Ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Άνοιξε τη νάυλον πλαστική σακούλα που είχε ακουμπισμένη στη διπλανή καρέκλα –της είχε κάνει κατάληψη γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο- και έβγαλε μια ακτινογραφία, που επεδείκνυε στην παρέα της.
Τρεις γυναίκες σε ένα «καφέ» έκαναν στάση στην αδιάφορη εξέλιξη της ημέρας τους, να τα … πουν. Η κυρία της «ακτινογραφίας» εξέθετε τα κρύφια της κάτω γνάθου της και με παρρησία επεξηγούσε στις υπόλοιπες κυρίες, τις …τοποθεσίες της πανοραμικής άποψης που απολάμβαναν. Εκείνες δε φαίνονταν να το διασκεδάζουν ιδιαίτερα, ωστόσο για λόγους ευγενείας δεν παρέλειπαν να κοιτούν στα κλεφτά, πότε η μία και πότε η άλλη, το ξεναγό δάκτυλο της συνομιλήτριας τους.
Η Δάφνη μάλλον δεν είχε βρει να προτείνει κάτι σπουδαιότερο προς συζήτηση από την ιδωτική της καθημερινότητα. Κατά πάσαν πιθανότητα και οι άλλες δυο κυρίες φαίνονταν εξ’ ίσου άδειες από ιδέες και από διάθεση να μηρυκάσουν όσα ενδεχομένως είχαν ήδη –μέχρι ακτινογραφίας- αναλύσει τις προηγούμενες ώρες. Κουβαλούσαν τσάντες σιδερωμένες από «καινουργίλα», οπότε το πιο πιθανόν ήταν να είχαν ολοκληρώσει κάποια κοπιαστική βόλτα στα μαγαζιά, πριν ξαποστάσουν για καφέ.
Η Δάφνη μετά την εκτενέστατη περιγραφή των όσων διεμείφθησαν στον οδοντίατρο της και αφού ολοκλήρωσε την παράσταση με την ακτινογραφία της, την επανέφερε με ευλάβεια στο φάκελλο της και μετά στην νάυλον σακούλα.
Η επόμενη κίνηση της, την ήθελε να κοιτάζει τον περίγυρο της.
Η σκέψη της διασπαθίστηκε στα πρόσωπα των ακούσιων μαρτύρων της «διάλεξής» της, που κάθονταν στα διπλανά τραπέζια. Δεν περίμενε προφανώς κάποιο χειροκρότημα, εντούτοις ενδόμυχα ήθελε να τους βλέπει για κοινό της, κάποιους, που θα συμμερίζονταν πράγματα που την αφορούσαν.
Δε βρήκε ανταπόκριση, πέρα από το βλέμμα ενός νέου που καθόταν μονάχος, -ήταν δεν ήταν είκοσι-, και που δεν ξεκολλούσε το βλέμμα του από πάνω της. Τον είχε εδώ και ώρα παρατηρήσει, αλλά με τα μετρημένα σαρανταπέντε χρόνια στην πλάτη της, δεν ήθελε να αφήσει επ’ουδενί την εντύπωση ότι θα την ενδιέφερε, έστω και κατά δευτερόλεπτο παραπάνω, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους. Ωστόσο ένιωθε εμφανώς κολακευμένη και οι λεπτομέρειες της ακτινογραφίας ήταν εκείνες που της επέτρεπαν να εκθέτει ανεπιτήδευτα το πλούσιο μπούστο της, στα συχνά σκυψίματα της προς τις αδιάφορες-ενδιαφερόμενες φίλες της. Όλο αυτό γινόταν με πολλή διακριτικότητα και με την ασφάλεια που εκείνες της παρείχαν. Άλλωστε και σ’ αυτές –γυναίκες ήταν- δεν είχε περάσει απαρατήρητο το παιχνίδι, ίσως μάλιστα να μίσησαν την ακτινογραφία γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο. Οι ευκαιρίες που της έδινε έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσουν.
