Guest

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ‘ΑΛΛΟΥ’

 

Όλοι συζητούν για το καυτό ζήτημα της μετανάστευσης, ίσως όμως δίχως να αντιλαμβάνονται πως η πραγματική μάστιγα δεν είναι οι μετανάστες αυτοί καθαυτοί, αλλά η παντελής ανικανότητα που πλήττει κάθε θεσμό και μηχανισμό αυτής της χώρας, να περάσει από τη θεωρία στην πράξη και να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα ένα καίριο ζήτημα.

Κάθε απόπειρα περιορισμού της λαθρομετανάστευσης έχει στεφθεί από απόλυτη αποτυχία κι αυτή της η αναποτελεσματικότητα έγκειται σε δύο εγγενείς παθογένειες της ελληνικής πολιτικής, τον κατακερματισμό και την προχειρότητα. Βεβιασμένες κινήσεις που δίνουν μόνο πρόσκαιρες λύσεις, δημιουργώντας σποραδικά πλασματικές εικόνες της εξάλειψης του προβλήματος. Για παράδειγμα, οι λεγόμενες επιχειρήσεις – σκούπα της Αστυνομίας, οι οποίες αναλαμβάνουν την ‘εκκαθάριση’’ των αστικών κέντρων, εν όψει διεθνών διοργανώσεων, προεκλογικών περιόδων κ.ο.κ., απομακρύνοντας προσωρινά τους αλλοδαπούς για να τους επιστρέψουν στο ίδιο σημείο λίγες ημέρες μετά, εγκαταλείποντάς τους, χωρίς ορίζοντα και προοπτική, βουτηγμένους στην απόγνωση και την εξαθλίωση.

Οι μετανάστες όμως, αν και αντιμετωπίζονται σαν κάτι λίγο παραπάνω από απορρίμματα της κοινωνίας, είναι καλώς ή κακώς ενεργά συστατικά της, και η παραμέλησή τους όλα αυτά τα χρόνια, έχει μοιραία επιφέρει σοβαρές αλυσιδωτές αντιδράσεις όπως ο κορεσμός της αγοράς εργασίας και η έξαρση της φτώχειας, η συνακόλουθη άνοδος των δεικτών εγκληματικότητας – μολονότι και στις δύο περιπτώσεις η σχέση δεν είναι ευθεία και απόλυτη – με παράπλευρη συνέπεια τη συμφόρηση των φυλακών, από τη σωρεία των αλλοδαπών που στοιβάζονται ανεξέλεγκτα καταλύοντας κάθε έννοια σωφρονισμού, και βέβαια η δημιουργία ή αναβίωση προκαταλήψεων για τους ξένους, η συνειδησιακή γκετοποίηση, που προηγείται της γεωγραφικής και δεν προέρχεται από τους μετανάστες, αλλά από τα ίδια τα ημεδαπά μέλη της κοινωνίας. Είναι ένα είδος εσωτερικής ηθικής σύγκρουσης, μία έμφυτη τάση του ανθρώπου να αρνείται τη διαφορετικότητα, το είδωλο εκείνο που δεν ομοιάζει με τον Εαυτό, αλλά αντιπροσωπεύεται από τον Άλλο, που τον θέτει ενώπιον του με καχυποψία και τείνει εκ των προτέρων να καταδικάσει. Ένα τέτοιο ένστικτο που εδρεύει στο υποσυνείδητο, είναι πολύ εύκολο να ανασυρθεί όταν το περιβάλλον καλλιεργεί συστηματικά τον έντονο φόβο και το μίσος, και τότε το πρώτο και καθοριστικό βήμα στο σκοτεινό δρόμο της περιθωριοποίησης και του κοινωνικού αποκλεισμού έχει κιόλας διανυθεί. Ένας φαύλος κύκλος, εντός του οποίου εκείνος που δεν τυγχάνει κοινωνικής αποδοχής και βιώνει τη διακριτική μεταχείριση και την καχυποψία στο πρόσωπό του, εισβάλει στην κοινωνία, δημιουργεί αναταραχή αιτούμενος προσοχής ακόμη και εκδίκησης, επιβεβαιώνοντας τις Κασσάνδρες και  εντείνοντας τον ρατσισμό εις βάρος του.

Σήμερα μάλιστα, μέσα στη δύνη της κρίσης και της αβεβαιότητας, ολοένα και δυναμώνουν οι φωνές διαμαρτυρίας που μιλούν για την οικονομική καταστροφή αλλά και την πλήρη πολιτισμική αλλοίωση της χώρας εξ αιτίας της ραγδαίας μεταβολής της εθνολογικής της σύστασης. Αυτή η ανησυχία, άλλωστε, τοποθετημένη στην πιο υπερβολική της διάσταση, στάθηκε ικανή να οδηγήσει πριν λίγες ημέρες τον ελληνικό λαό να προσέλθει εξοργισμένος στις κάλπες και να αποταθεί στις ακροδεξιές δυνάμεις του τόπου, φλερτάροντας με τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και τη νομιμοποίηση της βίας όταν αυτή ωφελεί – σύμφωνα με τους υποστηρικτές της – την ‘‘καθαρότητα του κοινωνικού ιστού’’. Το να βάζουμε όμως όλα τα πράγματα στο ίδιο σακί, αναζητώντας από τη μία αποδιοπομπαίους τράγους για όλα τα δεινά της κοινωνίας και από την άλλη δεινούς εξολοθρευτές, πέρα από στείρα διαδικασία είναι αναμφίβολα, και σοβαρό έλλειμμα δημοκρατίας.

