Το 1975, μαζί με κάποιους άλλους αντιπρόσωπους ΜΚΟ με έδρα την Γενεύη, οργανώσαμε την 50η επέτειο του Πρωτοκόλλου της Γενεύης που υπογράφηκε το 1925 και απαγόρευε οποιαδήποτε χρήση ασφυξιογόνων, δηλητηριωδών ή άλλων αερίων και βακτηριωδών μεθόδων πολέμου. Το πρωτόκολλο αυτό αποτελεί την κατεξοχήν συνθήκη περί απαγόρευσης χρήσης χημικών όπλων. Παροτρύναμε τα κράτη να επικυρώσουν το πρωτόκολλο και ιδιαίτερα τα κράτη της Γαλλόφωνης Αφρικής τα οποία δεν συμπεριλήφθηκαν στην αρχική υπογραφή του πρωτοκόλλου από την Γαλλία, παρόλο που η τελευταία τέθηκε θεματοφύλακας της συνθήκης. Το πρωτόκολλο αποτελεί κατ ουσίαν μια διεθνή συνθήκη. Ονομάστηκε πρωτόκολλο γιατί έπρεπε να έχει τη φύση του πρωτόκολλου –συμπληρωματική- σε σχέση με την κύρια συνθήκη αφοπλισμών η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών. Προτείναμε επίσης ένα είδος έρευνας, την ενσωμάτωση δηλαδή στο πρωτόκολλο ενός μηχανισμού επίλυσης διαφορών ο οποίος εν συνεχεία θα συζητούσε στην Γενεύη την τύχη της σύμβασης ENMOD περί απαγόρευσης στρατιωτικής ή άλλης πολεμικής χρήσης των τεχνικών τροποποίησης του περιβάλλοντος. Η πρότασή μας αυτή τέθηκε σε εφαρμογή το 1978, δημιουργώντας έναν καινοτόμο μηχανισμό που βοηθούσε την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων να ερευνήσει τις καταγγελίες.
Ωστόσο, το 1968, οι κυβερνήσεις ξεκίνησαν μια πιο ουσιώδη συζήτηση περί χημικών όπλων, στο τότε βασικό όργανο του ΟΗΕ για τον έλεγχο των όπλων, την Επιτροπή των 18 Εθνών για τον Αφοπλισμό. Η συνήθης πρακτική του ΟΗΕ όταν οι διαπραγματεύσεις δεν είναι πρόσφορες, έγκειται στην προσθήκη στο κυρίως σώμα περισσότερων κρατών και στην αλλαγή των ονομάτων. Έτσι λοιπόν η Επιτροπή των 18 Εθνών για τον Αφοπλισμό μετονομάστηκε σε Διάσκεψη Επιτροπής Αφοπλισμού (1969-1979), σε Επιτροπή Αφοπλισμού (1979-1984) και τέλος από το 1984 μέχρι και σήμερα, σε Συνδιάσκεψη για τον Αφοπλισμό. Έπειτα από σχεδόν 30 χρόνια διαπραγματεύσεων τέθηκε σε ισχύ μία μεγαλεπήβολη σύμβαση για την Απαγόρευση της Ανάπτυξης, της Παραγωγής, της Αποθήκευσης και της Χρήσης των Χημικών Όπλων και την Καταστροφή τους (Σύμβαση για τα Χημικά Όπλα) ενώ ταυτόχρονα δημιουργήθηκε και ο Οργανισμός για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων, με έδρα τη Χάγη. Η Συρία δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση, έχει όμως επικυρώσει το πρωτόκολλο της Γενεύης.[1]
Το 1975, ελάχιστες κυβερνήσεις ενδιαφέρονταν για την ενδυνάμωση του πρωτοκόλλου της Γενεύης, ελπίζοντας σε μια γρήγορη ολοκλήρωση της κυρίως σύμβασης για τα χημικά όπλα. Ωστόσο, όταν στα τέλη της δεκαετίας του 70’ απαγγέλθηκαν σοβαρές κατηγορίες για την χρήση χημικών ουσιών στον πόλεμο του Λάος, κατά της φυλής Χμονγκ (κίτρινη βροχή), παρουσίασα μια έκθεση στα μέλη της Συνδιάσκεψης για τον Αφοπλισμό (ήταν ο μόνος τρόπος άμεσης συμμετοχής των ΜΚΟ στον διάλογο περί αφοπλισμού) με τίτλο «Η Ενδυνάμωση του Πρωτοκόλλου της Γενεύης του 1925 κατά των Δηλητηριωδών Αερίων ως Προάγγελος μιας Ευρείας Απαγόρευσης των Χημικών Όπλων» (22 Απριλίου 1980). Το κείμενο δημιούργησε πληθώρα ιδιωτικών συζητήσεων στους κύκλους των διπλωματών χωρίς όμως κάποιο έμπρακτο αποτέλεσμα.
