Επειδή πολλά γράφτηκαν και πολλά ειπώθηκαν το νέο και εξαιρετικά λεπτομερές και αποκαλυπτικό βιβλίο του ναυάρχου Λυμπέρη το διάβασα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Προσπαθώ όπως και πολλοί άλλοι να καταλάβω τις παθολογίες που προκάλεσαν ασθένειες και την ύστερη πτώση μετά το 2010. Αποτελεί και δική μου εμπειρία όποτε και όταν τις δεκαετίες του 1990 και 2000 βρέθηκα με μέλη του πολιτικού προσωπικού της μεταπολίτευσης ότι οι παθολογίες εντοπίζονται πρωτίστως σε αυτό το επίπεδο. Βασικά, ενώ έχουμε πανίσχυρες Ένοπλες Δυνάμεις και μια από τις πιο συνεκτικές κοινωνίες του πλανήτη με ζηλευτή κληρονομιά πολιτικών παραδόσεων και πολιτικού πολιτισμού, πολιτικά πάσχουμε.
Μετά από πολλή σκέψη δέχομαι σχεδόν απόλυτα την ανάλυση συναδέλφων όπως ο Γιώργος Κοντογιώργης ή συγγραφέων όπως ο Βαγγέλης Κοροβίνης οι οποίοι υποστηρίζουν πως μετά τους Βαυαρούς η διαίρεση κοινωνίας και όσων βρίσκονταν στην εξουσία είναι χαώδης. Βασικά, με κολοβή την εθνική ανεξαρτησία λόγω ξένης εξάρτησης δεν είχαμε και δεν έχουμε δημοκρατία καθότι οι κυβερνήσεις ούτε ανακλητές είναι ούτε δυνατό να ελεγχθούν πολιτικά. Όταν ψηφίζουμε ως πρόβατα αναγκαζόμαστε να επιλέξουμε άγνωστα πρόσωπα που προωθούν οι ολιγάρχες κάθε είδους και μετά τις εκλογές εάν και όταν εξελίσσονται σε συμμορίες καμιά δυνατότητα δεν υπάρχει για να ασκηθεί δημοκρατικός έλεγχος και να αποτυπωθεί η συνισταμένη της κοινωνικής βούλησης.
Όταν σηκωθούμε όρθιοι θα πρέπει να γνωρίζουμε τι μας συμβαίνει και ο Ναύαρχος Λυμπέρης με το νέο του κείμενο συνεισφέρει για ακόμη μια φορά να κατανοήσουμε τα προβλήματά μας. Ακολουθεί μια συνομιλία μας.
Π. Ήφαιστος. Αγαπητέ κ Ναύαρχε. Δεσμεύονται κολοσσιαίοι σπάνιοι πόροι για την άμυνά μας. Στη στρατηγική θεωρία συνηθίζουμε να λέμε ότι δεν ξοδεύουμε ούτε ένα ευρώ πάνω από αυτό που αντιστοιχεί στην απειλή. Το δε στρατηγικό δόγμα πρέπει να αξιοποιεί τους πόρους αυτούς για βέλτιστη και μέγιστη αποτρεπτική ισχύ. Τι ισχύει τελικά με εμάς από την πείρα σας ως ΑΓΕΕΘΑ;
Ναύαρχος Λυμπέρης. Καλό είναι να διευκρινιστεί εξαρχής ότι το αμυντικό δυναμικό μιας χώρας δεν προσδιορίζεται μόνο με όρους απειλής αλλά και των ευρύτερων στρατηγικών στόχων της χώρας. Για παράδειγμα, η εκπλήρωση των στρατηγικών μας στόχων με ναυτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο ή η συμμετοχή μας στις συμμαχίες.
Με όρους μεγέθους μονάδων και προσωπικού το αμυντικό μας δυναμικό μπορεί ναι μεν να εκτιμηθεί ανά πάσα στιγμή πλην παραμένει ένα σταθερό και ουσιαστικό ερώτημα. Ποια η αποτελεσματικότητά του και πως τη μετράς; Ένας ΑΓΕΕΘΑ για να σταθμίσει και να εκτιμήσει τα πράγματα ως προς αυτό προσανατολίζεται στην ώρα μιας πιθανής αντιπαράθεσης. Πείρα έχουμε γιατί επί μακρόν λειτουργούμε μέσα σε ένα περιβάλλον ασταθούς ειρήνης.Η εκτίμησή μου για την περίοδο που ήμουν επικεφαλής των ΕΔ ήταν ότι ούτε εκείνα που χρειαζόμασταν διαθέταμε αλλά και ούτε εξασφαλίζαμε το μέγιστο της απόδοσης του υπάρχοντος δυναμικού. Η κυβέρνηση δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη, προκειμένου να προβεί σε αγορές οπλικών συστημάτων.Πολιτική επιλογή ήταν να εξαντληθούν τα όρια επιχειρησιακής ετοιμότητας και δυνατότητας του υπάρχοντος δυναμικού στο ύψος του λειτουργικού προϋπολογισμού των ΕΔ. Γι’ αυτό, με δεδομένους τους πόρους και τα μέσα που διαθέταμε, κάναμε θεσμικές προσαρμογές, μικροεπενδύσεις στον τομέα C4I, εμβάθυνση της επιχειρησιακής εκπαίδευσης και σε αναζήτηση εφικτών οικονομιών στη λειτουργία του αμυντικού συστήματος. Επενδύσαμε στη γνώση, την εξάσκηση και το ηθικό του προσωπικού. Τα μέσα από μόνα τους δεν φέρνουν τη νίκη αλλά οι καβαλάρηδες, η ψυχή τους, η πίστη στο δίκαιο του αγωνίζεσθε.
