Υπάρχει μια συνεχής αναφορά στο παράδειγμα της Ν. Αφρικής, το οποίο προβάλλεται ως παράδειγμα και για άλλες περιπτώσεις. Συνοπτικά, όσοι διέπραξαν εγκλήματα κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του ρατσιστικού καθεστώτος, τα ομολόγησαν μπροστά από τα θύματά τους στην Επιτροπή Συμφιλίωσης, και αυτό δεν συνεπαγόταν κάποιας μορφής δικαστική δίωξη ή τιμωρία. Αυτή (η τιμωρία) ισούται με την παραδοχή ενός εγκλήματος, η οποία με τη σειρά της λειτουργεί ως διαδικασία «κάθαρσης», κατά τον τρόπο που ο Ν. Μαντέλα σκέφτηκε να θέσει σε λειτουργία την απόδοσης δικαιοσύνης. Το παράδειγμα επίσης της Κολομβίας εσχάτως μπήκε στο παιχνίδι, παρά την αποτυχία του να αλλάξει τα πράγματα στην Μποκοτά σε σχετικό δημοψήφισμα. Τι από τα πιο πάνω ταιριάζει στην περίπτωση της Κύπρου; Πολλοί βλέπουν προς τη Ν. Αφρική, άλλωστε οι διαπραγματευτές Α. Μαυρογιάννης και Ο. Ναμί, έχουν επισκεφθεί προς το σκοπό αυτό τη χώρα του Ν. Μαντέλα.
Εκτιμώ ότι κάθε χώρα έχει τη δική της παράδοση, τις δικές της ιδιομορφίες, τις σκέψεις των πολιτών που δείχνουν πόσο, πότε και τι μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Στη δική μου σκέψη, τρεις παράγοντες οδηγούν σε μια κατεύθυνση.
Πρώτο, η μεγάλη χρονική διάρκεια στην εξέλιξη του κυπριακού. Εγκλήματα σημειώθηκαν το 1974 στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, άλλα ξεκίνησαν από το 1964, άρα πριν 52 χρόνια, στη διάρκεια των διακοινοτικών συγκούσεων. Πέρασαν δεκαετίες, ο χρόνος οδηγεί τα πράγματα σε μια διαφορετική διαχείριση.
Δεύτερο, στην Κύπρο το σχίσμα ανάμεσα σε ε/κ και τ/κ υπήρξε κεντρικό θέμα ρήξης με εθνικά χαρακτηριστικά, άρα αναπτύχθηκε σε διαφορετική βάση από ότι η Ν. Αφρική και οι εκεί φυλετικές διακρίσεις ανάμεσα στη λευκή μειονότητα και την μεγάλη πλειοψηφία των μαύρων. Συνεπώς η σύγκριση αυτή, δείχνει ότι δεν ταιριάζει η αυτούσια μεταφορά του μοντέλου αυτού στην κυπριακή περίπτωση.
Τρίτο, η έλλειψη παράδοσης, η απουσία σχετικής κουλτούρας ανεκτικότητας στην Κύπρο, με την πιθανή δημιουργία μιας επιτροπής με βάση τα νοτιοφρικάνικα πρότυπα, δεν θα βοηθήσει στη δημιουργία κλίματος επικοινωνίας και, κυρίως, εμπιστοσύνης. Θυμίζω ότι σε περίπτωση λύσης, ταυτόχρονα με την πολιτική για την συμφιλίωση, θα εφαρμόζονται σε άλλα επίπεδα, πρόνοιες με εξίσου δύσκολες πρακτικές όπως αυτές για το εδαφικό, ο αφοπλισμός, οι αποζημιώσεις κλπ.
Είναι απολύτως αναγκαίο να βρεθεί η βέλτιστη φόρμουλα, ικανή να απαντήσει στις δικές μας ιδιομορφίες. Αυτή, νομίζω, ότι είναι η ενημερωτική, παιδαγωγική δραστηριότητα της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας, ιδιαίτερα εκείνων των ηγετών που θα κατευθύνουν τις εξελίξεις με στόχο την εφαρμογή της λύσης. Αυτή η δραστηριότητα μπορεί να περιλαμβάνει ένα πλαίσιο από δράσεις, όπως οι κοινές και διαφορετικές επισκέψεις σε χώρους με ιστορικό συμβολισμό, όπως ο Τύμβος της Μακεδονίτισσας ή το χωριό Σανταλάρι, οι ανοικτές δημόσιες ομιλίες επί του θέματος, ή με τη συμμετοχή προσώπων με ειδικές γνώσεις ή προσωπικά βιώματα, σε έναν καλά προετοιμασμένο δημόσιο διάλογο.
Ο λόγος, η επιχειρηματολογία, η αναφορά σε εγκλήματα και σε μικρές ή μεγάλες τραγικές περιπτώσεις, θα επικεντρώνεται στην αναγνώριση τους, στην παραδοχή τους, στην ενίσχυση της προσπάθειας για να διαβάσουμε τις εξελίξεις με βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Η γνώση είναι η βάση για την ανατροπή, η αναγνώριση η βάση για την πρόοδο και η εμπιστοσύνη στο μέλλον η προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας κοινωνίας ανοχής μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Ένας ειλικρινής, δημόσιος διάλογος, μέσα από την προβολή του στα ΜΜΕ θα βοηθήσει στην κατανόηση του παρελθόντος με βοηθό τα πραγματικά γεγονότα και την κατανόηση φαινομένων που οδήγησαν σε εγκλήματα. Τι οδηγεί αυτές τις αλλαγές στην επιτυχία; Ασφαλώς η πίστη ότι δεν θα γυρίσουμε πίσω για να μείνουμε εκεί, αλλά θα γυρίσουμε πίσω για να κτίσουμε με πρόθετο υλικό μια συμφωνία εμπιστοσύνης για το μέλλον. Με γνώμονα την αλήθεια και ότι η ιστορική έρευνα τεκμηριώνει ως τέτοιαν, καθ’ ότι, μόνο οι πηγές και οι μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι αποτελεί ρεαλιστικό ιστορικό υλικό. Λοιπόν, η γνώση της αλήθειας συνιστά το αναγκαίο εργαλείο για την πολιτική της συμφιλίωσης, γιατί μόνο αυτή θα στέκεται σε στέρεα πόδια κάθε μέρα! Δύσκολο θέμα, ακριβώς όπως η πολιτική διαδρομή της νήσου. Εδώ, ωστόσο, κρίνονται όσοι και όσες πολιτικές δυνάμεις διαθέτουν, πράγματι, σχέδιο για την αυριανή Κύπρο και όσοι απλώς υποκρίνονται ότι θέλουν, αλλά αναζητούν διαρκώς προσχήματα για να σπρώχνουν τις εξελίξεις πιο κάτω.