ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Στον καφενέ
Έπινε το ούζο του
στη φωτιά ενός ανάλγητου συρφετού από
κουβέντες καφενόβιων,
στον πάγο μιας ανάλγητης μοναχικής στιγμής.
Διψούσε να μιλήσει, να πει για όσα η ζωή τού στέρησε
και τα άλλα που του έδωσε, που τον έφτασαν ως εδώ.
Όμως η συνάφεια τον αποθάρρυνε,
τον απέστρεφε από την ανάγκη του.
Έτσι του έμειναν το ούζο και τα παγάκια του.
Τα έβλεπε να λιώνουν στο ποτήρι τους,
ως να μετρούσαν αλλιώς τον χρόνο του.
Αυτόν που έπινε, μυρισμένο με γλυκάνισο,
αργά μέχρι να τον τελειώσει,
στη μικρή του στάση.
Για πολλοστή φορά, θα μολόγαγε στα φυλαγμένα λόγια του,
τα άλλα, της ανάγκης του να πει.