Η απάντησή σας με οδηγεί να θέσω ένα διττό ερώτημα. Πρώτον, εάν σπαταλήθηκαν δημόσιοι πόροι εντός του αμυντικού συστήματος και δεύτερον ποια η ετοιμότητα των ΕΔ τον Ιανουάριο του 1996;
Πολύ ενδιαφέρον και σημαντικό ερώτημα. Η εξασφάλιση άριστης οικονομικής χρήσης των διατιθέμενων πόρων στην άμυνα (άνθρωποι, μέσα, χρήματα) προϋποθέτει πολιτική βούληση, γνώση, αρετή, έλεγχο και φιλοπατρία. Εκτιμώ ότι στα πεδία αυτά υπήρξε έλλειμμα. Προσπάθησα να εμπνεύσω στα στελέχη των ΕΔ τη λιτότητα, την αναγκαιότητα της αρετής και της γνώσης ως αποδεικτικά στηρίγματα φιλοπατρίας.
Ποτέ δεν έγινε σε κοινοβουλευτικό επίπεδο ενδελεχής έρευνα-μελέτη για την αριστοποίηση των αμυντικών δαπανών. Η φιλοσοφία ήταν ότι το χθες αποτελεί αφετηρία για το αύριο. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος επί των αμυντικών δαπανών, βασικά, ήταν χλωμός έως ουσιαστικά ανύπαρκτος.
Τον Ιανουάριο του 1995 εισηγήθηκα γραπτά στον ΥΕΘΑ να συγκροτηθεί ειδική επιτροπή από κοινοβουλευτικούς, τεχνοκράτες και στρατιωτικούς για να μελετήσει/αξιολογήσει την οικονομική λειτουργία των ΕΔ. Η εισήγησή μου δεν ευδοκίμησε λόγω της αρνητικής στάσης του υπουργού. Θέλω να τονίσω τούτο, ότι η αξιοκρατία και η δικαιοσύνη θα βοηθήσουν και την οικονομία. Όσον αφορά το κατά πόσο οι ΕΔ τον Ιανουάριο 1996 βρέθηκαν έτοιμες να ενεργήσουν δυναμικά κατόπιν πολιτικής εντολής, η απάντηση είναι η εξής:
– Το σύστημα χειρισμού κρίσεων είχε αναθεωρηθεί στα μέσα του 1995.
– Είχε ολοκληρωθεί η επιχειρησιακή εκπαίδευση των ΕΔ, ενώ δεν είχεαρχίσει ο κύκλος ετήσιων μεταθέσεων.
– Τα επιτελεία ασκούντο σε άσκηση επί χάρτου επί σεναρίου ελληνοτουρκικής κρίσης στο Αιγαίο.
– Η διαθεσιμότητα των μονάδων ήταν υψηλή.
– Το ηθικό ήταν υψηλό.
Επιπλέον η έγκαιρη ανάπτυξη των ΕΔ, όπως και αναγνωρίσθηκε ήταν πλεονεκτική για εμάς. Αποκτήθηκε τακτικό πλεονέκτημα. Στο σημείο αυτό, θέλω να επισημάνω πως τον κυβερνήτη και το πλήρωμα του ελικοπτέρου ΑΒ-212 κατηύθυνε το υψηλό ηθικό, η αυτοπεποίθηση και η ολοκλήρωση της αποστολής του.
