Η έλλειψη ή ελλειμματική λειτουργία θεσμικών αντίβαρων, η χαοτική και ταχύτατα μεταλλασσόμενη πολυνομία, η παραλυτική πολυδιάσπαση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, οι αέναοι και πρόχειροι κυβερνητικοί και διοικητικοί μετασχηματισμοί, οι ανασχηματισμοί όπου συχνά οι αλλαγές υπουργών της ίδιας κυβέρνησης προσλαμβάνουν χαρακτήρα καθεστωτικής αλλαγής δεν επιτρέπεται να είναι χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης δυτικής δημοκρατίας.
Δυστυχώς αυτές είναι κυρίαρχες αλληλοτροφοδοτούμενες παθογένειες του Ελληνικού κράτους. Υπάρχουν από την ίδρυση του, εντάθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, οδήγησαν στη κρίση και η κρίση τις ανέδειξε.
Το σύγχρονο Ελληνικό κράτος έχει έλλειμα λειτουργικής συνοχής. Λειτουργεί με παύσεις, εξάρσεις και ασυνέχειες. Οδηγείται σε συνεχείς ασυνέπειες απέναντι στους πολίτες του. Εμφανίζεται για τους λόγους αυτούς αναξιόπιστο στο εσωτερικό και εξωτερικό.
Όσον αφορά τη κυβερνητική συγκρότηση και λειτουργία μερικοί αριθμοί είναι εξαιρετικά ενδεικτικοί:
Από το 1974 έως το 2011 χρησιμοποιήθηκαν ως Υπουργοί, Αναπληρωτές Υπουργοί και Υφυπουργοί 554 πρόσωπα που κατέλαβαν 1100 διαφορετικές θέσεις στις διαδοχικές κυβερνήσεις. Από το 2011 μέχρι το 2016 οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι 163 πρόσωπα σε 228 θέσεις.
Δεν είναι όμως μόνο οι άνθρωποι. Είναι και τα Υπουργεία. Τις τελευταίες δεκαετίες κάθε καινούργια ή ανασχηματιζόμενη κυβέρνηση θεωρεί εθιμικό καθήκον της να αλλάξει τον αριθμό, τα ονόματα, τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες των υπουργείων.
Για να ικανοποιήσει εσωτερικές ισορροπίες, προσωπικές εμμονές ή αντιπαλότητες, τοπικιστικές σκοπιμότητες και προπαντός για να δημιουργήσει ανούσιες εντυπώσεις.
Για να αναδειχθεί κάποιο πρόβλημα ιδρύεται αντίστοιχο υπουργείο…
Αυτά είχαν και έχουν ως συνέπεια να αναστατώνεται μέχρι παράλυσης η διοίκηση, να στερούνται οι υπουργοί πολύτιμων υπηρεσιακών συνεργατών, να δημιουργούνται αδικαιολόγητα έξοδα και να εντείνεται η ταλαιπωρία πολιτών και υπαλλήλων.
Ως φυσικό επακόλουθο, όλες οι υπηρεσίες μέχρι να αποκτήσουν εκ νέου λειτουργική επάρκεια βρίσκονται σε αναμονή του επόμενου σχηματισμού ή ανασχηματισμού.
Όλα τα παραπάνω θα ήταν αστεία αν δεν οδηγούσαν, μαζί με άλλα, στις τραγικές συνέπειες που ζούμε. Η κατάσταση αυτή δεν αρμόζει σε σοβαρή κρατική οντότητα.
Καμία δυτική δημοκρατία δεν ακολουθεί τους δικούς μας ρυθμούς υπουργικών αλλαγών.
Δεν χρειάζεται να αναμένουμε τη συνταγματική αναθεώρηση για να συνεννοηθεί και να αυτοδεσμευτεί το πολιτικό σύστημα, τα κοινοβουλευτικά κόμματα, σε απλές αρχές που διασφαλίζουν τη συνέχεια του κράτους σε κυβερνητικό επίπεδο. Θυμίζω ότι η πρότυπη δυτική κοινοβουλευτική δημοκρατία, το Ηνωμένο Βασίλειο, λειτουργεί επί αιώνες με άγραφους συνταγματικούς κανόνες.
Πρώτο, οι αλλαγές στη συγκρότηση των υπουργείων να γίνονται με μεγάλη φειδώ.
Η ενδεχόμενη ανάγκη για τον ορισμό μιας νέας Διοίκησης σε ένα υπουργείο δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε ευρεία η έστω περιορισμένη ανασυγκρότηση όλης της κυβέρνησης.
Δεύτερο, οι επιλογές των υπουργών να γίνονται με μεγάλη προσοχή ως προς την καταλληλότητα και επάρκεια. Να τους δίνεται στρατηγικό βάθος χρόνου να μάθουν καλά το αντικείμενο των υπουργείων τους, να γνωρίσουν πρόσωπα και πράγματα στα υπουργεία τους και τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς θεσμούς, να εφαρμόσουν τις πολιτικές επιλογές τους σε πλαίσιο συνέχειας του κράτους και με τον αναγκαίο για την υλοποίηση βηματισμό.
Τρίτο, αν απαιτείται οπωσδήποτε αλλαγή στις αρμοδιότητες υπουργείων αυτό να γίνεται με νόμο, ενδεχομένως αυξημένης πλειοψηφίας, και να τίθεται σε ισχύ είτε από την επόμενη Βουλή είτε από την επόμενη σύνοδο της ίδιας Βουλής. Αυτό θα δώσει τον απαιτούμενο χρόνο για μια ανασυγκρότηση των υπηρεσιών με μελέτη και τάξη. Θα εξαλείψει επίσης τον παράγοντα του ευκαιριακού εντυπωσιασμού. Θα δώσει άνεση ανεύρεσης και προετοιμασίας του νέου υπουργού.
Τέταρτο, είναι αυτονόητο ότι στη λογική της διάκρισης των Λειτουργιών του Κράτους, ενόψει της Συνταγματικής Αναθεώρησης, να εξετασθεί πολύπλευρα αν οι υπουργοί θα έπρεπε να είναι ταυτόχρονα και βουλευτές.
Όλα τα παραπάνω με πολιτική βούληση και εθνική συνεννόηση θα ήταν δυνατόν να γίνουν άμεσα. Βεβαίως όσο η πολιτική αντιπαλότητα παίρνει χαρακτηριστικά θεσμικής σύγκρουσης δεν υπάρχουν βάσιμες ελπίδες ότι μπορούν να συμφωνηθούν αυτά ή ανάλογα βελτιωτικά μέτρα για τη λειτουργία του κράτους.