Ήταν αγαπητός σε όλους. Άλλωστε ποτέ δεν είχε πειράξει κανέναν και ούτε πικρή κουβέντα είχε ποτέ ξεφύγει από το στόμα του. Αγαπούσε τα ζώα και όμοια τους ανθρώπους και όταν τους πλησίαζε – όποτε το επιθυμούσε – το έκανε με ανιδιοτέλεια. Ίσως σε αυτό να συνηγορούσε και η ζωή του που ήταν απλή, χωρίς πολλές απαιτήσεις, από εκείνες τουλάχιστον που ικανοποιούνται με χρήματα. Συνταξιούχος πλέον, είχε δουλέψει σκληρά στη ζωή του και τώρα χωρίς να είναι πλούσιος, είχε την ικανοποίηση να πραγματώνει τις μικρές του επιθυμίες, χάρη στο καλό κουμάντο που είχε κάνει. Σε αυτό συνέβαλε βέβαια και η σύζυγος του, γυναίκα συνετή και ευπροσήγορη, που έβγαινε στη σύνταξη οσονούπω. Είχε υποβάλει ήδη, εδώ και μια διετία τον φάκελλο της στην αρμόδια υπηρεσία, οπότε σύντομα θα τον συντρόφευε στην σπουδή του να γεμίζει εποικοδομητικά τον χρόνο του. Ωστόσο για την ώρα ο κυρ Στέφανος έκανε τις πρωινές εξορμήσεις μόνος του και αργά το μεσημέρι μόνο, συντρόφευε την κυρά Ουρανία στο σπίτι. Αν και τότε, μετά το φαγητό, συνήθιζε να διαβάζει την εφημερίδα του και να μένει αθόρυβος σαν τα έπιπλα τού σπιτιού του. Μετά τόσα χρόνια άλλωστε, αρκούσε η παρουσία του ενός στον άλλο, χωρίς τυμπανοκρουσίες και άλλα ηχηρά. Είχαν και δυό κόρες, οι οποίες έκαναν νωρίς τις δικές τους οικογένειες και μάλιστα τις αυγάτισαν σχεδόν αμέσως με απογόνους. Από ένα παιδί η κάθε μία, αγόρια και τα δύο. Το όνομα του εντούτοις δεν το άκουσε, από καμμία εκ των δύο, αφού προηγήθηκαν τα ονόματα των συμπεθέρων. Καθόλου όμως δεν τον ενόχλησε αυτό, μάλιστα ήταν ο πρώτος που το ζήτησε. Το μόνο που ευχόταν ήταν να είναι καλά, τα εγγόνια του και οι γονείς τους. Άλλωστε ήδη μετρούσε εβδομήντα πέντε χρόνια στην πλάτη του και όπως δήλωνε θα ήταν πολύ ανώριμο για την ηλικία του να ασχολείται με ελάσσονα θέματα. Το καφενείο το απέφευγε και μόνο αν είχε κάποιον αγώνα στην τηλεόραση συμμετείχε στην ομήγυρη, για να νιώθει τον αέρα τής «κερκίδας» και να διασκεδάζει με τις ατάκες του κάθε πορωμένου καφενόβιου. Τις άλλες ώρες, επειδή δεν έβρισκε κάτι ουσιαστικό να συζητήσει μαζί τους, προτιμούσε την δημιουργική μοναξιά τής σκέψης του. Έτσι επέλεγε τους μοναχικούς περιπάτους ή τη ξεκούραση του σε όποιο παγκάκι εντόπιζε στην πλατεία, ελεύθερο από «ενοικιαστές» στη ράχη του. Αγαπούσε να παρατηρεί και ιδίως τα πουλιά που συναγωνίζονταν ποιο θα πρωτοφάει τα ψίχουλα που τους πετούσε. Στις πολλές του επισκέψεις, ένιωθε ότι τα είχε μάθει κιόλας και τα φώναζε με ονόματα, αυτόκλητος νονός, προσέχοντας όμως να μην τον ακούσει κανείς και τον περάσει για αλλοπαρμένο. Ήταν σίγουρος ότι και αυτά τον αναγνώριζαν και έτσι ένιωθε την ικανοποίηση τής συντροφικότητος, αυτής τής χωρίς πολλά ή και φορές, χωρίς καθόλου λόγια, ίδια όπως έκανε και με την κυρά του. Είχε και ένα κινητό μαζί του για λόγους ασφαλείας, όπως του είχαν πει οι κόρες του, που του το είχαν κάνει δώρο στη γιορτή του.