Να έλθουμε κύριε ναύαρχε στις αμυντικές δαπάνες. Παρά το γεγονός ότι η χώρα δαπανά δισεκατομμύρια ευρώ για την αγορά οπλικών συστημάτων, η σημερινή εικόνα της αμυντικής βιομηχανίας είναι σχεδόν απογοητευτική. Τι έφταιξε κατά τη γνώμη σας;
Η εικόνα της αμυντικής μας βιομηχανίας είναι εκείνη του ασθενούς που επιβεβαιώνει τον κακό εαυτό μας.Το κράτος ως ιδιοκτήτης απεδείχθη ανίκανο και αμαρτωλό να διαχειρισθεί αποτελεσματικά τον τομέα αυτό ο οποίος συνδέεται στενά με την εθνική μας ασφάλεια.Αμυντική έρευνα, κατασκευές, επισκευές και συντήρηση οπλικών συστημάτων ήταν και είναι μέσα στις δυνατότητές μας.Το μέγεθος του αμυντικού μας συστήματος επιβάλει τις συνεργασίες με άλλες χώρες και την προώθηση του εξαγωγικού χαρακτήρα. Στον τομέα αυτό η Ελλάδα πορεύτηκε χωρίς σχέδιο ανάπτυξης της αμυντικής της βιομηχανίας. Πότε η ελληνική Βουλή συζήτησε επί του θέματος αυτού; Που είναι τα μακροχρόνια σχέδια ναυπήγησης και επισκευής πολεμικών και εμπορικών πλοίων στα ελληνικά ναυπηγεία;Οι πολιτικοί μας αντί διαμόρφωσης στρατηγικής και εκπόνησης μακροπρόθεσμων προγραμμάτων αναλίσκονται στη συντήρηση του πελατειακού συστήματος.Τα χαρακτηριστικά της κρατικής συμπεριφοράς ήταν αδιαφορία, έλλειψη επαγγελματισμού, κομματικοποίηση, συχνές αλλαγές διοικήσεων. Από την άλλη πλευρά ο συνδικαλισμός περιοριζόταν στη διεκδίκηση δικαιωμάτων και δημιουργούσε εμπόδια στην αξιοπιστία χρονικών δεσμεύσεων παραγωγής υλικού παρ’ ότι δεν έλειπε η τεχνική κατάρτιση και το τεχνικό ταλέντο.
Κύριε Ναύαρχε, χειρισθήκατε ως ΑΓΕΕΘΑ και επικεφαλής του ΣΑΓΕ τη στρατιωτική διάσταση της κρίσης των Ιμίων. Ποιες είναι οι γενικότερες επισημάνσεις-παρατηρήσεις εκτός του καθαρά επιχειρησιακού πεδίου;
Εξαρχής, είναι αναγκαίο να γίνουν τρείς σημαντικές διευκρινίσεις:
Πρώτον, τον χειρισμό της κρίσης διευθύνει ο πρωθυπουργός υποστηριζόμενος από το ΚΥΣΕΑ. Επί των στρατιωτικών ενεργειών ασκείται κλειστός πολιτικός έλεγχος. Οι ΕΔ ενεργούν με βάση τις πολιτικές εντολές και τους κανόνες εμπλοκής που αποδεσμεύει, εξουσιοδοτεί το ΚΥΣΕΑ.
Δεύτερον, στην περίπτωσή μας προβλεπόταν και ήταν οργανωμένο ως κέντρο διαχείρισης της κρίσης το ΕΘΚΕΠΙΧ.
Τρίτον, μεταξύ των προϋποθέσεων αποτελεσματικής διαχείρισης μιας κρίσης είναι η γνώση του συστήματος χειρισμού κρίσεων από τους διευθυντές, η γνώση των δυνατοτήτων/αδυναμιών τόσο των δικών μας όσο και του αντιπάλου, ο καλός συντονισμός και η ενότητα μέσα στην ομάδα χειρισμού της κρίσης.
Και στα τρία αυτά πεδία η ελληνική πολιτική ηγεσία εμφανίσθηκε με σοβαρές αδυναμίες και παραλείψεις. Στο επιχειρησιακό μέρος οι ΕΔ βρέθηκαν από πλευράς ετοιμότητας και διαθεσιμότητας στο καλύτερο δυνατό σημείο. Στην ηγεσία των ΕΔ και της ΕΥΠ καθώς και του ΥΦΕΘΑ (Ν. Κουρή) υπήρχε η εμπειρία του 1987, τον Δεκέμβριο του 1995 είχε ολοκληρωθεί η επιχειρησιακή εκπαίδευση των ΕΔ, δεν είχε αρχίσει ο κύκλος ετήσιων μεταθέσεων του προσωπικού, τέλη Ιανουαρίου παιζόταν άσκηση επί χάρτου με σενάριο ελληνοτουρκική κρίση στο Αιγαίο και πάνω απ’ όλα υπήρχε υψηλό ηθικό.Πέραν των ανωτέρων και πολύ συνοπτικά θέλω να επισημάνω τα ακόλουθα:
Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν μηνύματα για επερχόμενη κρίση στο Αιγαίο όπως πολιτικές δηλώσεις από την Άγκυρα, πυκνότητα και χαρακτήρας τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο, διακήρυξη casusbelli, πολιτική ρευστότητα και στις δύο χώρες κ.ά. η κυβέρνηση δεν ενεργοποιήθηκε ούτε και μετά τη ρηματική διακοίνωση της Άγκυρας, περί τουρκικής κυριαρχίας στα Ίμια, στις 29.12.95. Δεν οργάνωσε την απαραίτητη συλλογικότητα στην εκτίμηση της καταστάσεως. Ο ΑΓΕΕΘΑ τις ανησυχίες-εκτιμήσεις για τα επερχόμενα παρουσίασε στον πρωθυπουργό και τον υπουργό άμυνας. Πέραν τούτου ζήτησε και συγκλήθηκε το ΣΑΜ με θέμα: «Δυνατότητες-αδυναμίες σε ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύγκρουση».
