυτό και θα λάβει την ανταμοιβή που αξίζει στους καιροσκόπους και λαϊκιστές: Την οργή και τη χλεύη.