Δεν το χρησιμοποιούσε σχεδόν ποτέ κι αν κάποια φορά κουδούνιζε ήταν γιατί η Ουρανία του θύμιζε να πάρει κάτι από το σούπερ μάρκετ, που είχε ξεχάσει εκείνη να αγοράσει. Οι κόρες του επίσης δεν τον έπαιρναν, αφού προτιμούσαν το σταθερό, το βράδυ στο σπίτι, την ώρα που θα έβρισκαν και τους δυο γονείς τους διαθέσιμους. Οπότε κάθε φορά που το άκουγε να κουδουνίζει, κοιτούσε γύρω του, με το βλέμμα της απορίας, να ψάχνει ποιο κινητό κτυπά και μετά από ικανό αριθμό επίμονων κουδουνισμάτων, όταν συνειδητοποιούσε ότι ήταν το δικό του, να ανταποκρίνεται στην κλήση.
Εκείνο το απομεσήμερο είχε βγει λίγο νωρίτερα για την απογευματινή του βόλτα. Ένιωθε ένα βάρος στο στομάχι του, παρά το γεγονός ότι δεν είχε κάνει κάποια υπερβολή στη διάρκεια τού γεύματος του. Μάλιστα η Ουρανία τού είχε ετοιμάσει μια μακαρονάδα με σάλτσα ντομάτα και τυρί, που πολύ τού άρεσε και που είχε παρατηρήσει ότι δεν του δημιουργούσε δυσπεψίες. Εντούτοις η τελευταία αυτή δοκιμή τον είχε πανηγυρικά διαψεύσει. Δεν είπε όμως τίποτα στην Ουρανία μην και την ανησυχήσει. Είχε την πεποίθηση ότι με τον περίπατο θα βοηθούσε αυτό το έρμο το στομάχι να ανταπεξέλθει από τη μεγάλη του κούραση, αφού σε αντίθεση με τον ίδιο δεν είχε βγει και ούτε επρόκειτο, στη σύνταξη. Η Ουρανία απόρησε που τον είδε να κατευθύνεται προς την έξοδο και κοιτάζοντας το ρολόι της, κάτι πήγε να πει. Ο Στέφανος όμως που την κοίταζε με την άκρη τού ματιού του, διαβλέποντας την ερώτηση, την πρόλαβε δηλώνοντας …
«Θα πάω να πάρω κάτι από το περίπτερο και θα επιστρέψω».
Η Ουρανία που εκείνη την ώρα ετοιμαζόταν να πλύνει το πιατομάνι τής κουζίνας της, δεν έδωσε συνέχεια. Άνοιξε τη βρύση για απάντηση και το νερό άρχισε να πιτσιλάει πάνω στο πιάτο, που περίμενε τη απολάδωση του.
Ο Στέφανος δεν είχε σκοπό να πάει στο περίπτερο. Το βάρος όμως που ένιωθε και που κάπου γινόταν και σφίξιμο, τον είχε θορυβήσει. Τις προάλλες είχε ακούσει ότι ένας από τους θαμώνες του καφενείου, ο Θόδωρος, είχε τα ίδια συμπτώματα και απεδείχθη ότι ήταν προεόρτια καρδιακού επεισοδίου. Την γλύτωσε, αλλά κινδύνεψε σοβαρά να αφήσει το καφενείο με ένα πελάτη λιγότερο. Μάλιστα όταν μετά από καιρό επέστρεψε στα στέκια του, έδειχνε σαν μεταμελημένη Μαγδαληνή. Ούτε τσιγάρο, ούτε καταχρήσεις όπως πριν και … πολύ περπάτημα. Ο κυρ Στέφανος που είχαν σχεδόν την ίδια ηλικία, από κείνο το επισόδιο και μετά, είχε εντατικοποιήσει τους περιπάτους από φόβο, μην ο χάρος που ξαστόχησε την πρώτη φορά επιστρέψει για να επανορθώσει. Υποσυνείδητα πίστευε ότι θα επέλεγε ως θέατρο επιχειρήσεων το καφενείο, όπως και την προηγούμενη φορά, αλλά με τόσο άστατο χαρακτήρα που έχει ο μαυρόψυχος, μπορούσες να του έχεις εμπιστοσύνη; Ίσως να ήταν λοιπόν αυτός και ένας ακόμα λόγος, που το απέφευγε.
