Στην κορυφή του κύματος αναστατώθηκαν οι μικρές σταγόνες,
οι επιλεγμένες απ’ τις πολλές, να βγούνε για μπροστάρισες,
λευκασμένες να φωνάζουν, μέχρι τις πατούσες τής ακτής
την αντάρα του κόσμου τους.
Μέχρι που να τις καταπιεί πάλι η θάλασσα που τις επέλεξε
Και στο γυρισμό να μην τις θυμάται κανείς.
Κανείς;
Χωρίς θάλασσα που να οπλοφορεί,
τέχνη που να λογαριάζει τον θυμό της για ζωή
που να αποτυπώνει την άδικη μεταχείριση τού θνητού,
… θα ζούσαμε άραγε έτσι;