Επίσης είναι διαφορετικό να διαπραγματεύεσαι –οποιοδήποτε θέμα- από θέση ισχύος και διαφορετικό με το χέρι της επαιτείας απλωμένο.
Με τον Ερντογάν να απειλεί την ειρήνη στην Ανατολική Μεσόγειο, το θέμα των Σκοπίων στα μάτια, κάποιων, ίσως φαντάζει δευτερεύον. Και πάντως με αυτόν τον τρόπο δείχνει να το αντιμετωπίζει ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
Αυτό προκύπτει από πολλά γεγονότα και στοιχεία. Θα μείνουμε σε δύο: στο ότι εξακολουθεί να αποφεύγει κάθε προσπάθεια να υπάρξει εθνική συνεννόηση στο συγκεκριμένο ζήτημα, αρνούμενος να ενημερώσει την αντιπολίτευση, αλλά και με τον τρόπο που απάντησε, σε ερώτηση σκοπιανής δημοσιογράφου.
Όσον αφορά στο πρώτο ζήτημα της ενημέρωσης των κομμάτων, κάθε σοβαρή και δημοκρατική κυβέρνηση που θέλει να υποστηρίζει ότι ενεργεί εν ονόματι του συνόλου του ελληνικού λαού και επ’ ωφελεία των εθνικών συμφερόντων, μετά την ολοκλήρωση των Συνομιλιών στα Σκόπια και πριν από τις συνομιλίες στη Βιέννη, έπρεπε να έχει ενημερώσει όλα τα κόμματα για την πορεία των συνομιλιών, επιδιώκοντας τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν έγινε.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο ζήτημα, ο κ. Τσίπρας στην ερώτηση της σκοπιανής δημοσιογράφου έδωσε μια εθνικά απαράδεκτη απάντηση. Απαράδεκτη, όχι βέβαια γιατί είναι ανεπίτρεπτο να χαριεντίζεται με τα εθνικά θέματα, αλλά για τους εξής βασικούς λόγους:
- Δεν είναι δυνατόν μεσούσης της διαπραγμάτευσης να παίρνει θέση υπέρ της μιας ή της άλλης πρότασης αποκαλύπτοντας τα χαρτιά του, ότι είναι υπέρ του ονόματος Gorna Macedonija. Πρόκειται για τεραστίου μεγέθους διπλωματική γκάφα.
- Ο κ. Τσίπρας άνοιξε τα χαρτιά του με τρόπο ρηχό και ανεπίτρεπτο για τη σοβαρότητα του προβλήματος, χαριεντιζόμενος με την σκοπιανή δημοσιογράφο, λέγοντας ότι ελπίζει πως την επόμενη φορά θα συστήνεται στη συνέντευξη ως εκπρόσωπος της Gorna Macedonija. Προφανώς κανείς δεν του έχει πει – και ο ίδιος δεν έχει την απαιτούμενη εμπειρία για να το γνωρίζει- ότι στα εθνικά θέματα δεν χωρούν αστειάκια.
- Ο Έλληνας πρωθυπουργός αν και ρωτήθηκε εμμέσως τι θα γίνει στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην περίπτωση που δεν βρεθεί λύση, όχι μόνο δεν απάντησε αλλά εμμέσως υποδήλωσε ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να πράξει, ό,τι έπραξε το 2008 απειλώντας με veto. Και αυτό αποτελεί σαφή αλλαγή στάση της χώρας από εκείνα που η τότε ελληνική κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, εκφράζοντας σύσσωμο τον ελληνικό λαό, υποστήριξε στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου.
Ο κ. Τσίπρας δήλωσε συγκεκριμένα: «Εμείς αντιμετωπίζουμε το θέμα αυτό (σ.σ. της εισόδου των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ) ως ένα διμερές ζήτημα. Το εάν το κυρίαρχο γειτονικό κράτος αποφασίσει την ένταξη ή όχι στο NATO ή σε οποιονδήποτε άλλο οργανισμό, είναι δική του απόφαση, δεν είναι δική μας απόφαση. Και υπ’ αυτή την έννοια θεωρούμε ότι και οι παρεμβάσεις τρίτων -και δεν αναφέρομαι τώρα στο NATO ή στην EE τρίτων χωρών -δεν έχουν θετικό αντίκτυπο, δεν βοηθούν»
Η τοποθέτηση αυτή σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπει σε μια πολιτική ανάλογη εκείνης που άσκησε ο Κώστας Καραμανλής στο Βουκουρέστι το 2008.