Η κοινή γνώμη, παραταύτα, όπως διαμορφώνεται τόσο από μερίδα εκπροσώπων του Τύπου όσο και από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, επιμένει στη μονόπλευρη ανάγνωση του ζητήματος, κατακεραυνώνοντας καθημερινά τους ανθρώπους που παραβιάζουν τα σύνορα και εισβάλουν σε ένα ξένο κράτος, τρομοκρατούν τους πολίτες και επιχειρούν να οικειοποιηθούν δια της βίας τα κοινά και ιδιωτικά αγαθά. Ωστόσο, οφείλουμε κάποια στιγμή να σταθούμε και στο ίδιο το πρόσωπο του μετανάστη, πίσω από το κοινωνικά παγιωμένο του πορτραίτο και με άξονα αυτή τη φορά το εξαιρετικά μεγάλο μερίδιο ευθύνης της χώρας υποδοχής, τόσο για την άνομη είσοδο και παραμονή του, όσο και για τους τρόπους που ο τελευταίος αναγκάζεται να επιλέξει, ώστε να εξασφαλίσει το βιοπορισμό και την κοινωνικοποίησή του σε ένα μάλλον αφιλόξενο κράτος, χαμένο μέσα στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και των θεσμικών μηχανισμών.

Το κοινό σημείο αναφοράς όλων των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες στην ελληνική επικράτεια συνοψίζεται στην αδυναμία ουσιαστικής πρόσβασης σε κάθε θεσμό, κοινωνική ομάδα ή υπο-ομάδα, στην αδυναμία ενσωμάτωσης και αποδοχής, με λίγα λόγια, τη μη ένταξη. Και βέβαια είναι αυτονόητο ότι αυτό, δεν είναι αποτελεί ευθύνη του μετανάστη, αλλά του ελλιπούς και αποδιοργανωμένου ελληνικού  Κράτους Πρόνοιας, όρος ο οποίος υφίσταται πλέον μόνο κατ’επίφασιν. Ίσως κρισιμότερος όλων είναι ο αποκλεισμός στην αγορά εργασίας, καθώς η ανεργία σε αυτές τις ομάδες του πληθυσμού – ιδιαίτερα κατά την περίοδο χρηματοοικονομικής κρίσης την οποία διανύουμε – τείνει να διογκώνεται, αναγκάζοντας την πλειοψηφία εξ αυτών να ζουν κάτω από τα επίπεδα της φτώχειας. Συνθήκες σαν κι αυτές, αποτελούν σχεδόν αναπόδραστα, γόνιμο περιβάλλον για έξαρση της επιθετικότητας και της βιαιοπραγίας, ως σπασμωδικού τρόπου αντίδρασης στον αποκλεισμό, ή διαφορετικά, σαν βίαιη μορφή διεκδίκησης του θεμελιώδους δικαιώματος του συνανήκειν.

Κανείς δε διαφωνεί πως το μεταναστευτικό ζήτημα παρουσιάζει ιδιαίτερη περιπλοκότητα και επιτάσσει την ευαισθητοποίηση του συνόλου των αρμόδιων φορέων, κυβερνητικών και μη, με πολιτικές όμως που παρασάγγας απέχουν από τη σύσταση στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών υπό αμφίβολες συνθήκες κράτησης. Αποτελεί την καυτή πατάτα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας,  ιδιαίτερα μετά το άνοιγμα της Ακραίας Δεξιάς προς τον κοινοβουλευτισμό, σε μια προσπάθεια να νομιμοποιήσει, με άλλοθι το έρεισμα ισχυρής μειοψηφίας του ελληνικού λαού, τις ακραίες προθέσεις της για ένα ανθρώπινο κυνήγι χωρίς όρια.