Η ασθένεια του Α. Παπανδρέου μαζί με τη διαμάχη διαδοχής του, αντί ενότητας στην πολιτική τριανδρία που διαχειρίστηκε την κρίση (πρωθυπουργός, ΥΠΕΘΑ, ΥΠΕΞ), συνοδεύτηκε από καχυποψία και αποσυντονισμό. Το ΚΥΣΕΑ δεν ενεργοποιήθηκε. Λειτούργησαν τρεις δίαυλοι διαβούλευσης με την αμερικανική πλευρά, δεν καθορίστηκε στρατηγική διαχείρισης της κρίσης, δεν τέθηκαν κόκκινες γραμμές. Η στρατιωτική ηγεσία έμεινε στο σκοτάδι επί των διεξαγόμενων διαπραγματεύσεων.
Αν και είχαμε ισχυρά νομικά επιχειρήματα υπέρ ημών, δεν προβλήθηκαν και πολλώ μάλλον δεν αξιοποιήθηκαν. Η κυβέρνηση δεν ανέπτυξε δική της πρωτοβουλία επίλυσης της κρίσης. Παραδόθηκε στην αμερικανική διαιτησία η οποία δεν ήταν αμερόληπτη, συνέκλινε προς την Άγκυρα.
Τέλος, δεν πρέπει να διαφεύγει το γεγονός ότι η Τουρκία στην κρίση αυτή έθεσε τρία συνολικά θέματα: κυριότητα βραχονησίδων, χωρικά ύδατα και στρατιωτική παρουσία στα Δωδεκάνησα.
Αφού λοιπόν είχαμε και το ζήτημα των χωρικών υδάτων, τι τελικά συνέβη τον Νοέμβριο του 1994 με την ελληνοτουρκική κρίση στο Αιγαίο όπου όλος ο τουρκικός στόλος αναπτύχθηκε εκεί;
Με την επικύρωση της συμφωνίας περί Δικαίου θαλάσσης του 1982 από το 60ό κράτος αυτό αποκτούσε ισχύ εθιμικού δικαίου από 16 Νοεμβρίου 1994. Η Τουρκία φοβούμενη ελληνική ενέργεια επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων προκάλεσε την ένταση στο Αιγαίο με δηλώσεις, απειλές και ανάπτυξη του τουρκικού στόλου στην περιοχή. Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες πίεσαν την Αθήνα για αποφυγή μονομερούς ελληνικής ενέργειας, η οποία και υπέκυψε στις πιέσεις.Δεν δείξαμε ως χώρα πολιτική βούληση για άσκηση νόμιμου κυριαρχικού δικαιώματος υπό την απειλή της Τουρκίας. Ροκανίστηκε το γόητρο και η αποτρεπτική αξιοπιστία της χώρας. Το δίκαιο παραμερίστηκε μπροστά στη λογική της ισχύος. Η Ελλάδα δεν είχε πετύχει να εξασφαλίσει την αναγκαία πολιτική υποστήριξη συμμάχων, εταίρων και Ρωσίας. Ενδεικτικό στοιχείο της ελληνικής απροθυμίας να διακινδυνεύσει την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης είναι και το γεγονός ότι η ελληνική Βουλή δεν είχε καν επικυρώσει τη Συμφωνία του 1982 μέχρι τον Ιούνιο του 1995. Η απόφαση περί αναστολής του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων ελήφθη χωρίς σύγκλιση του ΚΥΣΕΑ και διακομματική διαβούλευση. Υπήρξε κλίμα συγκάλυψης των πολιτικών προθέσεων και δεσμεύσεων. Δεν ζητήθηκε από την στρατιωτική ηγεσία στρατιωτική εκτίμηση. Ως ΑΓΕΕΘΑ υπέβαλα προσωπική αναφορά προς τον ΑΠΕΘΑ, αρχές Νοεμβρίου του 1994, μετά από επιτελική συνεργασία και με τους τρεις κλάδους.