Η απάντηση του κ. Τσίπρα γεννά βάσιμες υποψίες ότι η κυβέρνησή του είναι έτοιμη να αποδεχθεί την είσοδο των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ με την προσωρινή ονομασία FYROM, εξέλιξη που θα είναι απαράδεκτη και τραγική για τα ελληνικά συμφέροντα, καθώς δεν θα υπάρχει πλέον καμία πίεση προς την πλευρά των γειτόνων μας μιας και τον στόχο τους θα τον έχουν επιτύχει. Η δε Ελλάδα θα έχει απολέσει το σημαντικότερο, ίσως, διαπραγματευτικό της χαρτί. Θα πρόκειται μια άνευ προηγουμένου εθνική ήττα την ευθύνη της οποίας θα φέρει αποκλειστικώς ο Αλέξης Τσίπρας.
Την ίδια ώρα βέβαια, στο εσωτερικό της κυβέρνησης, ο Πάνος Καμμένος, διαβλέποντας τις εξελίξεις και το ναυάγιο που επέρχεται στις συνομιλίες, μιας και οι σκοπιανοί ακόμα και αν δεχθούν μια σύνθετη ονομασία, δείχνουν ότι δεν έχουν πρόθεση να προχωρήσουν σε αλλαγή του συντάγματός τους και να κάνουν πίσω σε αλυτρωτικά ζητήματα που προκύπτουν από την «ταυτότητα», τα διαβατήρια, και την παιδεία, έχει σηκώσει μπαϊράκι διατυμπανίζοντας σε κάθε κατεύθυνση ότι δεν πρόκειται να ψηφίσει λύση που θα περιέχει τον όρο «Μακεδονία». Μάλιστα ο αντιπρόεδρος των ΑΝΕΛ κ. Σγουρίδης, το πήγε ένα βήμα παραπέρα, καλώντας την κυβέρνηση να ζητήσει αυξημένη πλειοψηφία, για ένα ζήτημα, βέβαια, που, το πιθανότερο, δεν θα έλθει ποτέ στην ελληνική Βουλή. Και τούτο, γιατί εξ αρχής η κυβέρνηση Τσίπρα που το διαχειρίσθηκε, προσπάθησε να το εντάξει στη λογική των εκλογικών ωφελημάτων αφήνοντας στο περιθώριο το εθνικό συμφέρον, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε διαπραγματεύσεις απροετοίμαστη και –κυρίως- χωρίς να έχει εξασφαλίσει τη στήριξη ενός ευρύτατου εθνικού μετώπου.
Αυτή η έλλειψη σοβαρότητας στη διαχείριση του προβλήματος, αλλά και η εμφανής προσπάθεια ένα εθνικό ζήτημα να χρησιμοποιηθεί για να πληγεί η αντιπολίτευση, απέτρεψε κάθε εθνική συνεννόηση και εδραίωσε την άποψη ότι ο κ. Τσίπρας δεν είναι ικανός να διαπραγματευθεί με επιτυχία το Σκοπιανό. Γι’ αυτό και η κοινωνία στέκεται αντίθετη στους χειρισμούς του κ. Τσίπρα και το κίνημα κατά κάθε σύνθετης ονομασίας γιγαντώθηκε σε ποσοστά της τάξεως του 72%.
Αν εν τω μεταξύ ο κ. Τσίπρας, αποδεχθεί και ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ με την προσωρινή ονομασία FYROM, τότε η εθνική ήττα θα έχει εξελιχθεί σε προδοσία, αφού συνειδητά ακολουθήθηκε η συγκεκριμένη πολιτική.