Όταν η πράξη, η ύστερη γνώση της
συλληφθούν στο τέλος μιας νοητικής διαδρομής και
ανακριθούν και
σου αποκαλύψουν τον δρόμο τους,
απορείς,
για τα πράγματα,
πως έφθασαν μέχρις εδώ
σαν αυτοβούλως καθοδηγούμενα
και απορείς,
γιατί … πίστευες πως εσύ τα έφτιαξες
να υπάρχουν και να εξελίσσονται, σίγουρος
πως πίσω σου ακολουθούσαν.
Έως … που τα βρήκες να σε περιμένουν
στην άκρη κάποιου σκοπού. Παρηγορήθηκες.
Αποκόμισες …πείρα.
Λέξη συναίσθημα, θωπευτική,
η επανάληψη μιας γνώσης,
κατ’ επανάληψιν που αποκόμιζες, ποτέ δε σου φτανε μία φορά.
Αυτή η συνήθεια που ο πονηρός λόγος πονηρά ονομάτισε πείρα,
σε παρουσιάζει σοφό να κόπτεσαι,
τα χαμερπά που άφησες πίσω σου να παρωδείς,
να κοιτάς τα άλλα που έρχονται και να μένεις αναποφάσιστος
-βλέπεις σοφός δεν έγινες στ’ αλήθεια- με αγωνία να πεις,
πως τα κατάλαβες, πως τα είχες προβλέψει.
Σοφός ωστόσο, πτωχέ μου πάνσοφε
θα πεζοπορείς μονάχα
όταν αναγνωρίσεις τον δρόμο που περπατάς,
ως τον δρόμο που χάθηκες
και ως χαμένος
έτσι για πάντα θα χάνεσαι
Με συνείδηση