Σκοτείνιασε. Βλέμμα και ώρα.
Και όμως δεν ήταν βράδυ
και ο ουρανός ήταν ασκεπής.
Τα μαντάτα που έμαθε,
που αρνήθηκε ν’ακούσει,
έγιναν ο καιρός του, η ώρα που την ξόρκιζε.
Τώρα, πού η φωνή, πού το κλάμα, το παράπονο;
Πνίγηκαν στην ώρα της είδησης.
— Ένα ψέμα, γρήγορα ένα ψέμα,
ακούστηκε φωνή,
να σκεπάσουμε το μήνυμα,
με κουρελούδες, με κουβέρτες,
με τα ρούχα μας τα φορεμένα…
και η φωτιά που τούτο άναψε,
πρώτα να κάψει εκείνο.
Δεν εισακούστηκε. Πάγωσε η φωνή.
Κρύο φως πλημμύρισε τον χώρο
σαν σκότος κι ας μην ήταν βράδυ…
κι ας ήταν ασκεπής ο ουρανός.
Τα μαντάτα τελεσίδικα τον καταδίκαζαν.
Αναχωρητής από τον έλλογο κόσμο.
Για όπου άντεχε. Μακριά από την πληγή
που τάχθηκε να μένει ανοιχτή.
Κοιταχτήκαμε. Αρνηθήκαμε τον από…κοσμο του.
Ωστόσο… βράδιαζε
Εκείνη η μέρα, προτού να γίνει βράδυ.
Ασύγγνωστα, στα μάτια μας.