Το κείμενό μου ωστόσο, δημιούργησε και ένα «προφίλ» των ανησυχιών μου για την χρήση των χημικών όπλων και κατ’ επέκταση για τις προσπάθειές μου να διεξαχθούν έρευνες από τον ΟΗΕ για την χρήση χημικών στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, την περίοδο 1980-1988.
Τα χημικά όπλα χρησιμοποιήθηκαν από τις αιγυπτιακές δυνάμεις ενισχύοντας τους ρεπουμπλικάνους στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης (1962-1967). Αν και η Αίγυπτος είχε επικυρώσει το πρωτόκολλο της Γενεύης το 1928, οι δυνάμεις της έκαναν ευρύτατη χρήση χημικών στην Υεμένη. Διεξήχθησαν έρευνες από τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ) η οποία ανέφερε ότι «είναι εξαιρετικά ενοχλημένη και ανήσυχη γι αυτές τις μεθόδους πολέμου που έχουν αναμφίβολα απαγορευθεί από το κωδικοποιημένο διεθνές εθιμικό δίκαιο». Ωστόσο, ο Ερυθρός Σταυρός είναι εξαιρετικά προσεκτικός όταν πρόκειται να σχολιάσει δημόσια τις παραβάσεις που τελούνται σε καιρό πολέμου, από φόβο ότι η δημοσιότητα θα παρεμποδίσει το έργο της φροντίδας των τραυματιών και των επισκέψεων στους αιχμαλώτους. Οι ΗΠΑ απάντησαν σιωπώντας, προφανώς εξαιτίας των χημικών ουσιών που χρησιμοποιούσαν την περίοδο εκείνη στο Βιετνάμ, με την μορφή φυτοφαρμάκων και παρενοχλητικών ουσιών. Στην Γενεύη πάλι, μόλις τη δεκαετία του 70’ άρχισε να φαίνεται η δραστηριότητα των αντιπροσώπων των ΜΚΟ στις διαπραγματεύσεις του ΟΗΕ για τον αφοπλισμό. Στον πόλεμο της Υεμένης λοιπόν, υπήρξε ελάχιστη δραστηριότητα από μεριάς ΜΚΟ μιας και σε κάθε περίπτωση η περιοχή δεν είναι υψίστης σημασίας.
Ωστόσο, πολλοί θυμόντουσαν ακόμα την αιγυπτιακή παρέμβαση. Λίγο μετά το τέλος των εχθροπραξιών στην Υεμένη, το 1967, η Συρία ζήτησε την τεχνική βοήθεια της Αιγύπτου για να αναπτύξει τις δικές της μονάδες χημικών όπλων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αιγυπτιακή τεχνογνωσία έδειξε επίσης και το Ιράκ, το οποίο στα τέλη της δεκαετίας του 60’ ξεκίνησε το δικό του πρόγραμμα χημικών όπλων ζητώντας βοήθεια από τις ΗΠΑ. Το 1967, ο Σαντάμ Χουσεΐν πραγματοποίησε μαζί με 15 περίπου Ιρακινούς αξιωματούχους, ένα διερευνητικό ταξίδι στις ΗΠΑ με σκοπό να ενημερωθούν για τις χημικές τεχνικές πολέμου και άμυνας, και να παρακολουθήσουν δοκιμές των χημικών όπλων σε αμερικανικά πεδία ελέγχου.