Αυτά κύριε Ναύαρχε είναι πραγματικά εντυπωσιακά και διδακτικά. Να σας υπενθυμίσω ότι εγώ όπως και κάποιοι άλλοι ακαδημαϊκοί βρεθήκαμε τότε στο Πεντάγωνο όπου μας παρουσιάσατε έναν χάρτη στον οποίο εξηγούσατε ότι με την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου διπλασιαζόταν περίπου ο κυριαρχικός χώρος της Ελληνικής Επικράτειας. Τώρα, μετά το MOU Παπούλια-Γιλμάζ το 1988, μετά από ένταση και κρίση στο Αιγαίο, επανέρχεται το θέμα των ΜΟΕ. Είναι θέμα κενού ΜΟΕ η αποφυγή των εντάσεων στις σχέσεις Άγκυρας-Αθηνών; Ποια είναι η δική σας εμπειρία, αξιολόγηση; Το ερωτώ επειδή όπως γνωρίζετε και σήμερα το ζήτημα αυτό είναι επί τάπητος.
Για το ιστορικό της υπόθεσης των ΜΟΕ θέλω να επισημάνω ότι οι ΗΠΑ είναι εκείνες που άσκησαν πιέσεις και στις δύο χώρες για την εφαρμογή τους. Σκοπός τους είναι η αποφυγή επεισοδίων, ναυτικού ή αεροπορικού ατυχήματος στα διεθνή ύδατα και εναέριο χώρο του Ανατολικού Αιγαίου από ταυτόχρονη παρουσία.Το ενδεχόμενο όμως ενός ατυχήματος στο Ανατολικό Αιγαίο με επακόλουθο την ένταση δεν είναι υπόθεση ΜΟΕ αλλά πολιτικής βούλησης και στρατιωτικής συμπεριφοράς της Τουρκίας. Με το να αμφισβητεί η Άγκυρα κυριότητα ελληνικών βραχονησίδων, να μη σέβεται ως εθνικό εναέριο χώρο τα 10 ν.μ., να παραβιάζει ακόμη και τα 6 ν.μ., καθώς και την αβλαβή διέλευση από τα ελληνικά χωρικά ύδατα, να καλύπτει σχεδόν όλα τα διεθνή ύδατα του Α. Αιγαίου για ανάγκες των ασκήσεών της οι οποίες έχουν επιθετικά σενάρια εναντίον ελληνικών νήσων. Έμπρακτα δείχνει την έλλειψη βούλησης για ειρήνη και καλή γειτονία.Εκτιμώ και επανειλημμένα το είχα υποστηρίξει ως ΑΓΕΕΘΑ ότι τα ΜΟΕ ζημιώνουν την Ελλάδα και διευκολύνουν την Τουρκία στην προώθηση των πολιτικών της στόχων στο Αιγαίο. Γιατί; Διότι προβάλει τη θέση της για αμφισβητούμενες περιοχές και ειδικές περιστάσεις στο Αιγαίο που δεν καλύπτονται από το Διεθνές Δίκαιο, τους διεθνείς κανονισμούς, τα ναυτικά έθιμα στη θάλασσα. Δια των ΜΟΕ η Αθήνα συνεργεί στη νατοτουρκική επιδίωξη διάσπασης της ενότητας του αμυντικού χώρου της Ελλάδας μεταξύ ηπειρωτικού κορμού και νήσων.Ως ΑΓΕΕΘΑ αρνήθηκα να δεχθώ αμερικανική αντιπροσωπεία στο ΓΕΕΘΑ τον Ιανουάριο του 1995, προκειμένου να διαπραγματευθώ προτάσεις για ΜΟΕ μετά την ένταση τον Νοέμβριο του 1994. Στο κείμενο του αμερικανικού εγγράφου υπήρχε η επίκληση «αμφισβητούμενων εδαφών (disputedterritories) στο Αιγαίο».
Η εκκρεμότητα οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο προκαλεί εντάσεις στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας. Απειλείται η ειρήνη; Τι θα πρέπει κατά την άποψή σας να πράξει η Ελλάδα;
Πράγματι οι εντάσεις στις σχέσεις Ελλάδας/Τουρκίας 1974, 1987, 1994, 1996 είχαν ως διαφιλονικούμενο αγαθό τα όρια θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο με βάση το Δίκαιο θαλάσσης το 1982. Η Τουρκία αρνείται να σεβαστεί το Δίκαιο θαλάσσης και δίνει δικές της ερμηνείες. Αρνητικό για τα ελληνικά συμφέροντα είναι και η στάση των ΗΠΑ. Αρνούνται εθνικό εναέριο χώρο 10 ν.μ., θέλουν ελεύθερη διέλευση υποβρυχίων από όλα τα στενά εντός του Αιγαίου και επιμένουν σε πολιτικό ελληνοτουρκικό διάλογο για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών χωρίς αναφορά στο Δίκαιο θαλάσσης και την ευρωπαϊκή πρακτική στην επίλυση της διαφοράς.
