Δεν έχω καμία απολύτως σχέση με το μουσικό είδος που “υπηρετούσε” ο Παντελής Παντελίδης και ούτε θα αποκτήσω ποτέ. Δεν το κρίνω. Δηλώνω απλώς, ότι δεν μου αρέσει. Έχω όμως “στενή” σχέση, μα πάρα πολύ στενή όμως, με αυτό που λέγεται μητρότητα, οικογένεια, θλίψη, θάνατος, αγάπη, χαρά, πόνος, θρήνος και με όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα, που είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους, σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, ανεξάρτητα με την εθνικότητά τους, τη θρησκεία τους, τη γλώσσα που μιλάνε, την επαγγελματική τους ιδιότητα. Γι αυτό και την περίπτωση Παντελίδη, την κουβαλάω τόσες μέρες μέσα μου και τη σέρνω σαν ένα τεράστιο βαρίδι, για ένα ακόμα νεαρό παιδί που έχασε τη ζωή του, είτε γιατί κανένας δεν του έμαθε ότι δεν πρέπει να οδηγεί πιωμένο, είτε γιατί οι δρόμοι και τα κιγκλιδώματα στη χώρα μας είναι κακοτεχνημένα. Το παλικαράκι όμως έφυγε και τίποτα δεν θα το γυρίσει πίσω στον δικό μας κόσμο, όσα κι αν γράψουμε, ό,τι κι αν πούμε, όσο κι αν θρηνήσουμε, αληθινά ή ψεύτικα.
Σ’ αυτό όμως ακριβώς το σημείο, βρίσκεται και το μεγάλο ζήτημα. Στα ψεύτικα. Και τα ανήθικα. Γιατί ο πόνος του θανάτου αυτού του παιδιού, το κενό που δημιούργησε η απώλειά του και το πένθος που θα την ακολουθήσει, ανήκουν σε ένα μόνο ελληνικό σπίτι! Σε ένα και μοναδικό! Στης μάνας του και στου πατέρα του! Σε κανενός άλλου! Ούτε καν στων υπολοίπων συγγενών, πόσο μάλλον στο δικό σας, στο δικό μου ή στων πολυάριθμων αυτών θαυμαστών και θαυμαστριών, που έκλαιγαν το περασμένο Σάββατο στις καφετέριες, παρακολουθώντας στις ταμπλέτες τους την κηδεία του. Και καθώς ο νεαρός υπήρξε από αυτούς τους διάττοντες αστέρες, που άναψαν εντελώς ξαφνικά, με την ίδια ταχύτητα θα εξαφανιστεί δυστυχώς και από το στερέωμα του ελληνικού πενταγράμμου και σε 6 μήνες το πολύ, δεν θα τον θυμάται κανείς ούτε καν για τη σύντομη τραγουδιστική του καριέρα. Δυστυχώς!..
Ποιοι είναι αυτοί όμως, που δημιουργούν τόσο θόρυβο γύρω από μια τόσο αυστηρά κλειστή, οικογενειακή και φιλική υπόθεση, όπως είναι η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου; Από πού παίρνουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν σε μια τόσο δυσάρεστη προσωπική στιγμή, ενδεχομένως και απρόσκλητοι; Γιατί μην μου πείτε, ότι ο χαροκαμένη μάνα κάλεσε φωτορεπόρτερ και “δημοσιογράφους” να καλύψουν τα γεγονότα του ατυχήματος και της κηδείας του παιδιού της; Δεν θα σας πιστέψω! Δεν φαντάζομαι, ότι κι εσείς το πιστεύετε! Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί, που εισβάλλουν στις ζωές μας με το έτσι θέλω και τις καταντούν θεατρικές παραστάσεις με τόση ασέβεια και ανηθικότητα; Από πού αντλούν αυτό το θράσος; Και γιατί ποτέ κανείς – οικογένεια, σπίτι, σχολείο, Πανεπιστήμιο ή ό,τι άλλο – δεν τους έβαλε ένα φρένο, δεν τους έμαθε πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα όρια της “ηθικής”; Θέλω να το μάθω! Και θέλω να τους πετάξω έξω από τις ζωές όλων μας! Θέλω να τους κοπεί αυτό το δικαίωμα, που αυθαίρετα απέκτησαν, το καταπάτησαν, το καταχράστηκαν και τελικά, το ξεκατίνιασαν!
