Μέσα σε έξι μήνες και μετά από μια, κατά κοινή ομολογία, αποτυχημένη διαπραγμάτευση, οδήγησε τη χώρα σε ένα τρίτο μνημόνιο το οποίο υπόσχεται μόνο κόπους και θυσίες σε μια κοινωνία κουρασμένη και απογοητευμένη. Μια κοινωνία, όμως, που εξακολουθεί να τον στηρίζει- έστω και με απώλειες- όχι μόνο γιατί δεν έχει ακόμα υποστεί τα επίχειρα της πολιτικής του ή γιατί αρνείται να παραδεχθεί το λάθος στην επιλογή που έκανε τον περασμένο Γενάρη, αλλά γιατί ακόμα θέλει να ελπίζει σε ένα πρόσωπο που τη γοήτευσε και το πίστεψε ότι εκπροσωπεί όλα όσα αποζητούσε από τους πολιτικούς.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό ο κ. Τσίπρας ετοιμάζεται για τη μεγάλη σύγκρουση με το δημιούργημά του, τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η ψηφοφορία στη Βουλή για το τρίτο μνημόνιο, θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα για πολιτικές εξελίξεις που θα δημιουργήσουν ένα νέο πολιτικό τοπίο. Η επιλογή του κ. Τσίπρα δεν έγκειται στο αποτέλεσμα της σύγκρουσης (το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε και δεν θα είναι άλλο από τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά στο πεδίο που θα δημιουργηθεί μετά τη διάσπαση και στις συνθήκες που θα επικρατήσουν μέχρι να κατακάτσει ο «πολιτικός κουρνιαχτός».
Ο επικεφαλής της Αριστερής Πλατφόρμας Παναγιώτης Λαφαζάνης σε όλα όσα υποστηρίζει έχει άδικο. Εκτός από ένα: Στο ότι δεν πρέπει να γίνουν εκλογές και στην επίθεση που εξαπολύει εξ αυτού του λόγου στον κ. Τσίπρα που μεθοδεύει τις εκλογές χαρακτηρίζοντας ουσιαστικά αυτήν την επιλογή κατάλοιπο του παλιού συστήματος.
Είναι προφανές ότι ο κ. Τσίπρας μεθοδεύει πρόωρες εκλογές με μόνο στόχο να αφήσει εκτός τους διαφωνούντες ώστε να ξεκαθαρίσει το κόμμα του. Είναι επίσης σαφές ότι όσοι συμμετάσχουν στις εκλογές οι οποίες εκ της εκλογικής νομοθεσίας θα διεξαχθούν με λίστα, μαζί με την αίτηση υποψηφιότητάς τους θα υπογράψουν και την παραίτησή τους με ανοικτή ημερομηνία.
Με τον τρόπο αυτό ο κ. Τσίπρας θέλει να δημιουργήσει ένα ομοιογενές κεντροαριστερό φιλοευρωπαϊκό κόμμα, θέτοντας την Αριστερή Πλατφόρμα στα Αριστερά του, ελπίζοντας ότι στο μέλλον θα συνθλιβεί ανάμεσα στον Κεντροαριστερό ΣΥΡΙΖΑ και στην Ορθόδοξη Αριστερά, το ΚΚΕ.
Σκοπεύει δηλαδή να χρησιμοποιήσει και πάλι την εκλογική διαδικασία (για τρίτη φορά μέσα σε ένα έτος) για να επιλύσει το προσωπικό του κομματικό και πολιτικό πρόβλημα, αδιαφορώντας για την αβεβαιότητα και την πρόσθετη κρίση που θα προκαλέσει στην ελληνική οικονομία της οποίας ο επιθανάτιος ρόγχος αντί να μειώνεται δυναμώνει.
Φυσικά το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι «τι άλλο θα μπορούσε να κάνει;»
Η μόνη σωστή επιλογή για τον κ. Τσίπρα θα ήταν να ακολουθήσει αυτό που η κοινωνία επιζητεί – και αυτό είναι εμφανές από τις δημοσκοπήσεις- να προχωρήσει, δηλαδή στη συγκρότηση μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, μακράς πνοής (ίσως και πέραν της διετίας, ίσως μέχρι τη λήξη της τετραετίας και του μνημονίου), με συγκεκριμένο προγραμματικό πλαίσιο και με τον ίδιο πρωθυπουργό.