Πρέπει να ειπωθεί ξεκάθαρα ότι η Άγκυρα με την υποστήριξη των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ διεκδικεί νέο σημείο ισορροπίας στο Αιγαίο σε βάρος της Ελλάδας. Υπολογίζει στη στρατιωτική της ισχύ γι’ αυτό και επιβάλλεται η ύπαρξη ισχυρών ελληνικών ΕΔ και ισχυρού αποτρεπτικού δόγματος.Και το ερώτημα που προβάλει είναι: «Τι γαρ ουνποιήσωμενεν;».Η απάντησή μου είναι: Η πολυπλοκότητα του ζητήματος, και μάλιστα συνδεόμενο με την εθνική μας ασφάλεια, επιβάλει σοβαρότητα και σύνεση στις ενέργειές μας.Θα πρέπει να διαμορφωθεί εθνική πολιτική θεσμικά επεξεργασμένη και να αναζητηθεί πολιτική στήριξη από την ΕΕ και άλλες χώρες με βάση το Διεθνές Δίκαιο και την ευρωπαϊκή πρακτική. Εκ των ων ουκ άνευ ισχυρές ΕΔ.
Δεν πρέπει να αναλωθεί το στρατηγικό μας κεφάλαιο του Διεθνούς Δικαίου υπό την απειλή της Τουρκίας και τις πιέσεις τρίτων. Να επανεξετασθεί η αποχή μας από την άσκηση δικαιωμάτων, που απορρέουν από το Δίκαιο θαλάσσης, τα οποία είναι ηπιότερου χαρακτήρα.Να συνεχισθούν οι προσπάθειες οριοθέτησης της ΑΟΖ με Αίγυπτο, Κύπρο, Λιβύη.Να προσδιοριστούν ευθείες γραμμές βάσεων και η γραμμή εσωτερικών υδάτων.Να διακηρυχθεί το εύρος της συνορεύουσας ζώνης, της αλιευτικής και της ΑΟΖ.Να μεθοδευτεί η επέκταση των χωρικών υδάτων με πλήρη επέκταση σε όλες τις ακτές μας, ενώ παράλληλα να δείξουμε πρόθεση διευκολύνσεων προς την Τουρκία και τρίτες χώρες που θα μας το ζητήσουν κατά τη διέλευση από τα χωρικά μας ύδατα στο Α. Αιγαίο. Αυτό θα αφορά τα παράκτια ύδατα των νησιών που βρίσκονται κατευθείαν απέναντι από τις τουρκικές ακτές.
Με δεδομένες τις καταιγιστικές στρατηγικές ανακατατάξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή μας, ποια είναι η εκτίμησή σας για την ελληνική παρουσία;
Η Ανατολική Μεσόγειος και η Ευρώπη συνιστούν στρατηγικό πνεύμονα αναπνοής για την Ελλάδα και τον ελληνισμό. Η εκεί παρουσία μας αποτελεί εθνική αναγκαιότητα ύψιστης προτεραιότητας. Όμως η παρουσία μας θα πρέπει να μην είναι προϊόν αυτοσχεδιασμού και περιπτωσιακής παρορμητικότητας αλλά απόρροια επεξεργασμένης εθνικής στρατηγικής για να έχει βάθος και διάρκεια.
Από το 1988 είχα υποστηρίξει ελληνική αεροναυτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Σήμερα θα επεξέτεινα την παρουσία μας και με όρους γεωοικονομίας, γεωστρατηγικής. Χρειάζεται να διαμορφωθεί-επανεκτιμηθεί η θαλάσσια και ναυτική στρατηγική μας, επιτέλους το οφείλουμε ως ναυτική χώρα με μακρόχρονη ναυτική ιστορία και παράδοση. Η Ελλάδα νομιμοποιείται όχι μόνο να διαμορφώσει τη δική της θαλάσσια στρατηγική αλλά και να αναπτύξει πρωτοβουλίες εντός της ΕΕ. Τα νέα δεδομένα για τον υποθαλάσσιο ενεργειακό πλούτο στην Α. Μεσόγειο συνιστούν ευκαιρία και ενισχύουν τη φωνή/δύναμη της Ελλάδας.Για ότι συμβαίνει έξω από τη θάλασσα (αραβική άνοιξη, εμφύλιος Συρίας, ισλαμικός φανατισμός, κουρδικό) η Ελλάδα τόσο με το ειδικό βάρος του ελληνικού πολιτισμού, της ορθόδοξης χριστιανικής χώρας με ιστορικές ρίζες στην περιοχή μπορεί και πρέπει να γίνει συνομιλητής στην αρχή συμφιλίωσης της διαφορετικότητας (προσωκρατική διακήρυξη) και αγάπης-αλληλεγγύης μεταξύ των λαών (χριστιανικό μήνυμα).
