Η ανάπτυξη αυτής της «κουλτούρας της άρνησης», συγκάλυπτε για δεκαετίες τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας μας, γιατί κανείς δεν αισθανόταν υποχρεωμένος να πει «συγκροτώ ένα πρόγραμμα, προτείνω αυτό, οι στόχοι μου έχουν ως εξής, θέλω να πετύχω αυτό ή εκείνο, έχω τους εξής συμμάχους, θα αξιολογηθηθώ στο τέλος της θητείας μου πάνω στο συνολικό μου αποτέλεσμα». Η «κουλτούρα της άρνησης» ασφαλώς δεν αφορούσε μόνο το κυπριακό. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση είχαμε τα ίδια χαρακτηριστικά: γενικόλογα προγράμματα, που έλυναν τα πάντα επί χάρτου, που ικανοποιούσαν κάθε αίτημα και ανάγκη και υπόσχονταν εύκολες και γρήγορες λύσεις, αλλά στην πράξη άφηναν τα πράγματα ακίνητα, συχνά στον αυτόματο πιλότο, στην ακινησία. Ας θυμηθούμε τη χρεοκοπία της οικονομίας και κυρίως, ας θυμηθούμε πόσοι και για πόσα χρόνια προσπάθησαν να οδηγήσουν την κυπριακή οικονομία στο γκρεμό, είτε με τα έργα είτε με τις παραλείψεις τους, είτε και τα δύο. Με τέτοια νοοτροπία, δεν βοηθούσε στη δημιουργία κριτικής σκέψης ανάμεσα στους πολίτες, μια πρακτική, η οποία, στο τέλος της ημέρας, απέδιδε τις αποτυχίες στην κακή πρόθεση των ξένων, στην τύχη, ή στις συμπτώσεις και ποτέ στα δικά μας ελλείμματα. Αυτή η καλλιεργημένη κουλτούρα απετέλεσε ένα βολικό πρόσχημα που απάλλασσε τις εκλεγμένες κυβερνήσεις από την ευθύνη της πρόβλεψης, της άσκησης πολιτικής και της καθοδήγησης των πραγμάτων.
Στη δική μου εκτίμηση, η πολιτική ηγεσία οφείλει να επιλύει προβλήματα που βελτιώνουν τη ζωή των ανθρώπων, να ιεραρχεί τις προτεραιότητες μιας κοινωνίας και να έχει το θάρρος να συγκρούεται με το σύστημα της ακινησίας ή της κλειστής κοινωνίας, για να υπηρετεί έτσι μια μείζονα πολιτική επιδίωξη όπως η επίλυση ενός ζητήματος εξωτερικής πολιτικής όπως είναι το κυπριακό, ή ενός προβλήματος που διευρύνει την έννοια του δημόσιου συμφέροντος ή την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Συνεπώς η ηγεσία οφείλει να λαμβάνει αποφάσεις, να είναι σε θέση να αντικρούει την άρνηση και τη δημαγωγία και να μπορεί να υπερασπίζεται με ορθολογικό τρόπο εκείνο που υπηρετεί το μακροπρόθεσμο συμφέρον της νήσου. Μερικές φορές οι εντυπώσεις ή ορισμένες δημοσκοπήσεις δείχνουν μια διαφορετική κατεύθυνση, ότι η κυρίαρχη τάση δείχνει επιφυλακτική έως αρνητική σε μια εξέλιξη. Αυτό το φαινόμενο συχνά είναι αβάσιμο, συχνά παραπλανητικό, συνιστά ένα πρόσχημα για να μην αναλάβει μια ηγεσία τις ευθύνες που της αναλογούν. Οι δημοσκοπήσεις είναι εργαλείο που με την κατάλληλη επεξεργασία γίνονται σύστημα για την πρόοδο, όχι πρόσχημα για την ακινησία. Η κοινή γνώμη προσέχει τα σοβαρά επιχειρήματα, πείθεται, υποστηρίζει κάθε πολιτική εξέλιξη που ακολουθεί τους πιο πάνω βασικούς κανόνες και βεβαίως εάν αυτή διαθέτει την κατάλληλη επικοινωνιακή υποστήριξη. Ο Γ. Κρανιδιώτης το επεξηγεί με το δικό του λόγο το πώς επιτυγχάνονται οι στόχοι: «Η εξωστρεφής αντίληψη της διεθνούς πολιτικής είναι αυτή που οδηγεί στην ενίσχυση της διεθνούς θέσης της χώρας. Δημιουργεί συμμαχίες, ταύτιση συμφερόντων και επιτρέπει πιο αποτελεσματικά και αξιόπιστα την προώθηση των στόχων της εξωτερικής πολιτικής…» (22 Απριλίου 1998).