Όμως ο νεαρός, μισοντροπαλά, μισοεπίμονα, δεν έλεγε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από πάνω της και συχνότερα από το πλούσιο μπούστο της. Βοηθούσε και το μισάνοιχτο πουκάμισο, που είχε βολευτεί από τη σχετικά υψηλή θερμοκρασία και καθόλου δεν το χάλαγε που το χάζευαν. Ενδεχομένως το ίδιο άνετα να ένιωθε και το δαντελωτό σουτιέν, που ήταν στην οπισθοφυλακή του. Τα δύο άλλα ζεύγη μαστών της παρέας, αμήχανα, αχαμνά και ταμπουρωμένα πίσω από τις κλειστές μπλούζες τους, είχαν σκάσει από το κακό τους. Το ίδιο και τα εγκεφαλικά κύτταρα που ρύθμιζαν τους συναισθηματικούς κόσμους των κυριών τους.
Η Δάφνη όλη αυτή την ώρα κρυφοχαμογελούσε με φιλήδονη ευαρέσκεια.
Ήταν φανερό ότι της έλειπε αυτό το λεπτεπίλεπτο παιχνίδι των φύλων, που ποτέ δε ξέχασε σαν το πιο σημαντικό συνοδοιπόρο της, από τότε που αισθάνθηκε τη φύση της. Ύστερα είχε κι αυτόν τον άδηλο συναγωνισμό με τις δυνητικές της ανταγωνίστριες.
Ήταν εκεί. Δύο, μάλλον συνομήλικες, όμως για την ώρα σαφέστατα πιο …ηλικιωμένες, αφού χωρίς βλέμματα να τις φωτίζουν, ρυτίδιαζε όλη τους η διάθεση.
Η Δάφνη κάποια στιγμή κοίταξε τον νεαρό, αυτό το …παραπανίσιο δευτερόλεπτο που πριν του είχε στερήσει. Εκείνος που κατάλαβε ότι η ώρα των βλεμμάτων είχε κτυπήσει το «ακριβώς» της ώρας, απέστρεψε με αιδημοσύνη το βλέμμα του από πάνω της και το έστρεψε στο τραπέζι του. Έπιασε το κινητό του και ξεφόρτωσε πάνω του την αμηχανία του.
Η Δάφνη χαμογέλασε σχεδόν φανερά πια. Ανακατεύθηκαν μέσα της η ευγνωμοσύνη της των προηγούμενων λεπτών με τα φιλήδονα και συνάμα μητρικά της ένστικτα. Δεν ήξερε με ποιο τρόπο να δείχνει το μπούστο της.
Αυθόρμητα πήγε να μισοκλείσει το ανοιχτό πουκάμισο. Όταν έφθασε το χέρι της στο κουμπί σαν να μετάνιωσε, το άφησε όπως και πριν. Το παλικάρι απέναντι της συνέχιζε να παίζει αμήχανα με τα πλήκτρα του κινητού του. Το μήνυμα που είχε κτυπήσει μέσα του, αδυνατούσε να το μετουσιώσει με κάποιον τρόπο «εγγράματης αποτύπωσης» στην οθόνη του. Η καρδιά του κτυπούσε και στα νύχια των ποδιών του. Ήξερε ότι αν ξανασήκωνε το βλέμμα του, θα ήταν μονάχα για κείνο το υπέροχο μπούστο. Τα μάτια του θα λιποτακτούσαν από τον καθωσπρεπισμό, στον οποίο χρόνια τώρα μάθαινε να υπακούει. Από την άλλη όμως ήξερε, ότι είχε πλέον αποκαλυφθεί. Αυτό που πιθανόν δεν γνώριζε ακόμα, ήταν ότι ανάμεσα στο αδιάφορο κινητό και την αδιάφορη ακτινογραφία, το ένστικτο έπαιζε σε δύο ταμπλό το ίδιο ακριβώς παιχνίδι. Το … βασικό ένστικτο.