Διέξοδος υπάρχει και θα πρέπει να αναζητηθεί σε μία οργανωμένη και συντονισμένη πολιτική για τη μετανάστευση, η οποία θα τολμήσει να βάλει το μαχαίρι στο κόκκαλο, κόντρα στις ξενοφοβικές φωνές του τόπου, φτάνοντας πολύ πιο  πέρα από  την πρόβλεψη για αυστηρή φύλαξη των συνόρων και έλεγχο των αδειών παραμονής. Στόχος πρέπει να είναι ταυτόχρονα, η διαφύλαξη της πληθυσμιακής ισορροπίας κάθε χώρας, μέσω της τήρησης ποσοστώσεων στην αποδοχή των μεταναστευτικών ομάδων, και η εξασφάλιση της ισότητας και το σεβασμού κάθε ανθρώπινης ύπαρξης αδιακρίτως, παρέχοντας μέσα από διαυγείς διαδικασίες τα απαραίτητα μέσα για αξιοπρεπείς, υγιείς συνθήκες διαβίωσης. Πιο χειροπιαστά, πρωτεύον είναι το ζήτημα της μεταρρύθμισης της πολιτικής χορήγησης ασύλου, καθώς στις μέρες μας, ελάχιστοι εκ των μεταναστών που περνούν τα ελληνικά σύνορα τυγχάνουν της προβλεπόμενης Διεθνούς Προστασίας Προσφύγων, Ενώ η ισχύουσα συνθήκη Δουβλίνο ΙΙ, δεν επιτυγχάνει παρά τον εγκλωβισμό του μεγαλύτερου ποσοστού μεταναστών στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως του τελικού τους προορισμού. Έπειτα, ιδιαίτερης σημασίας είναι και το επίπεδο της πολιτισμικής αφομοίωσης που θα επιτευχθεί, το οποίο οφείλει να ισορροπεί, ανάμεσα στη μέθεξη του μετανάστη από τη μία, στα πολιτισμικά πρότυπα της χώρας υποδοχής, με παροχή συγκεκριμένων δικαιωμάτων και γνωστοποίηση βασικών υποχρεώσεων, αλλά και την προστασία από την άλλη μεριά, των ιδιαίτερων πολιτισμικών στοιχείων που εκπορεύονται από την προσωπική του καταγωγή, όπως για παράδειγμα η έμπρακτη εξασφάλιση της ανεξιθρησκίας, με χώρους λατρείας όλων των θρησκειών, η διευκόλυνση στη γλωσσική συνεννόηση, η αποδοχή της διαφορετικότητας στα ήθη και τα έθιμα, ο εν γένει σεβασμός της ξένης κουλτούρας και η κατάργηση κάθε απόπειρας βίαιου εξελληνισμού της. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσο η υφιστάμενη αστυνόμευση αυτού του τόπου κινείται τελικά υπέρ του ή εις βάρος του, και κατά πόσο αποτελεί τροχοπέδη στην προσπάθεια συρρίκνωσης του μεταναστευτικού ζητήματος με θεμιτά μέσα.

Πέρα και πάνω απ’ όλα όμως, ο πυρήνας του προβλήματος και το κλειδί για την επίλυσή του, βρίσκονται στον ατομικό νου, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε δημοκρατικής κοινωνίας, στο επίπεδο της κοινωνικής ωρίμανσης που έχει επιτευχθεί, στην ετοιμότητα του ανθρώπου να απαγκιστρωθεί από τα δεσμά του δογματισμού και της προκατάληψης και να δεχθεί τη νέα πραγματικότητα, με όραμα να τη βελτιστοποιήσει. Είτε το επιθυμούμε, είτε όχι, είμαστε όλοι παιδιά μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, όπου η πολυπολιτισμικότητα και η πανσπερμία των εθνών είναι παραπάνω από αναπόφευκτες. Η οπισθοδρομική λογική του ‘‘πονάει  κεφάλι, κόβει κεφάλι’’ μπορεί να αποβεί μοιραία για τη δημοκρατία, επιφέροντας τα αντίστροφα αποτελέσματα, γυρίζοντάς μας σε αιματοβαμμένες σελίδες της Παγκόσμιας Ιστορίας. Πέραν της πολιτικής ευθύνης, υπάρχει και η ατομική, και υποχρεούμαστε όλοι να απαλλάξουμε εαυτόν από τον ιό της ξενοφοβίας και της μισαλλοδοξίας, προτού μας καταστείλει ολοκληρωτικά. ‘‘Το νικάν εαυτόν πασών νικών πρώτη και αρίστη. Το δε ηττάσθαι αυτόν υφ’ εαυτού, αίσχιστον και κάκιστον.’’

Δείτε το άρθρο της Δήμητρας Καραντζένη και  στο περιοδικό του apopseis με θέμα «Ομογένεια και Μετανάστευση»



Maroukis, Thanos (2008) Greece. Project Report prepared for the CLANDESTINO project, ELIAMEP,διαθέσιμο στο: http://clandestino.eliamep.gr/clandestino-country-reports/ , Athens.

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Δήμητρα Καραντζένη

Απόφοιτος Επικοινωνίας και ΜΜΕ

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

M.Sc. στις Διεθνείς, Ευρωπαϊκές και Πολιτικές Σπουδές

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ‘ΑΛΛΟΥ’

 Ελλάδα. Σταυροδρόμι τριών ηπείρων, χώρα εξέχουσας γεωγραφικής σημασίας από στρατηγική άποψη, γέφυρα της Ανατολής με τη Δύση και εσχάτως, χώρα διαμετακόμισης και εν τέλει επ’ αόριστον παραμονής συνεχών μεταναστευτικών ρευμάτων, τόσο από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των γειτόνων Βαλκανίων, όσο και της Μέσης Ανατολής. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Υπολογίζεται ότι το 2008 η Ελλάδα είχε περίπου ένα εκατομμύριο μετανάστες, οι οποίοι αποτελούν περίπου το 10% του συνολικού πληθυσμού των έντεκα εκατομμυρίων, εκ των οποίων οι παράνομοι υπολογίζονταν στους 280.000. [1]

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο