γράφει ο Νικόλαος Χρ. Γκίκας
Είναι αλήθεια πως η συζήτηση για τις σπείρες «κέρδους-τιμής», έχει πολλές αναγνώσεις. Οι καταγραφείς της πλεονεξίας τονίζουν πως οι εταιρείες δεν μεταφέρουν απλώς το υψηλότερο κόστος, αλλά πως συνάμα διευρύνουν τα περιθώρια κέρδους. Συμβαίνει αυτό διότι οι καταναλωτές πληρώνουν οσοδήποτε για να αποκτήσουν το επιθυμητό.
Για το ταγκό χρειάζονται δύο και όσο η ζήτηση και η κατανάλωση δεν μειώνονται, οι υψηλές τιμές θα παραμένουν. Άλλωστε η έννοια της δίκαιης τιμής ποικίλει. Προφανώς οι τιμές δεν είναι δίκαιες με την έννοια που τις αντιλαμβάνεται ο καταναλωτής. Η παραδοξότητα όμως αυτή στέκει στην αυξημένη ζήτηση, σε μια ήδη ακριβή αγορά.
Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα το Νοέμβριο αναμένεται και πάλι υψηλός, περί το 8-9%. Θα πρέπει λοιπόν η κυβέρνηση να εγκαταλείψει το τροπάριο των κακών πολυεθνικών και της προπαγάνδας επισκέψεων στα καταστήματα και να κάνει βήματα προς τα πίσω, στην παραγωγική διαδικασία δηλαδή.
Για τους τελευταίους, αυτό που ο καταναλωτής θεωρεί αισχροκέρδεια, αποτελεί παράσταση δίκαιης τιμής. Ουσιαστικά διαφαίνεται μια συντεταγμένη, από τα κάτω πρακτική, η οποία διατρέχει την αλυσίδα από το χωράφι μέχρι το ράφι. Οι πεποιθήσεις αυτών υποδηλώνουν μια άτυπη συμφωνία κυρίων σχετικά με τη δίκαιη τιμή, τόσο στην παραγωγή όσο και στη μεταποίηση. Οι παραγωγοί της φέτας λόγου χάρη, ανησυχούν μήπως κάποιος πουλήσει φθηνότερα με ξένα υποθετικά γάλατα. Αξιωματικά ωστόσο, σε ένα ευρύτερα πελατειακό πολιτικό πλαίσιο, οι πολυεθνικές αποτελούν τον εύκολο στόχο του λαϊκισμού. Ωστόσο, καθώς ο περιορισμός του περιθωρίου θα βρίσκεται σε ισχύ μέχρι 31/12/23, (ν5045/2023/54/1), χάριν διαφάνειας και αξιοπιστίας στη διαδικασία, θα είχε ενδιαφέρον να γνωρίζαμε ποια άραγε προϊόντα απαραίτητα για την αξιοπρεπή διαβίωση ελέγχθηκαν, καθώς στο διεθνή τύπο, τα πρόστιμα θεωρούνται ως απάντηση στην πίεση του κοινού για αντιμετώπιση του υψηλού κόστους ζωής.
Δυστυχώς, η κυβερνητική στρατηγική εδράζεται στην επικοινωνιακή λογική, πρόστιμο σήμερα με συνοπτικές διαδικασίες και ψάξε το δίκιο σου μετά. Είναι αμφίβολο αν εξέτασαν τις ενστάσεις και τα επιχειρήματα των εταιρειών, πριν τις «κρεμάσουν» στα μανταλάκια. Αλλά ποιος εγγυάται πως δεν θα αναζητήσουν απώλειες κερδοφορίας ή φήμης;
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι εταιρείες δυσκολεύονται να προγραμματίσουν το μέλλον τους. Ποιος επενδυτής πείθεται όταν έχει να αντιμετωπίσει μια κυβέρνηση που καθορίζει, αναδρομικά μάλιστα, το κέρδος.
Η κυβέρνηση έμμεσα κλείνει το μάτι στα εγχώρια ολιγοπώλια, καθώς οι κανόνες είναι μεροληπτικοί και προσχηματικοί, προσφέροντας σύγχυση και ραθυμία στην αγορά, παρά προστατεύουν τον καταναλωτή. Παραπλανητικές και λαθεμένες επιλογές χάριν πελατειασμού, σημαίνουν διαιώνιση της ακρίβειας, στέλνοντας παράλληλα το μήνυμα, συνεχίστε…