γράφει ο Νίκος Βότσιος.
Φτάνουμε για πρώτη φορά στις κάλπες μετά από τέσσερα αδιάκοπα χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και το ερώτημα της ιδεολογίας του ακόμη δεν έχει απαντηθεί.
Πριν από μερικά χρόνια είδαμε όλοι μας ένα κόμμα από την «εξωκοινοβουλευτική αριστερά» να μπαίνει στη Βουλή και με ασύλληπτους ρυθμούς να καταφέρνει μια συντριπτική νίκη με ποσοστό άνω του 36%. Το κόμμα που θα έσκιζε τα μνημόνια, θα καταργούσε τον ΕΝΦΙΑ, θα έφερνε την ελπίδα και πολλά άλλα «θα».
Το κοινό που έχουν αυτά τα «θα» είναι πως ανήκουν σε ένα ευρύτερο, ρομαντικό θα έλεγε κανείς, ιδεολογικό μανδύα της Αριστεράς. Και δη της Ριζοσπαστικής. Κόντρα σε δανειστές και σοσιαλδημοκρατία, κόντρα στο συντηρητικό κομουνισμό, κόντρα στο καθεστώς.
Η αλήθεια είναι πως πήγε ομολογουμένως εξαιρετικά μέχρι τη στιγμή των έργων όπου και αναγκάστηκε ο πρωθυπουργός να «πάθει» αυταπάτες προκειμένου να εξασφαλίσει την πολυπόθητη πολιτική του επιβίωση.
Ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για διεύρυνση, ή μάλλον για να είμαι πιο συνεπής «πλατιά απεύθυνση» όμως στην πραγματικότητα αντί για διεύρυνση- τουλάχιστον αυτό θεώρησα πως εννοεί- κάνει στόχευση ως προς το κοινό. Ο πιο εύκολος στόχος; Το ΚΙΝΑΛ.
Όχι μόνο γιατί η κυρία Γεννηματά δεν είναι ικανή αρχηγός, αλλά γιατί ο φορέας είναι εύθραυστος, ειδικά με την αρχική ένταξη και έπειτα αποχώρηση Ποταμιού και ΔΗΜΑΡ, αρχικά έχασε το χαρακτήρα ενός «ανανεωμένου ΠΑΣΟΚ» και τελικά μη έχοντας κάτι περισσότερο, αναγκάστηκε να επιστρέψει σε αυτό.
Αυτό για τον πρωθυπουργό σήμαινε πως έπρεπε γρήγορα να αλλάξει τα πάντα: ατζέντα, πρόγραμμα και πρόσωπα. Και τα έκανε όλα, ξέχασε τις κρεμάλες και τη Θεσσαλονίκη και γύρισε σελίδα. Αλλά πάντα με ημίμετρα. Ποτέ δεν αποχωρίστηκε τη βάση του, γιατί ποτέ δεν άλλαξε.
Μείωσε τη φορολογία των εφοπλιστών κατά 100 εκατομμύρια, αλλά άφησε το Ρουβίκωνα να κάνει «πάρτι» σε πανεπιστήμια, Πρεσβείες, Υπουργεία, Πεντάγωνο και Βουλή για να βγάλει το άχτι του.
Συμφωνείς ή διαφωνείς, αυτές είναι ενέργειες που τείνουν να εκφράζονται στους «ακτιβιστικούς κύκλους» της άκρας αριστεράς. Όπως και οι επιθέσεις σε καταστήματα.
Αφού έγινε φιλοευρωπαίος, χρειάστηκαν χρήματα. Έκοψε το ΕΚΑΣ και αύξησε τη φορολογία, αλλά έδωσε κοινωνικό μέρισμα, το οποίο και πήγε φυσικά σε όσους δεν φορολογούνται. Έδωσε στον Κουφοντίνα περισσότερες μέρες άδεια απ’ ό,τι παίρνει ο μέσος ιδιωτικός υπάλληλος. Ο ίδιος υπάλληλος που πληρώνει τους παραπάνω φόρους.
Κάπως έτσι εκπλήσσονται μερικοί που βλέπουν το ΣΥΡΙΖΑ να παίζει στις δημοσκοπήσεις στο 20%-23% από το κραταιό 36% και το ρίχνουν σε θεωρίες συνωμοσίας περί συμφερόντων. Έχουν και δίκιο και άδικο.
Περί συμφέροντος πρόκειται, αλλά όχι κάποιου μεγάλου σκοτεινού επιχειρηματία που στον ελεύθερό του χρόνο σχεδιάζει την επιστροφή στον εργασιακό μεσαίωνα, αλλά του ιδίου του πρωθυπουργού και όλου του κόμματος αυτού. Μην ξεχνάμε ότι πρόκειται άλλωστε για ένα χαρακτηριστικά προσωποπαγές κόμμα. Και κρίνω πως αυτό θα αναδειχθεί σε τρομερό ζήτημα στα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ τα επόμενα χρόνια.
Για άλλη μια φορά πάντως ο πρωθυπουργός μας αποδεικνύει το πολιτικό του δαιμόνιο. Έφερε τα μνημόνια στην Αριστερά και τις επιδρομές στη σοσιαλδημοκρατία. Παρά την προφανή αποτυχία απέναντι στους στόχους που ο ίδιος εξήγγειλε, η δυναμική του παραμένει σταθερή σε ικανοποιητικά επίπεδα χωρίς βέβαια να παραμένει άτρωτος και έχοντας χάσει από τα χέρια του την αγαπημένη επιχειρηματολογία περί «ηθικού πλεονεκτήματος».
Είναι λοιπόν Ριζοσπάστης ή Σοσιαλδημοκράτης ο Αλέξης Τσίπρας; Είναι ριζοσπαστικό ή σοσιαλδημοκρατικό το κόμμα του; Η απάντηση είναι λίγο και από τα δύο αρχικά, αλλά τίποτα από τα δύο. Το σίγουρο είναι πως δεν πρόκειται για κάτι νέο, αλλά για κάτι πραγματικά παλιό, για τα δεδομένα της Ελλάδας.
Σαν εκείνη την παροιμία που ακούμε από τους παππούδες μας: «Ό,τι φάμε, ό, τι πιούμε και ό, τι αρπάξει ο…» Την συνέχεια την ξέρετε.