Κύριε ναύαρχε οι σχέσεις πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας ήταν πάντοτε σημαντικός παράγοντας ισχύος και αξιοπιστίας μιας χώρας. Συχνά ακούμε από στελέχη των ΕΔ και των ΣΑ ότι οι πολιτικές ηγεσίες και τμήματα του ελληνικού λαού δεν αποτιμούνορθά το έργο τους, ότι επικρατεί αντιστρατιωτικό πνεύμα. Μήπως υπάρχει πρόβλημα πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων στην Ελλάδα; Τι έχετε να πείτε επ’ αυτών;
Είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα διότι εφάπτεται της εθνικής ασφάλειας, ιδιαίτερα στις μέρες μας. Χρειάζεται να συζητηθεί σε κοινοβουλευτικό επίπεδο με παρουσία των Αρχηγών Γενικών Επιτελείων (ευκταία η συμμετοχή και επίτιμων Αρχηγών).Τόσο τότε όσο και σήμερα ακόμη εντονότερα είναι διάχυτη η πεποίθηση των στελεχών των ΕΔ και ΣΑ για μη ορθή αποτίμηση του ρόλου τους και της προσφοράς τους. Ταυτόσημη εκτίμηση είχα ως ΑΓΕΕΘΑ γι’ αυτό και στις 31.12.95 στη ΛΑΕΔ, ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας και της πολιτικής ηγεσίας είπα τα παρακάτω:«Η αμφισβήτηση από τα στελέχη των ΕΔ της ορθής αποτίμησης του έργου τους και της προσφοράς τους, και η πρόωρη απομάκρυνσή τους για οικονομικούς λόγους επιβαρύνει την εθνική άμυνα. Τα στελέχη των ΕΔ δεν προσφέρουν θυσία ζωής για να αποκτήσουν υλική ευμάρεια. Η σημερινή εικόνα προβληματίζει και επιβάλει αποφάσεις εφικτών λύσεων».
Ακούστε με, ο υπουργός άμυνας δεν είχε συνειδησιακό πρόβλημα να αμείβεται ο δημοσιογράφος διευθυντής του γραφείου Τύπου του ΥΕΘΑ υψηλότερα από τους ΑΓΕ.Σήμερα σε περίοδο κρίσης θεωρώ δικαιολογημένη την πικρία των στελεχών των ΕΔ να αξιολογούνται ως προς τις απολαβές τους χαμηλότερα από κομματικά άτομα υποδεέστερων γνώσεων και δοκιμασιών να απολαμβάνουν παχυλούς μισθούς ή συντάξεις.Σε ό,τι αφορά τις πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις η εμπειρία μου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτές υποφέρουν από υπαιτιότητα των πολιτικών. Μάλιστα μετά την κρίση των Ιμίων, όπου η τότε πολιτική ηγεσία κατασυκοφάντησε τις ΕΔ, επιχειρώντας με τη συνέργεια φιλικών της ΜΜΕ μεταφορά πολιτικών ευθυνών, οι σχέσεις έφθασαν σε σημείο ρήγματος.Οι πολιτικοί, όχι όλοι, που δοκίμασαν τις εμπειρίες της δικτατορίας 1967-74 δεν κατόρθωσαν να τις υπερβούν και να ξαναδούν την εθνική αποστολή των ΕΔ.Θεωρώ από τα σημαντικότερα πολιτικά λάθη τη συμπεριφορά υποβάθμισης-περιθωριοποίησης του ρόλου και της κοινωνικής θέσης των στελεχών των ΕΔ και ΣΑ.
Κύριε Ναύαρχε, δημιουργείται η εντύπωση ότι το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας-Κύπρου έκλεισε τον κύκλο του. Ήταν, λένε κάποιοι, μια αμφιλεγόμενη επιλογή. Τι έχετε να πείτε επ’ αυτού δεδομένου ότι υποστηρίξατε αυτή την πολιτική σθεναρά;
Διευκρινίζω ότι ήμουν μεταξύ εκείνων εν Ελλάδι που πρότειναν το ΔΕΑΧ, το οποίο άλλοι το αποδέχθηκαν και άλλοι το καπηλεύθηκαν. Στο βιβλίο μου Ελληνική αμυντική στρατηγική, Απρίλιος 1993 (η σύνταξή του έγινε νωρίτερα) έγραψα για την ανάγκη να αναγνωρισθεί, η ενότητα αμυντικού χώρου Ελλάδας-Κύπρου και να προωθηθεί η ευρωπαϊκή ταυτότητα της Κύπρου ως παραγόντων ασφάλειας αυτής.Η αφετηρία της σκέψης μου ήταν ότι η Ελλάδα θεωρεί ζωτικό της εθνικό συμφέρον την επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού. Άλλωστε και η Συνθήκη του 1960 αναγνωρίζει στην Ελλάδα καθεστώς εγγυήτριας δύναμης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το ΔΕΑΧ στην καθαρά αμυντική του πλευρά επιδιώκει να ενισχύσει την αμυντική συνεργασία δύο ανεξάρτητων κρατών-μελών της ΕΕ και να αυξήσει την ικανότητα τοπικής στρατιωτικής αντίστασης σε ενδεχόμενη στρατιωτική πρόκληση. Δεν είχε το ΔΕΑΧ κανένα επιθετικό χαρακτήρα και η ενόχληση της Τουρκίας, Μ. Βρετανίας, ΗΠΑ και άλλων με επίκληση ότι θα δυσχεράνει την πρόοδο αναζήτησης πολιτικής συμφωνίας για επίλυση του Κυπριακού ήταν αστέριωτη και απαράδεκτη. Δυστυχώς και εντός της Ελλάδας παρεξηγήθηκε το ΔΕΑΧ.
