Guest

Τι θέλει η Αυστρία; Η αυστριακή πολιτική έναντι της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, τα Βαλκάνια και η Ελλάδα

γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης.

 

Η πρόσφατη κρίση στις διμερείς σχέσεις με την Αυστρία και η ανάκληση της Ελληνίδας πρέσβη από αυτήν έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά από κριτικές, προκλήσεις και επιθέσεις για την στάση της Ελλάδας στο Μεταναστευτικό, ενώ παράλληλα η FRONTEX και οι μηχανισμοί ελέγχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν δώσει διορία μερικών μηνών στις ελληνικές αρχές για εφαρμόσουν στο ακέραιο τα προβλεπόμενα από τις εν ισχύ συνθήκες αναφορικά με την είσοδο και καταγραφή προσφύγων και μεταναστών στην ελληνική επικράτεια.

 

Στο πλαίσιο των σχετικών ελλείψεων και ολιγωριών μάλιστα, λαμβάνονται συνέχεια πρωτοβουλίες αντίθετες και υπονομευτικές προς τα ελληνικά συμφέροντα, όπως η κατασκευή φράχτη στα σύνορα με την ΠΓΔΜ, ο σημαντικός περιορισμός της εισόδου μεταναστών στην ΠΓΔΜ, τη Σερβία, την Κροατία, τη Σλοβενία και την Αυστρία σε 580 άτομα τη μέρα, ο αποκλεισμός όλων των υπηκόων πλην Συρίων και Ιρακινών και η διενέργεια μεικτών περιπολιών με τουρκικά σκάφη στο Αιγαίο υπό γερμανική διοίκηση, στο όνομα του ΝΑΤΟ.

Παράλληλα, ενώπιον της εμφανούς αδυναμίας των κρατών-μελών της ΕΕ να συμφωνήσουν ως προς την διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, την πιστή εφαρμογή των συμφωνιών επαναπροώθησης και την κατανομή των μεταναστών ή μεταναστών με βάση κοινά, ομοιόμορφα κριτήρια, πολλά κράτη-μέλη προσφεύγουν σε μονομερείς ενέργειες, επιχειρώντας να «λύσουν» το πρόβλημα με το δικό τους τρόπο και με βάση τα δικά τους μόνο εθνικά ή πολιτικά συμφέροντα. Αυτή η στάση δεν είναι μόνο αντιπαραγωγική και ζημιογόνα για τα υπόλοιπα μέρη της «Ένωσης», αλλά προσβλητική και ευθέως απειλητική για την πολιτική σταθερότητα και ασφάλεια στα κράτη της «πρώτης γραμμής», μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Κατά συνέπεια, η αυστριακή πρωτοβουλία δεν θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως μια μεμονωμένη πράξη διοικητικής φύσης, αλλά ως σημαντική πολιτική κίνηση που μπορεί να δημιουργήσει προηγούμενο και να οδηγήσει σε περαιτέρω περιθωριοποίηση της Ελλάδας. Ο κίνδυνος είναι πλέον εμφανής, και η συγκυρία δεν επιτρέπει κανένα εφησυχασμό στην ελληνική πλευρά. Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει άμεσα να δείξει και ξεκαθαρίσει -προς πάσα κατεύθυνση- ότι παρά τη δυσμενή οικονομική και πολιτική συγκυρία στην οποία βρίσκεται, η Ελλάδα είναι και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ισότιμος εταίρος. Η σύγκληση διακρατικών συνόδων ή διασκέψεων εν απουσία της για θέματα που την αφορούν τόσο άμεσα όσο το Μεταναστευτικό δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή, και στο πλαίσιο αυτό η ελληνική πλευρά μπορεί και θα πρέπει να αναζητήσει περαιτέρω ερείσματα για να στηλιτεύσει την αυστριακή πρωτοβουλία και να αποθαρρύνει νέες αντίστοιχες.

Πέρα όμως από τη διαχείριση της τρέχουσας κατάστασης, θα πρέπει κανείς να αναμένει σημαντικές εξελίξεις στο Μεταναστευτικό μέσα στο επόμενο διάστημα. Εν όψει αυτών, θα ήταν ίσως δόκιμο να αναζητήσει κανείς πως προέκυψε η αυστριακή πρωτοβουλία. Επρόκειτο για μεμονωμένη κίνηση ή αποτύπωση κάποιας πάγιας πολιτικής; Κατά πόσο εκφράζει την αυστριακή εξωτερική πολιτική, και ποιά είναι αυτή; Εν ολίγοις, τι θέλει η Αυστρία;

 

Μια αυστριακή αντίληψη της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης

Παρότι η Αυστρία έγινε πλήρες μέλος της Ένωσης μόλις το 1995, σχεδόν σαράντα χρόνια από την Ιδρυτική Συνθήκη της ΕΟΚ (1957), οι περισσότεροι Αυστριακοί θεωρούν ότι η χώρα τους αποτελούσε ανέκαθεν μέρος του πυρήνα της Ευρώπης. Ο κύριος λόγος για τον οποίο δεν μπόρεσε να μετάσχει νωρίτερα στο πολιτικό γίγνεσθαι της «γηραιάς ηπείρου» είναι η κληρονομία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς η χώρα προσαρτήθηκε από τη ναζιστική Γερμανία το 1938 (ένωση επίσης γνωστή ως Anschluss) και αποτέλεσε μέρος της μέχρι την τελική κατάρρευση της, το Μάιο του 1945. Με το τέλος του πολέμου, οι Σύμμαχοι θεώρησαν την προσάρτηση άκυρη και συμπεριέλαβαν την Αυστρία στις χώρες-θύματα του ναζισμού, αποκαθιστώντας την διοικητική της αυτοτέλεια και την εδαφική της ακεραιότητα. Παρά ταύτα, η χώρα τέθηκε υπό συμμαχική κατοχή (Γαλλίας, Βρετανίας, ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης) για δέκα χρόνια και επανέκτησε την εθνική της κυριαρχία μόλις το 1955, με βάση σοβιετική πρωτοβουλία που οδήγησε στη λεγόμενη «Συνθήκη του Αυστριακού Κράτους» (Österreichischer Staatsvertrag). Με βάση αυτή και σε αντάλλαγμα για την αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων, η Αυστρία ανέλαβε σαφείς δεσμεύσεις να μην ενταχθεί σε κανένα από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα και να διατηρήσει μια αυστηρή ουδετερότητα απέναντί τους.

Η Αυστρία έμεινε πιστή στις δεσμεύσεις της για μισό περίπου αιώνα, έως ότου το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ανέτρεψε τις έως τότε ισορροπίες και εξάλειψε το σοβιετικό φόβητρο, επιτρέποντας μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στη Βιέννη. Κατά το επόμενο διάστημα, οι χώρες του πρώην ανατολικού συνασπισμού άρχισαν να απομακρύνονται μία-μία από τη Μόσχα και να ανατρέπουν τα καθεστώτα τους, στρεφόμενες προς τις χώρες της Δύσης και επιδιώκοντας την ένταξή τους στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, όπου την κυρίαρχη θέση είχαν η ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Στο πλαίσιο των μεταβολών αυτών, η Αυστρία έπαψε να βρίσκεται στα όρια δύο ριζικά διαφορετικών κόσμων, και μέσα σε λίγα χρόνια βρέθηκε στο γεωγραφικό κέντρο μιας νέας, ανερχόμενης και διαρκώς διευρυνόμενης πολιτικής ένωσης, που με τη διεύρυνση του 2004 έφτασε τα όρια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η πολιτική της σταθερότητα, σε συνδυασμό με το υψηλό βιοτικό της επίπεδο και την επίκαιρη γεωγραφική της θέση, της επέτρεψαν να παίξει έναν διακριτικό αλλά σημαντικό ρόλο στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των γειτόνων της, ιδίως αυτών της λεγόμενης «ομάδας Βισέγκραντ» (Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία), και ακολούθως των Δυτικών Βαλκανίων.

Παράλληλα, άρχισε να γίνεται ολοένα και περισσότερο αντιληπτό ότι η πτώση του «σιδηρούν παραπετάσματος» και το τέλος του παλαιού καθεστώτος στα περισσότερα κράτη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης απελευθέρωσε δυνάμεις χρόνια καταπιεσμένες, με κυριότερη μεταξύ αυτών τον εθνικισμό. Στο πλαίσιο της γενικότερης αυτής τάσης και επηρεασμένη ενδεχομένως από τους γείτονές της (ιδίως την Ουγγαρία), η Βιέννη άρχισε να φλερτάρει με παρόμοιες ιδέες, θεωρώντας ότι είχε ή μπορούσε με κάποιο τρόπο να ανακτήσει μια κυρίαρχη θέση μεταξύ των χωρών της περιοχής, κατά τρόπο αντίστοιχο της ηγεμονικής επιρροής που ασκούσε από τα τέλη του 18ου αιώνα και μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου (1918). Με δεδομένο ωστόσο ότι η Αυστρία δεν θα μπορούσε να ασκήσει άμεση επιρροή ή ουσιαστικό έλεγχο στα γειτονικά της κράτη με τα μέσα και τις πολιτικές του παρελθόντος, η ένταξη των χωρών αυτών στην ΕΕ έγινε αντιληπτή ως ζωτικό αυστριακό συμφέρον, καθώς μπορούσε να λειτουργήσει ως όχημα περιφερειακής ολοκλήρωσης που θα «επανέφερε» τα κράτη αυτά στη σφαίρα επιρροής της Βιέννης. Η πολιτική αυτή γινόταν μάλιστα ακόμη πιο εφικτή και θελκτική στο βαθμό που συμφωνούσε με αυτήν η Γερμανία, η οποία θα είχε επίσης σημαντικά οφέλη από μια μεγάλη διεύρυνση προς Ανατολάς, η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε το 2004.

 

Τα Δυτικά Βαλκάνια ως αυστριακό Lebensraum(;)

Από τη στιγμή που τα εξωτερικά όρια της ΕΕ επεκτάθηκαν ώστε να περιλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, ο μόνος γεωγραφικός χώρος της ηπείρου που φαινόταν να μένει εκτός της διαδικασίας ολοκλήρωσης ήταν τα Βαλκάνια -με την εξαίρεση φυσικά της Ελλάδας, που ήταν συνδεδεμένο μέλος της τότε ΕΟΚ από το 1961 και πλήρες μέλος από το 1981. Οι Ρουμανία και Βουλγαρία κατάφεραν να περιληφθούν στο επόμενο κύμα διεύρυνσης του 2007, ενώ η Κροατία εντάχθηκε μεμονωμένα το 2013, και οι τρείς με μερικές αποκλίσεις που συνεχίζονται έως σήμερα (όπως η μη συμμετοχή τους στη Ζώνη Ευρώ και στον Χώρο Σένγκεν, σε αντίθεση με πολλές από τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης που συμμετέχουν στα κεκτημένα αυτά). Οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων φαίνεται ωστόσο ότι θα χρειαστούν λίγο περισσότερο χρόνο, τόσο λόγω των επιπλοκών που δημιούργησε η διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας (1991-1995) όσο και λόγω της «κόπωσης» που επικρατεί μεταξύ των παλαιών κρατών-μελών (enlargement fatigue), τα οποία φαίνεται να προκρίνουν πλέον την εμβάθυνση έναντι της διεύρυνσης, αλλά διαφωνούν ως προς τον τρόπο και τον χρόνο που μπορεί αυτή να επιτευχθεί.

Η Αυστρία συγκαταλέγεται σίγουρα στις χώρες που προκρίνουν την εμβάθυνση έναντι της διεύρυνσης και έχει επανειλημμένα τοποθετηθεί κατά της προοπτικής ένταξης των χωρών του πρώην σοβιετικού χώρου (όπως η Ουκρανία, η Μολδαβία και η Γεωργία), ακόμα και στο μακρινό μέλλον. Η πολιτική της έναντι των Δυτικών Βαλκανίων διαφοροποιείται ωστόσο σημαντικά από τη γραμμή αυτή, καθώς η περιοχή έχει μια ιδιαίτερη σημασία για την αυστριακή εξωτερική πολιτική. Ο κύριος λόγος για αυτό είναι ότι τα Βαλκάνια υπήρξαν διαχρονικά θέατρο ανταγωνισμού της Αυστρίας με τη Ρωσία και τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, από τις αρχές του 17ου αιώνα και για τρεις περίπου αιώνες, μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά το διάστημα αυτό, η Αυστρία θεωρεί ότι δημιουργήθηκαν σημαντικοί πολιτιστικοί, οικονομικοί και πολιτικοί δεσμοί με τις χώρες της περιοχής, ιδίως με τη Σλοβενία, την Κροατία, και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ενώ σημαντικές υπήρξαν και οι σχέσεις της με τη Σερβία, αν και σε αρκετές περιπτώσεις ταραχώδεις. (Η όξυνση τους μέχρι του σημείου πρόκλησης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι νομίζω χαρακτηριστική.)