Εξ αρχής θεωρούσα ότι ένας πόλεμος μεταξύ του Ιράν και του Ιράκ ήταν λάθος και ότι εάν το σοβαρότερο πρόβλημα ήταν πράγματι ο καθορισμός των συνόρων, όπως ισχυριζόταν το Ιράκ, τότε υπήρχαν πολύ καλύτεροι τρόποι αντιμετώπισης των αντιμαχόμενων διεκδικήσεων. Άρχισα λοιπόν να αναλογίζομαι κατά πόσο ήταν εφικτή η διαμεσολάβηση. Ένας από τους ετεροθαλείς αδελφούς του Σαντάμ Χουσεΐν τελούσε τότε πρέσβης του Ιράκ στα γραφεία του ΟΗΕ στη Γενεύη, και έχω την εντύπωση ότι οι προτάσεις μου διαβιβάστηκαν. Επίσημες προσπάθειες διαμεσολάβησης του ΟΗΕ δεν έγιναν μέχρι και τα τέλη του 1985,όταν και τελικά διενεργήθηκαν στη Γενεύη και είχαν ως αποτέλεσμα την κατάπαυση του πυρός τον Αύγουστο του 1988.
Η πρώτη επίσημη καταγγελία του Ιράν στον ΟΗΕ για χρήση χημικών όπλων ήρθε το 1983. Η καταγγελία προσέκρουσε στα δομικά εμπόδια που είχα επισημάνει στην έκθεσή μου: το πρωτόκολλο του 1925 στη Γενεύη δεν διέθετε μέτρα διερεύνησης ούτε προέβλεπε την επίλυση διαφορών. Ως εκ τούτου προέκυψε ένας μακροσκελής διάλογος μεταξύ των κυβερνήσεων, σχετικά με τα βήματα που έπρεπε να ακολουθηθούν. Εν τέλει η λύση βρέθηκε μέσα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ το οποίο ενέκρινε την διερεύνηση. Οι έρευνες του ΟΗΕ βασίστηκαν κυρίως στην ιατρική εξέταση των θυμάτων στους καταυλισμούς, η οποία όμως διενεργήθηκε κάποιες μέρες μετά το συμβάν. Ως μέρος του εκτενούς του έργου για την δυνατότητα ελέγχου των χημικών όπλων, το αξιοσέβαστο Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών της Στοκχόλμης για την Ειρήνη διεξήγαγε ανεξάρτητες συνεντεύξεις με τα θύματα.
Οι έρευνες του ΟΗΕ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ιρακινές στρατιωτικές δυνάμεις έκαναν όντως χρήση χημικών όπλων παραβιάζοντας το πρωτόκολλο της Γενεύης· καμία ωστόσο περαιτέρω ενέργεια δεν πραγματοποιήθηκε. Η στρατιωτική αποτελεσματικότητα των χημικών όπλων στον πόλεμο μεταξύ Ιράν – Ιράκ αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων ανάμεσα στους στρατιωτικούς ειδήμονες. Σύμφωνα με τα στατιστικά που δημοσίευσαν οι ιρανικές αρχές, από το ένα εκατομμύριο θύματα του πολέμου, μόλις το 3% προκλήθηκε από τα χημικά όπλα. Ωστόσο η επίδραση των χημικών όπλων στο ηθικό του στρατού αλλά και ο τρόμος που προκάλεσαν στους πολίτες, δεν μπορούν να μετρηθούν. Τον Μάρτιο του 1988, όταν το Ιράκ απείλησε δημοσίως να χρησιμοποιήσει χημικά όπλα κατά ιρανικών πόλεων, αυτομάτως πολύς κόσμος εγκατέλειψε την Τεχεράνη. Τον ίδιο μήνα τα ιρακινά στρατεύματα επιτέθηκαν με χημικά όπλα κατά αμάχων στην Ιρακινή – Κουρδική πόλη Χαλάμπτζα.