Προκαλούσε η αμυντική συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου και όχι η παράνομη κατοχή κυπριακού εδάφους, ανεξάρτητης χώρας-μέλους της ΕΕ;Ήταν πρόκληση οι ασκήσεις στη θάλασσα μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου και όχι η συγκέντρωση αρμάτων μάχης και άλλου υλικού επιθετικού χαρακτήρα και δη αμερικανικής προέλευσης;Η ειρήνη στην Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο δεν απειλείται από το ΔΕΑΧ αλλά από τη μη δίκαιη λύση του κυπριακού. Ο ελληνισμός στο σύνολό του είναι παράγων σταθερότητας-ειρήνης στην Ανατολική Μεσόγειο και στην ΝΑ Ευρώπη.Όσο η Τουρκία θα εμμένει στον μη σεβασμό του Δικαίου θαλάσσης και την πρακτική ευρωπαϊκών χωρών στον καθορισμό θαλάσσιων ζωνών, όπως η ΑΟΖ, τόσο και θα συντηρείται κλίμα έντασης και ασταθούς ειρήνης. Ο διάλογος χωρίς εξαναγκασμό και καλή θέληση στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου αποτελεί την καλύτερη προσέγγιση. Η ισορροπία δυνάμεων τόσο στο στρατηγικό πεδίο όσο και στο τοπικό αποτελεί προϋπόθεση ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Θέλω με την ευκαιρία να υπενθυμίσω ότι η Τουρκία τον χώρο μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου στην αμυντική της σχεδίαση τον εκλαμβάνει ως ενιαίο. Αν κάποτε στο μέλλον η ΕΕ αποκτήσει δικό της αμυντικό οργανισμό, δεν θα συνιστά όλη η Μεσόγειος ενιαίο αμυντικό χώρο;
Αφού σας ευχαριστήσω κύριε Ναύαρχε για αυτή τη συνομιλία θα σας παρακαλούσα να μας πείτε επιγραμματικά δυο λόγια, απόσταγμα, απευθυνόμενος προς την ελληνική κοινωνία.
Να παραμείνουμε Έλληνες υπερασπιζόμενοι την ταυτότητά μας που στηρίζεται στους πυλώνες του ελληνικού πολιτισμού και της ορθόδοξης πίστης. Να αγαπήσουμε Θεό και πατρίδα με όλη την ψυχή μας αποδεχόμενοι θυσίες. Να σηκώσουμε τον σταυρό που μας ανήκει.Χρειάζεται να κοιταχθούμε μέσα μας και να μη φορτώνουμε τα δεινά μας στους άλλους.Οι σύμμαχοι και εταίροι γίνονται αντίπαλοι στην ειρήνη. Αυτοί πλοηγούν με τα δικά τους συμφέροντα, ας κάνουμε και εμείς το ίδιο.Ας ακούσουμε τα λόγια του Ομήρου και του Ισοκράτη, «να ακούμε τη βουλή του μεγάλου Διός που κυβερνά θνητούς και αθανάτους» και «το δίκαιον πράττειν, το σοφρώνωςζειν, το καλώς πολιτεύεσθαι, τοις πολέμιοιςμάχεσθαι».Ας δείχνουμε αγάπη προς τον πλησίον ως παιδιά του ενός και μοναδικού Θεού.
Αγαπητέ κύριε Ναύαρχε εύχομαι το βιβλίο σας να συνεισφέρει στην καλύτερη κατανόηση των προβλημάτων και στη βελτίωση της Άμυνας της χώρας. Καθότι όπως γνωρίζετε επιστημονική μου θέση είναι ότι η Εθνική Ανεξαρτησία είναι κοινή κοσμοθεωρία όλων των εθνοκρατών επικυρωμένη από τις Υψηλές Αρχές του Διεθνούς Δικαίου και ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις αποτελούν θεσμό συλλογικής ελευθερίας. Υπερασπίζονται τη συλλογική ελευθερία της κοινωνίας κατά έξωθεν απειλών. Απειλών οι οποίες στο ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα δεν λείπουν. Σας εύχομαι ό,τι καλύτερο.
Το άρθρο αναρτήθηκε και στο piotita.gr