Με τη δημιουργία αυτής της Κυβέρνησης εθνικής ενότητας, θα έπρεπε να επιζητήσει και να ευνοήσει την απομάκρυνση του κ. Λαφαζάνη από τους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνησή του να στηριχθεί σε όλες τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις του κοινοβουλίου.
Τι θα επιτύχαινε με αυτό;
- 1.Θα απομόνωνε πολιτικά τον βασικό εσωκομματικό (σήμερα) αντίπαλό του στις εκτός Ευρώπης πολιτικές δυνάμεις της χώρας, στις οποίες μέχρι σήμερα κατατάσσονται το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή.
- 2.Με την πρόοδο του προγράμματος και με τη συνεχή επαναδιαπραγμάτευση που θα γινόταν, από νέα ισχυρή βάση, αφού σε αυτή θα συμμετείχε πάνω από το 85% των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, ο ίδιος θα κέρδιζε συνεχώς «πόντους» αφού θα ανέτρεπε στην ουσία μια πολιτική στην οποία τον είχαν οδηγήσει όλοι οι άφρονες, περιθωριακοί αντιευρωπαϊστές και φιλοδραχμιστές του κόμματός του με την αποτυχημένη διαπραγμάτευση του εξαμήνου.
- 3.Μπορεί να αναδείκνυε την Αριστερή Πλατφόρμα ως Αξιωματική Αντιπολίτευση, αλλά ουσιαστικά θα την ταύτιζε με τα επιχειρήματα και την φρασεολογία της Χρυσής Αυγής, αφού και οι δύο μπορεί να εφορμούν από διαφορετική ιδεολογική βάση αλλά στα ίδια συμπεράσματα καταλήγουν.
- 4.Θα έβγαζε την εικόνα ενός εθνικού ηγέτη που κατάφερε να συσπειρώσει το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας υπό την σκέπη του θέτοντας ως στόχο την έξοδο από το καθεστώς των μνημονίων. Στόχο που θα μπορούσε να επιτύχει πριν από τη λήξη της τετραετίας και τις επόμενες εθνικές εκλογές.
- 5.Θα απορροφούσε ουσιαστικά τους κυβερνητικούς εταίρους του που προέρχονται ή εκφράζουν κεντροαριστερές θέσεις.
- 6.Με την επιλογή του θα προκαλούσε εξελίξεις και στην Κεντροδεξιά, αφού θα επιτάχυνε τον εκσυγχρονισμό της, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σχημάτων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την απαρχή αυτού που δημοσιογραφικά πολλές φορές ονομάζουμε «νέα μεταπολίτευση»
- 7.Θα έδειχνε ότι πάνω από το προσωπικό του συμφέρον και πάνω από οποιοδήποτε στενό κομματικό συμφέρον θέτει το εθνικό συμφέρον. Θα έδειχνε ότι δεν χρησιμοποιεί παλαιοκομματικά πολιτικά τερτίπια για να εξασφαλίσει πρόσκαιρες πλειοψηφίες αλλά ότι στοχεύει σε κάτι μεγάλο και ισχυρό, στην ενότητα δηλαδή και στη συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, μπροστά στον εθνικό κίνδυνο, δικαιώνοντας έτσι, έστω και την τελευταία στιγμή, την επιλογή του ελληνικού λαού στο πρόσωπό του.
Το ερώτημα που προκύπτει βέβαια, είναι αν ο κ. Τσίπρας μπορεί να κάνει όλα αυτά ή είναι καταδικασμένος από την πολιτική του παιδεία και τη φύση του να ακολουθεί όσα απέρριψε μέχρι σήμερα ο λαός και να γίνεται κακέκτυπο πολιτικών συμπεριφορών και πρακτικών του παρελθόντος.
Σημασία έχει ότι ο λαός ελπίζει ότι μπορεί να το πράξει και να αποφύγουμε τις νέες εκλογές.
Και βέβαια μπορεί να ισχύει η ρήση ότι «η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία», αλλά η ουσία είναι να μη πεθάνει πρώτα κάθε προοπτική ανάταξης της χώρας και ενός λαού που νιώθει προδομένος. Και αυτόν τον λαό ο κ. Τσίπρας έχει την τελευταία του ευκαιρία να μη τον προδώσει. Διαφορετικά θα αποδειχθεί ότι ήταν μια από τα ίδια κι ένα κακό αντίγραφο ενός σάπιου πολιτικού συστήματος που δεν είναι πλέον αναγκαία η πολιτική του κυριαρχία στο νέο πολιτικό σύστημα της χώρας.