Δεν είχε σκοπό οπότε να περάσει από κει, αλλά δεν ήθελε να απομακρυνθεί και πολύ από το σπίτι του, για λόγους ασφαλείας. Βλέπεις αυτό που ένιωθε δεν ήταν από τα γνωστά φουσκώματα που τα ξεγελούσες με μια σόδα και αυτό τού επέτεινε την ανησυχία. Αποφάσισε να πάει στο πάρκο. Θα έψαχνε το παγκάκι του και θα προσπαθούσε να ηρεμήσει. Μπορεί να ήταν και εξ αιτίας τής αυθυποβολής αυτή η αναστάτωση, σκέφτηκε.
Πράγματι το παγκάκι τον περίμενε, ευτυχώς ορφανό από επισκέπτες. Κατευθύνθηκε σε ευθεία γραμμή προς τα εκεί και κάθησε στα ξύλα του, να πει τον πόνο του.
Δεν είχε μαζί του κανένα ψωμάκι σήμερα, έτσι βιαστικά που έφυγε. Ο νιόνιος το σπουργίτι, με το που κάθισε εκείνος, άρχισε να πετά αριστεροδέξια, με φανερή ανυπομονησία. Ο κυρ Στέφανος τού χαμογέλασε πικρά.
«Κάτσε να τη βγάλουμε και σήμερα και σου υπόσχομαι διπλή μερίδα την άλλη φορά. Ο σπουργίτης δεν είναι σίγουρο πως κατάλαβε, όμως ανταποκρίθηκε στην κουβέντα του κι έφυγε για το απέναντι κλαδί. Τα περιστέρια απουσίαζαν. Μάλλον δικαιολογημένα, αφού δεν ήταν η συνηθισμενη ώρα που τα συναντούσε.
Ο κυρ Στέφανος κοίταξε την πλατεία με παράπονο. Δεν ήταν μαζί του, δεν ήταν όπως την είχε μάθει. Είχε διώξει και τα πουλιά της. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά κατόπιν. Ο ήλιος ήταν στη θέση του. Εκτυφλωτικός εκείνη την ώρα. Έκλεισε τα μάτια του, που δεν μπορούσαν να τον δουν και έφερε στο μυαλό του την εικόνα από τα εγγόνια του. Δεν είχε προλάβει να τους δώσει όσα σχεδίαζε. Πιο πολύ τα λόγια του, τα παραμύθια που προετοίμαζε στο μυαλό του, τις βόλτες που ακόμα δεν προλαβε να μοιραστεί μαζί τους. Μετά σκέφθηκε τα παιδιά του. Είχε δώσει τη ζωή του ολάκερη για κείνα και γι’ αυτό ένιωθε πιο ανάλαφρος. Δεν ήταν οπότε από κει το βάρος. Ύστερα θα άφηνε την Ουρανία πίσω. Της είχε εμπιστοσύνη. Πιστή σύντροφος ήταν στο πλάι του ίσαμε τώρα και ας μην είχαν πει στα λόγια, πόσο νιαζόταν ο ένας τον άλλον. Θα έκανε και χωρίς αυτόν καλό κουμάντο, όπως ίσαμε τώρα. Ήταν σίγουρος για κείνη.
Ένα μικρό δάκρυ άρχισε να κυλά από τα κλειστά του μάτια. Ως εδώ θα έφτανε λοιπόν. Το μακρύ του ταξίδι θα έδενε στη ξέρα μιας πλατείας; Αφημένος σε ένα παγκάκι; Ένας γείτονας που όλοι θα έλεγαν για κείνον, για το ήθος του και την καλωσύνη του; Τα πουλιά τής πλατείας θα τον αναζητούσαν άραγε;
Έμεινε έτσι,με τα μάτια κλειστά, απροσδιόριστο για πόσο διάστημα. Πρέπει να αποκοιμήθηκε. Έτσι με το κεφάλι πίσω και το στόμα ανοιχτό. Σαν να ήταν αυτός, ο σπουργίτης στη θέση τού νιόνιου. Κάποια στιγμή κτύπησε το κινητό του. Τινάχτηκε σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρική εκκένωση. Κοίταξε απορημένος γύρω του, για λειβάδια και παραδείσιες παπαρούνες και αντ’ αυτών είδε μόνον παγκάκια ξύλινα και δυό ακόμη της ηλικίας του να συζητούν αμέριμνοι στο διπλανό παγκάκι. Το κινητό εξακολουθούσε να κτυπά επίμονα. Το σήκωσε. Ήταν η Ουρανία, που ανησύχησε για το πολύ τής καθυστέρησης του στο περίπτερο.