ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Ταινία του 30
Ταινία του 30, ασπρόμαυρη, βουβή. Πρωταγωνιστής δίχως ήχο.
Τον μυρίζεις. Την αναπνοή του καθώς μιλά. Καρφώνεις το βλέμμα σου.
Στην απόκοσμη ενεργητικότητά του, ενός σώματος που δεν ζει
-τα κόκκαλα του έχουν λιώσει-, σε μιαν εικόνα, σε έναν που έφυγε.
Ωστόσο τον μυρίζεις. Τη γήινη ύλη τη φερτή από τα πνευμόνια της γης του
που τον κατάπιε, που δεν τον ανασαίνει.
Από το πουθενά νιώθεις το κεφάλι σου να μπουχτίζει.
Με τη μυρωδιά ενός που λείπει, που τον είδες, που τον άκουσες να μη μιλά,
που δεν σε γνώρισε ποτέ, στην οθόνη που σου χαμογέλασε ξεφυσώντας γη·
που σε περιμένει.
Αγγιστρώθηκε το βλέμμα σου στη ξεθωριασμένη μορφή τη χιονισμένη απ’ τον καιρό, στην απουσία της που τώρα κάνεις τρισάγιο. Προσκυνάς εικόνισμα τη θαμπάδα της που σε κοιτά να αποστρέφεις αργά το βλέμμα σου. Σε στενεύει.
Γιατί σε περιμένει. Και συ αρνείσαι.
Κρύβεσαι στην απόσταση, στους χαμηλοβλεπούντες συνειρμούς σου.
Γιατί σε περιμένει. Και συ χαυνώνεσαι με το θυμίαμα της μυρωδιάς του.
Της βαριάς που ανακάτεψε τα ρουθούνια σου, που αποδιώχνεις βιαστικά,
που σωθικά αρνείσαι!