Για την σφαγή στην Χαλάμπτζα έγινε επίκληση σε μία σύμβαση του Ερυθρού Σταυρού που επίσης σχετίζεται με την περίπτωση της Συρίας. Με νωπές ακόμα τις μνήμες από τον πόλεμο του Βιετνάμ, ο οποίος σύμφωνα με τους ορισμούς των αρχικών συμβάσεων του Ερυθρού Σταυρού, δεν αποτελεί «διεθνή πόλεμο», διεξήχθη μια συνδιάσκεψη στη Γενεύη με θέμα την παροχή προστασίας σε περιπτώσεις «εμφυλίων» ή εσωτερικών διενέξεων. Η συνδιάσκεψη οδήγησε στα πρόσθετα πρωτόκολλα της Γενεύης το 1977 τα οποία αναφέρουν στο άρθρο 51 παρ.2 ότι «Ο αστικός πληθυσμός αυτός καθεαυτός, καθώς και οι απλοί ιδιώτες δεν θα αποτελούν αντικείμενο επιθέσεως. Οι ενέργειες ή οι απειλές χρήσης βίας, πρωταρχικός σκοπός των οποίων είναι η εξάπλωση τρόμου στον αστικό πληθυσμό, απαγορεύονται[2]». Επιπλέον, στο άρθρο 51 παρ.6 τίθεται ο όρος ότι «Οι επιθέσεις κατά του αστικού πληθυσμού ως αντίποινα, απαγορεύονται».
Δεν υπάρχει επομένως μια διεθνώς ενιαία, πολιτική κυρώσεων για τους παραβάτες του ανθρωπιστικού δικαίου. Τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να επικαλεσθούν το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, όπως το επικαλέστηκαν στα δικαστήρια του Ιράκ για την χρήση χημικών όπλων κατά των Κούρδων, κάτι όμως που δεν έπραξαν στην αντίστοιχη περίπτωση κατά του Ιράν. Επιπλέον, οι μετά-Σαντάμ δίκες εφαρμόζουν σχεδόν το «δίκαιο του ισχυρού» γεγονός που δεν τις ευνοεί ώστε να αποτελέσουν τη βάση του διεθνούς δικαίου. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει το ανθρωπιστικό δίκαιο για να εκδικάσει, μοναχά που η δικαιοσύνη του αργεί να αποδοθεί.
Η χρήση δηλητηριωδών αερίων χτυπάει μια ευαίσθητη, σχεδόν υποσυνείδητη χορδή. Η αντίδραση αυτή δεν προκαλείται στον ίδιο βαθμό όταν πρόκειται για τον πυροβολισμό ενός όπλου. Οι κλασικοί Έλληνες και οι Ρωμαίοι απαγόρευαν τη χρήση δηλητηρίου ως μέθοδο πολέμου, ειδικά τη δηλητηρίαση πηγαδιών καθώς όλοι είχαν ανάγκη το πόσιμο νερό. Αντίστοιχα τα δηλητηριώδη αέρια είναι αποτρόπαια γιατί όλοι έχουν την ανάγκη να αναπνέουν για να ζήσουν.
Πρέπει λοιπόν να πραγματοποιηθούν οι έρευνες του ΟΗΕ και να ληφθούν οι σωστές απαντήσεις. Ο βομβαρδισμός των στρατιωτικών εγκαταστάσεων στη Συρία δεν θα επιφέρει την καλή πίστη που χρειάζεται για τις διαπραγματεύσεις με την εμπόλεμη χώρα. Τίθεται λοιπόν η βραχυπρόθεσμη ανάγκη να σταματήσουν τα τύμπανα του πολέμου και ταυτόχρονα να καταδικαστεί σφόδρα η χρήση χημικών όπλων. Τίθεται επίσης η πιο μακροπρόθεσμη ανάγκη να ξεκινήσουν προσπάθειες σοβαρών διαπραγματεύσεων με όσο το δυνατόν περισσότερους υποστηριχτές των χημικών όπλων, αλλά και η ανάγκη δημιουργίας κυβερνητικών δομών, από τη μεριά της Συρίας, που θα αντιπροσωπεύουν πλήρως την πολύ-πολιτισμική κοινωνία της χώρας.
΅ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΝΔΡΕΙΩΤΗ΅
Διαβάστε το άρθρο του Rene Waldow και στο ειδικό αφιέρωμα του apopseis στη Συρία πατώντας εδώ.