Δεν είναι η πρώτη φορά, που η ελληνική τηλεόραση κερδίζει χρόνο – ναι, αυτό ακριβώς κάνει, κερδίζει χρόνο! – δίνοντας υπερβολική έμφαση σε κάποιο γεγονός, κυριολεκτικά δράττοντας κάποια ευκαιρία (στην προκειμένη περίπτωση τον ακαριαίο θάνατο αυτού του δημοφιλούς νεαρού παιδιού), προκειμένου να καλύψει άλλα, πολύ σοβαρότερα και σημαντικότερα, που συμβαίνουν ήδη ή που πρόκειται σύντομα να συμβούν. Δεν είναι η πρώτη φορά, που εισβάλλει στα σπίτια μας, χειραγωγώντας την ήδη θολωμένη σκέψη μας και το κλονισμένο συναίσθημά μας. Έχει συμβεί άπειρες φορές στο παρελθόν και θα ξανασυμβεί, αν συνεχίσουμε να το επιτρέπουμε. Αυτός ο σατανάς, που εδώ και δεκαετίες αποπροσανατολίζει και την απειροελάχιστη ακόμα ικανότητά μας να σκεφθούμε λογικά, να μετρήσουμε και να αξιολογήσουμε πέντε πράγματα που μας αφορούν σοβαρά, συνεχίζει με τον ίδιο χυδαίο, τον ίδιο ανήθικο, αλλά και πολύ απειλητικό πλέον τρόπο, να εξακολουθεί την ίδια τακτική. Χωρίς κανένα όριο, χωρίς κανένα φρένο, σαν αυτό που δεν πάτησε ο άτυχος νεαρός. Συνεχίζει με την ίδια ιλιγγιώδη και ανεξέλεγκτη ταχύτητα, να καθορίζει τη σκέψη μας, το γέλιο μας, το κλάμα μας, καθιστώντας μας πιόνια, που σέρνονται ομαδικά, τη μια σε γάμους και την άλλη σε κηδείες. Και το κάνει, καθιστώντας θύματα – τα πιο τραγικά από όλους, πόση τραγική ειρωνεία! – πρωτίστως τα άμεσα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, εκμεταλλευόμενα τον πόνο τους, το θρήνο τους, το πένθος τους, χωρίς κανέναν σεβασμό για μια στιγμή ιερή, προσωπική, οικογενειακή. Τρεις ή τέσσερις μέρες τηλεοπτικού “πένθους” για τον νεαρό Παντελίδη, μπορεί να σημαίνει απόκρυψη πολλών σημαντικών γεγονότων, που αυτήν την στιγμή μπορεί να μας αφορούν άμεσα, να πλήττουν ακόμα περισσότερο τις ζωές μας, να διαταράσσουν τις ελάχιστες εναπομείνασες ισορροπίες μας, να διακυβεύουν σε έσχατο βαθμό τη δημοκρατία μας. Ένα ψευδοκουκούλωμα σημαντικών γεγονότων – ποιος ξέρει πάλι τι; – κρυμμένων πίσω από τον ανήθικα ψεύτικο θρήνο για τον χαμό ενός νεαρού παιδιού, που αυτήν την στιγμή θα έπρεπε κανονικά να ζει. Μια απροκάλυπτη ασέβεια απέναντι στην αναντικατάστατη απώλεια αυτής της μάνας. Κι από την άλλη, απέναντι σ’ έναν ολόκληρο παραζαλισμένο λαό, αποπροσανατολισμένο, αποχαυνωμένο, μπροστά στις γιγαντοοθόνες του, που περιμένει – θαρρείς χαπακωμένος – να τον αποτελειώσουν.
Μόνο που τότε, δεν θα υπάρχει πια κανείς ζωντανός να τον θρηνήσει!…
Λίλιαν Μπαντάνη
Με όλο μου τον σεβασμό, τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια στην οικογένεια του παλικαριού.