γράφει ο Μάξιμος Χαρακόπουλος.
Η έναρξη της εθνικής μας παλιγγενεσίας, τα 200 χρόνια της οποίας εορτάζουμε φέτος, συνιστά μεγάλο ορόσημο στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Η απόφαση της αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού έπειτα από αιώνες σκλαβιάς και επιβολής του φόβου στους ραγιάδες, αποτελεί θρίαμβο του ελεύθερου πνεύματος. Κι αυτός ήταν ο λόγος που η ελληνική επανάσταση ξεσήκωσε τεράστια κύματα φιλελληνισμού στις κοινωνίες της εποχής.
Αναμφίβολα, η λατρεία της αρχαίας Ελλάδας, που είχε καταστεί πρότυπο, έστω και σε θεωρητικό επίπεδο, μεταξύ των διανοουμένων σε Ευρώπη και Αμερική, έπαιξε επίσης ρόλο στην εκδήλωση των θετικών αισθημάτων για τους εξεγερμένους Έλληνες. Σε αντίθεση, με τις τότε ηγεσίες των μεγάλων δυνάμεων, που προέτασσαν τις γεωπολιτικές και οικονομικές τους προτεραιότητες έναντι του δικαίου και των ιδανικών. Σε σημείο μάλιστα, που η Ιερά Συμμαχία, ένας συνασπισμός χριστιανικών δυνάμεων, να επιδιώκει με πάθος τη διατήρηση στη ζωή του “μεγάλου ασθενούς”, την ακεραιότητα δηλαδή της αναχρονιστικής, πνευματικά, οικονομικά και κοινωνικά, οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Σε αυτό το εξόχως αντιδραστικό κλίμα που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στα ευρωπαϊκά ανακτοβούλια υπήρχε η πιθανότητα η επανάσταση στην Ελλάδα να αντιμετωπίσει ακόμη και πιο άμεσα κατασταλτικά μέτρα. Στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, μάλιστα, ο τσάρος Αλέξανδρος επέτρεψε στα τουρκικά στρατεύματα να εκστρατεύσουν και να συντρίψουν τον στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ωστόσο, ο Καποδίστριας, οι ανταγωνισμοί μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και η φιλελληνική κοινή γνώμη σε όλη την Ευρώπη και τη Ρωσία ήταν οι παράγοντες που απέτρεψαν τα χειρότερα στα πρώτα καθοριστικά βήματα του επαναστατικού αγώνα. Μην λησμονούμε, άλλωστε, ότι αρχικώς οι φιλικοί για να δώσουν θάρρος στους φοβισμένους χωρικούς να πολεμήσουν τον Τούρκο, διέδιδαν πως όχι μόνον ο τσάρος ήταν πίσω από την επανάσταση, αλλά και ότι ο ρωσικός στρατός ήδη κατέβαινε προς βοήθεια των ομοδόξων Ελλήνων. Και κάπως έτσι έγινε το θαύμα. Παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις, ακόμη και τις επιθυμίες και την προσπάθεια κάποιων ξένων δυνάμεων να σβήσει η φωτιά της επανάστασης, αυτή φούντωσε και απλώθηκε από την Κρήτη μέχρι την Ήπειρο και τη Μακεδονία, και από το Μεσολόγγι μέχρι τη Σάμο και τη Χίο. Και παρά την καταστολή των εξεγερμένων σε κάποιες περιοχές, ο ελληνισμός είχε με το σπαθί του, κυριολεκτικά, ελευθερώσει ένα μεγάλο τμήμα των εδαφών του.
Αυτές οι νίκες, όπως και οι αποτρόπαιες σφαγές και τα πογκρόμ των Τούρκων -με εμβληματική αυτή της Χίου για την οποία ο ζωγράφος Ντελακρουά δημιούργησε ένα συγκλονιστικό πίνακα που ταρακούνησε την Ευρώπη- πυροδότησαν ακόμη ισχυρότερα φιλελληνικά ρεύματα. Ολοένα και περισσότεροι πνευματικοί άνθρωποι συμπαραστέκονταν στον αγώνα του ελληνισμού. Ο ίδιος ο μεγάλος ρομαντικός ποιητής Λόρδος Βύρων θα κατέφθανε να πολεμήσει για την ελληνική ελευθερία, και τελικά να πεθάνει στο ηρωικό Μεσολόγγι. Η έξαρση του φιλελληνισμού δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει τις ευρωπαϊκές ηγεσίες, οι οποίες πιέζονταν πλέον και από τη νέα πραγματικότητα που δημιουργήθηκε επί του πεδίου των μαχών. Η Ελλάς δεν ήταν πλέον ένας μύθος, όπως περίπου υποστήριζε ο Μέττερνιχ.
Για τον λόγο αυτό και οι μετέπειτα αποτυχίες, ατυχίες και παρεκκλίσεις της επανάστασης, με τους θλιβερούς εμφυλίους πολέμους να αμαυρώνουν τον ηρωικό αγώνα, αλλά και η εισβολή του Ιμπραήμ, που εφάρμοζε την πολιτική της καμένης γης, δεν στάθηκαν ικανά να γυρίσουν προς τα πίσω το ρολόι της ιστορίας. Ο κύβος είχε ήδη ριφθεί. Η απόφαση των τριών δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας να στείλουν τα πλοία τους στις ελληνικές θάλασσες προκαθόριζε το αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, η ναυμαχία του Ναβαρίνου, από τον συμμαχικό στόλο, υπό την ηγεσία των ναυάρχων Κόδριγκτων, Χέυδεν και Δεριγνύ, αποτέλεσε ένα καταλυτικό γεγονός στην πορεία της επανάστασης. Καθοριστικός, επίσης, στάθηκε και ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος του 1828-1829, καθώς η ήττα του σουλτάνου τον ανάγκασε να αποδεχθεί τα τετελεσμένα και έτσι να επιτευχθεί η ανεξαρτησία της Ελλάδας, έστω και σε περιορισμένα εδαφικά όρια. Η αρχή όμως είχε γίνει.
Ο εορτασμός, επομένως, των 200 ετών από την επανάσταση πρέπει να εμπεριέχει και σημαντικά διδάγματα. Γιατί, δυστυχώς, και στις μέρες μας η χώρα μας συνεχίζει να προκαλείται από τον ίδιο αντίπαλο, ο οποίος απροκάλυπτα θέλει να ανασυστήσει την οθωμανική αυτοκρατορία. Όπως, λοιπόν, τότε, έτσι και σήμερα το στοιχείο που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την αναχαίτιση της επιθετικότητας του ανιστόρητου γείτονα είναι η δική μας αποφασιστικότητα στην υπεράσπιση του δικαίου χωρίς εκπτώσεις. Και αυτή η αποφασιστικότητα είναι, σε τελική ανάλυση, που μπορεί να κερδίσει και τις απαραίτητες διακρατικές συμμαχίες, αλλά και τη θετική εικόνα στο επίπεδο της παγκόσμιας κοινής γνώμης.