Στο πλαίσιο των ζυμώσεων και πολιτικών αυτών, η Αυστρία έχει χαρακτηρίσει και αντιλαμβάνεται τα Δυτικά Βαλκάνια ως «προτεραιότητα» της πολιτικής της, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι η περιοχή μπορεί να μετατραπεί σε χώρο ειρήνης και ευημερίας μόνο μέσω της περιφερειακής ολοκλήρωσης, κύριο μέσο της οποίας είναι και θα πρέπει να παραμείνει η ΕΕ. Η Βιέννη εκτιμά ότι τα Δυτικά Βαλκάνια θα ενταχθούν ούτως ή άλλως στην Ένωση σε βάθος χρόνου, κατά συνέπεια θα ήταν δόκιμο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί να ενθαρρύνουν και καθοδηγήσουν την διαδικασία αυτή, παρέχοντας πολιτικά και οικονομικά κίνητρα ανάλογα της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας κάθε χώρας, αλλά και με βάση τις γενικότερες ανάγκες και προτεραιότητες των υφιστάμενων κρατών-μελών.

Η ελληνική πολιτική αναφορικά με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων δεν είναι αντίθετη με την θεώρηση αυτή, αν και σίγουρα προκρίνει διαφορετικές αρχές και κριτήρια για την διαδικασία ένταξής τους (όπως για παράδειγμα η διεθνής ονομασία της ΠΓΔΜ, ή ο σεβασμός των μειονοτικών δικαιωμάτων στην Αλβανία). Μάλιστα η ελληνική πλευρά διατηρεί στενές σχέσεις με αρκετές από αυτές τις χώρες και έχει αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση ενθάρρυνσης και στήριξης της ευρωπαϊκής προοπτικής τους, με κυριότερη την «Ατζέντα της Θεσσαλονίκης 2014». Συνέπεια των ανωτέρω, μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι οι πολιτικές των δύο χωρών αναφορικά με την ένταξη των Βαλκάνιων γειτόνων τους στην ΕΕ φαίνεται να συμφωνούν μεσοπρόθεσμα, αλλά θα πρέπει να αναζητηθούν και τεθούν κανόνες στη συνεργασία αυτή, ώστε να μη μπορεί κανένα κράτος-μέλος να διεκδικεί πρωτεία ή να λαμβάνει πρωτοβουλίες ερήμην των εταίρων του. Ως προς το σημείο αυτό, η Ελλάδα θα πρέπει να εξαντλήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα για να διασφαλίσει ότι η θέση και άποψή της θα γίνονται σεβαστές, και ότι οι αποφάσεις που την αφορούν θα λαμβάνονται μέσα σε κλίμα συνεργασίας και αλληλεγγύης, όπως αρμόζει σε μια πραγματική Ένωση.

 

Περισσότερες πληροφορίες:

http://www.mfa.gr/blog/dimereissheseistisellados/austria/

http://www.bmeia.gv.at/gr/botschaft/athen/bilateralebeziehungen.html http://www.bmeia.gv.at/en/europeanforeignpolicy/foreignpolicy/europe/westernbalkans/

http://eu-28watch.org/issues/issueno-11/austria/ http://ec.europa.eu/public_opinion/archives/ebs/ebs_255_en.pdf

 

 

 

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Γιώργος Λιμαντζάκης είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές από το ίδιο πανεπιστήμιο. Έχει εργαστεί ως ερευνητής σε προγράμματα των Πανεπιστημίων Yale και Columbia των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και στο πρόγραμμα "Joint History Project" του Ιδρύματος για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη ΝΑ Ευρώπη (CDRSEE). Το 2018 αναγορεύτηκε διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με ερευνητικό αντικείμενο το Κρητικό Ζήτημα και την πολιτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων (Τμήμα Ιστορίας & Πολιτικής Επιστήμης). Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η ιστορία και η πολιτική της Ελλάδας, της Τουρκίας, των Βαλκανίων και της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου.



Τι θέλει η Αυστρία; Η αυστριακή πολιτική έναντι της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, τα Βαλκάνια και η Ελλάδα

γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης.


Η πρόσφατη κρίση στις διμερείς σχέσεις με την Αυστρία και η ανάκληση της Ελληνίδας πρέσβη από αυτήν έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά από κριτικές, προκλήσεις και επιθέσεις για την στάση της Ελλάδας στο Μεταναστευτικό, ενώ παράλληλα η FRONTEX και οι μηχανισμοί ελέγχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν δώσει διορία μερικών μηνών στις ελληνικές αρχές για εφαρμόσουν στο ακέραιο τα προβλεπόμενα από τις εν ισχύ συνθήκες αναφορικά με την είσοδο και καταγραφή προσφύγων και μεταναστών στην ελληνική επικράτεια.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο