Πράγματι ο κύριος Τσίπρας, από τη στιγμή που ανέλαβε τα ηνία του ΣΥΡΙΖΑ, υποπίπτει συνεχώς σε μια σειρά από λάθη, μοιραία τόσο για τον ίδιο, κυρίως όμως για τον τόπο μας. Στη μεγάλη αυτή κατηγορία, εντάσσεται κατ’ αρχάς η στάση του την επομένη των εκλογών του Μαΐου του 2012. Υπενθυμίζεται, πως η 6η Μαΐου εκείνου του έτους ήταν η ημερομηνία-σταθμός, που συντάραξε εκ θεμελίων του το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Από το καθεστώς των παντοδύναμων μονοκομματικών Κυβερνήσεων, το εκλογικό αποτέλεσμα τοποθετούσε το πολιτικό μας γίγνεσθαι στον αστερισμό των Κυβερνήσεων συνεργασίας. Τη στιγμή που ο πανίσχυρος για δεκαετίες δικομματισμός καταποντιζόταν (η ΝΔ συγκέντρωνε μόλις το 18,5% του εκλογικού σώματος, το δε ΠΑΣΟΚ το 13%), ως καθοριστικοί παράγοντες του πολιτικού σκηνικού αναδεικνύονταν οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής και της ανανεωτικής Αριστεράς (ο ΣΥΡΙΖΑ στο 17%, η ΔΗΜΑΡ στο 6% αντιστοίχως). Ωστόσο, την ίδια ακριβώς στιγμή, ο σημερινός πρωθυπουργός αντί να αδράξει την ευκαιρία που του παρουσιαζόταν και να συμμετάσχει, όπως τον προέτρεπαν οι τότε πρόεδροι του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, σε μια συμμαχική Κυβέρνηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων για την αλλαγή της κατεύθυνσης και την ανασυγκρότηση της χώρας, εκείνος επέλεξε το μοναχικό δρόμο της διεκδίκησης της εκλογικής νίκης τον επόμενο μήνα. Η νίκη όμως δεν επήλθε, σχηματίστηκε εν τέλει τρικομματική Κυβέρνηση, με το ΣΥΡΙΖΑ να αναλαμβάνει το ρόλο της στείρας αντιπολίτευσης.
Στον αντιπολιτευτικό δρόμο που επέλεξε το καλοκαίρι του 2012, σχετικά σύντομα και ορθώς διαπιστώθηκε από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ η αναγκαιότητα ανασύνταξης του κόμματός του, από την οποία θα εκπορευόταν ένα συμπαγές και ενιαίο πολιτικό άρμα. Όντως, στο ιδρυτικό Συνέδριο του νέου ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2013, ο κύριος Τσίπρας ζήτησε από τους συμμετέχοντες την αυτοδιάλυση των 16 τότε συνιστωσών, που απάρτιζαν την αντιπολιτευτική δύναμη. Εν τω μέσω των αντιδράσεων εκ μέρους των συνέδρων, ο αρχηγός της ριζοσπαστικής Αριστεράς φάνηκε ανεκτικός, δίνοντας περιθώριο κάποιων μηνών στις αντιδρούσες συνιστώσες, ούτως ώστε εκουσίως να αυτοδιαλύονταν. Η συγκεκριμένη ανεκτική του απόφαση ουδέποτε έγινε πράξη, καθότι αν αναλογιστούμε από τους σημερινούς συσχετισμούς στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος, εύκολα διαπιστώνεται το ρεύμα που συνεχίζουν να διακατέχουν ορισμένες, κομμουνιστικής φύσεως, συνιστώσες. Οι ευθύνες, βέβαια, βαραίνουν σε σημαίνοντα βαθμό και τον ίδιο, όχι μόνο εξαιτίας αυτής καθ’ αυτής του ανοχής, αλλά και ελέω του παιδομαζώματος, στο οποίο ο ίδιος προέβη στην πορεία του για την εξουσία. Κάθε αντιδραστική συντεχνία, κάθε διαπλεκόμενος εργατοπατέρας, κάθε μετακινούμενος από τα καταρρέοντα κόμματα εξουσίας πολιτευτής, βρήκε στέγη, υπό τις ευλογίες του κυρίου Τσίπρα, στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργώντας έτσι αντί για ένα συμπαγές κόμμα, ένα προβληματικό συνονθύλευμα.
Έκτοτε, η στείρα αντιπολίτευση σε κάθε κυβερνητική δράση έλαβε τρομερές διαστάσεις. Αποκορύφωμά της, το προεκλογικό πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Αναμένοντας κανείς από το σημερινό πρωθυπουργό να έχει διδαχθεί από τα τραγικά λάθη και τις συνέπειες της υποσχεσιολογίας των προκατόχων του, θα περίμενε, βρισκόμενος κιόλας στα πρόθυρα της εξουσίας, ότι δεν θα τα αντέγραφε. Αυτό, άλλωστε, αποτυπώνεται στις μετρήσεις της κοινής γνώμης, αφού η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2015, ουδέποτε πίστεψε ότι θα εφάρμοζε στο ακέραιο το πρόγραμμά του. Εντούτοις, η παροχολογία της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να ικανοποιηθούν τα αμιγώς κομματικά στελέχη, ξεπέρασε κάθε προσδοκία, με συνέπεια η τύχη μιας ενδεχόμενης συμφωνίας με τους εταίρους μας, να κρίνεται από τη στάση που προτίθενται να κρατήσουν ορισμένα ακραία μέλη της κοινοβουλευτικής του ομάδας, που ως προμετωπίδα τους έχουν το πρόγραμμα της συμπρωτεύουσας.
Πέραν της προεκλογικής υποσχεσιολογίας, στα λάθη του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ συγκαταλέγεται και η βιασύνη του στο ν’ ανέλθει στον πρωθυπουργικό θώκο. Ο κύριος Τσίπρας πραγματικά έπεσε στην παγίδα που του έστησαν οι στενοί συνεργάτες του τέως πρωθυπουργού. Αντί να αναμένει την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης από την προηγούμενη Κυβέρνηση, να ενδώσει στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, να επιμείνει στη συνταγματική αναθεώρηση και να προσδιορίσει, μαζί με τις υπόλοιπες δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, το χρόνο των εθνικών εκλογών το φθινόπωρο του 2015, επέδειξε μια πρωτοφανή μυωπία. Μια μυωπία για την ’’καυτή πατάτα’’ που του πάσαραν οι προηγούμενοι κυβερνώντες, έχοντας μάλιστα στενέψει τεχνηέντως και ασφυκτικά τα περιθώρια της διαπραγμάτευσης. Αυτή καθ’ αυτή η βιασύνη του, άλλωστε, στο ν’ ανέλθει όσο το δυνατόν πιο σύντομα στην εξουσία, αποτυπώθηκε και στην κυβερνητική του ανετοιμότητα.
Είναι πασιφανές, πως ενώ είχε όλο το χρόνο μπροστά της, ώστε να προετοιμαστεί καταλλήλως, η νέα Κυβέρνηση χαρακτηρίζεται από μια πρωτοφανή ανετοιμότητα. Πέραν της προβληματικής επιλογής κυβερνητικού εταίρου, για την οποία καθημερινώς θα έχει λόγους να μετανιώνει ο κύριος πρωθυπουργός, η απουσία στοιχειώδους προετοιμασίας καταδεικνύεται και από τις λανθασμένες της προτεραιότητες. Αντί για την πρόταξη των μεταρρυθμίσεων στους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης, της υγείας, του ασφαλιστικού συστήματος και την ενθάρρυνση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, το κυβερνητικό σχήμα αναλώνεται σε δευτερεύοντα ζητήματα. Ως προς το τελευταίο, βαρύτατες ευθύνες φέρει ο ίδιος ο επικεφαλής του, καθότι η επιλογή των στελεχών τόσο για του Υπουργικού Συμβουλίου, όσο και διοικητικών θέσεων ευθύνης -για να μην αναφερθούμε στην αντίστοιχη της ΥπερΠροέδρου του Κοινοβουλίου-, πραγματοποιήθηκε με γνώμονα την εξισορρόπηση των εσωκομματικών στάσεων και επ’ ουδενί με πρόταγμα την αξιοσύνη εκάστου υποψηφίου. Ούτως ή άλλως, η τοποθέτηση μιας αμφιλεγόμενης -ουχί σε επιστημονικό, αλλά αμιγώς σε προσωπικό επίπεδο- προσωπικότητας στη θέση του Υπουργού Οικονομικών, προκάλεσε τρομερές -τεσσάρων (4) και πλέον μηνών- καθυστερήσεις στη διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας, έχοντας θέση εν κινδύνω την επίτευξη μιας αμοιβαίας επωφελούς λύσης.
Με όλα τα προεκτεθέντα δεδομένα, εύλογα μπορεί κανείς να ψέξει το σημερινό πρωθυπουργό για τις συνεχείς λανθασμένες του κινήσεις. Κινήσεις, στις οποίες οδηγήθηκε δικαιολογημένα εξαιτίας της ελλιπούς του εμπειρίας, ελέω όμως και της προληπτικής του ένδειας, της απουσίας, δηλαδή, της ικανότητας να προκαταλαμβάνει εγκαίρως τους ενδεχόμενους κινδύνους. Πάραυτα όμως, κάθε λάθους επιδέχεται η διόρθωσις. Πολλώ δε μάλλον, όταν ο αποφασίζων απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών. Είναι επομένως στο χέρι του, όντας συνειδητοποιημένος και προικισμένος με την ψήφο και την εμπιστοσύνη του λαού, να τα διορθώσει, λαμβάνοντας τις αρμόζουσες, κατά τον ίδιο, πρωτοβουλίες. Με πρώτη εξ’ αυτών την ολοκλήρωση της συμφωνίας με τους Ευρωπαίους συμμάχους.
Ο Νίκος Σπ. Ζέρβας είναι συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).