γράφει ο Γιώργος Κοντογιάννης.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στα Σκόπια απέδειξε μια τρανή αλήθεια. Ότι καμία δύναμη, ούτε των ΗΠΑ, ούτε της Γερμανίας, ούτε του ΝΑΤΟ, ούτε της ΕΕ, μπορεί να επιβάλει σε ένα λαό λύσεις που ο ίδιος δεν επιθυμεί. Έστω και αν η αντίληψη που έχει για την πραγματικότητα είναι στρεβλή.
Οι σημερινοί ηγέτες του κόσμου προκρίνουν λύσεις τις οποίες αναθέτουν στις κυβερνήσεις τους και στις κυβερνήσεις άλλων χωρών να επιβάλλουν. Οι λύσεις αυτές όμως αποτυγχάνουν στην εφαρμογή τους γιατί παραβλέπουν τα δεδομένα και την ιστορία κάθε περιοχής.
Οι σημερινοί κάτοικοι των Σκοπίων – αν εξαιρέσει κανείς το περίπου 30% που είναι αλβανικής καταγωγής- έχουν γαλουχηθεί επί χρόνια με την ιδέα ότι αυτοί είναι οι μοναδικοί απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ότι ο Μέγας Αλέξανδρος δεν ήταν Έλληνας, δεν μιλούσε ελληνικά, ήταν «Μακεδόνας», και οι ίδιοι και μόνο αυτοί, έχουν το δικαίωμα να αποκαλούνται Μακεδόνες.
Βέβαια όλα αυτά οι δημιουργοί του μορφώματος των Σκοπίων τα απηύθυναν σε ένα λαό που ποτέ δεν αναζήτησε την αλήθεια και τις πραγματικές του ρίζες, καθώς κάτι τέτοιο το απαγόρευε το κομμουνιστικό καθεστώς. Οι Σκοπιανοί ποτέ δεν αναρωτήθηκαν πώς μπορεί να είναι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου αφού στην περιοχή ως φυλή ήλθαν 1000 –και πλέον- χρόνια μετά τον Μέγα Αλέξανδρο… Ποτέ δεν αναρωτήθηκαν αφού ο Μέγας Αλέξανδρος δεν ομιλούσε ελληνικά τι γλώσσα μιλούσε; Και γιατί στην περιοχή που ήταν το βασίλειό του, ακόμα και εντός των ορίων των Σκοπίων, οι μόνες αρχαίες επιγραφές που βρέθηκαν ήταν αρχαιοελληνικές; Σημαίνει κάτι αυτό; Ποτέ δεν αναρωτήθηκαν γιατί ο πατέρας του μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Φίλιππος, μετείχε ως Έλληνας στους Ολυμπιακούς Αγώνες και ήταν Ολυμπιονίκης… Ούτε βέβαια γιατί ο Αλέξανδρος μετά την νίκη του στον Γρανικό ποταμό (334 π.Χ.) έστειλε στην Αθήνα για να τοποθετηθούν στην Ακρόπολη 300 περσικές ασπίδες με τη γνωστή επιγραφή: «Αλέξανδρος ό Φιλίππου και οι Έλληνες, πλην Λακεδαιμονίων, από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων»
Όλα αυτά θα αποτελούσαν στοιχεία έρευνας για ένα λαό που είχε κάποιο σοβαρό μορφωτικό επίπεδο, αλλά και ελευθερία στο λόγο και στην έρευνα. Οι Σκοπιανοί όμως «κατάπιναν» ακατέργαστη αρχικώς τη Σοβιετική προπαγάνδα, στη συνέχεια την προπαγάνδα του Τίτο και μετά των πολιτικών αρχηγών του κρατιδίου, αφού η υπόστασή τους εξαρτάτο από το πόσο «μακεδόνας» δήλωνε ο καθένας εξ αυτών, καλλιεργώντας έναν ανούσιο, επικίνδυνο και ανιστόρητο «εθνικισμό».
Συνεπώς η όποια προσπάθεια της διεθνούς κοινότητας να υπογραφεί μια συμφωνία που θα τους έκανε να υποχωρήσουν στη χρήση του ονόματος Μακεδονία και από του Έλληνες σφετεριστές, θα έπεφτε- όπως κι έγινε – στο κενό. Με τη συμφωνία ο Ζάεφ προσπάθησε να διαχωρίσει την αρχαία Μακεδονία από τη νέα. Τη χρήση του όρου Μακεδονία στον αρχαίο κόσμο την άφηνε στον κ. Τσίπρα και στους Έλληνες και η χρήση του όρου Μακεδονία στον σύγχρονο κόσμο θα γινόταν αποκλειστικά από τους κατοίκους της χώρας του.
Αυτά όμως είναι καραγκιοζιλίκια που κανένας λαός, ούτε οι Έλληνες ούτε οι Σκοπιανοί (για διαφορετικούς λόγους οι μεν από τους δε) επρόκειτο να αποδεχθούν.
Για να πείσεις κάποιους ότι επί τρεις και πλέον γενιές οι πολιτικές τους ηγεσίες τους κορόιδευαν θέλει χρόνο και πολιτικό θάρρος. Θέλει δουλειά και πρέπει να υπάρχει διακομματική συναίνεση.
Με δεδομένο ότι ήταν Σλάβοι που ζουν σε ένα κομμάτι της Μακεδονίας, οι Έλληνες τη μόνη παραχώρηση που θα έπρεπε να δέχονται είναι να ονομάζονται Σλαβομακεδόνες. Η εθνικότητά τους Σλαβομακεδονική και το γλωσσικό τους ιδίωμα Σλαβομακεδονική γλώσσα. Τόσο ξεκάθαρα ώστε να μη δημιουργούνται συγχύσεις με την ελληνική Μακεδονία. Το τι θα πράξουν οι Σλαβομακεδόνες με την αλβανική μειονότητα είναι δική τους, εσωτερική, υπόθεση. Κι εν πάση περιπτώσει ας εξαντλήσει ο διεθνής παράγων τις πιέσεις του προς εκείνη την κατεύθυνση.
Ανάλογα ο κ. Τσίπρας έπρεπε να επιδιώξει τη διακομματική συναίνεση στην Ελλάδα για να αξιοποιηθεί η πρεμούρα των συμμάχων να κλείσει η υπόθεση. Αλλά, όπως πολύ σωστά είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκη στις 24 Ιανουαρίου 2018, «ο κ. Τσίπρας ξεκίνησε μια διαπραγμάτευση χωρίς προηγουμένως να έχει διαμορφώσει μια ενιαία κυβερνητική θέση… Η Κυβέρνηση Τσίπρα ξεκίνησε μια διαπραγμάτευση χωρίς να έχει ενημερώσει ούτε την Αντιπολίτευση, ούτε την Εθνική Αντιπροσωπεία, ούτε τον ελληνικό λαό. Δεν προσπάθησε να δημιουργήσει στοιχειώδες κλίμα συναίνεσης. Δεν επιχείρησε ποτέ να οικοδομήσει ένα εθνικό μέτωπο για να ενισχύσει τη θέση της χώρας. Δεν ένωσε τον λαό. Γιατί δεν ενδιαφέρεται για τις ευαισθησίες του και τις ανησυχίες του. Διαπραγματεύεται κρυφά».
Αντ’ αυτού ο κ. Τσίπρας διαπραγματεύθηκε κρυφά μέχρι την επίτευξη της Συμφωνίας, αφήνοντας στο σκοτάδι εκείνους που έπρεπε να έχει συμμάχους, δηλαδή όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Στόχος του ήταν να δημιουργήσει εσωτερικά προβλήματα στην αντιπολίτευση και όταν δεν το πέτυχε κατηγορούσε όσους συμμετείχαν στα συλλαλητήρια ως ακροδεξιούς, δείχνοντας το πώς αντιλαμβάνεται την διαφορετική άποψη. Αλλά το πού θα οδηγούντο τα πράγματα έπρεπε να το έχουν καταλάβει οι πάντες. Γιατί όταν διαπραγματεύονται εκείνοι που το 2008 όταν η κυβέρνηση Καραμανλή έδινε τη μάχη του Βουκουρεστίου, υπέγραφαν κείμενα να αναγνωρισθούν τα Σκόπια ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Οι κ.κ. Τσακαλώτος, Γαβρόγλου, Χριστοδουλοπούλου, Καρανίκας και 200 ακόμα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έλεγαν: «Δεν υπάρχει κανένα εθνικό συμφέρον που να διακυβεύεται αν δοθεί η δυνατότητα στη γειτονική χώρα να διατηρήσει τη συνταγματική της ονομασία». Δηλαδή το σκέτο «Μακεδονία».
Πώς θα διαπραγματευθεί κάποιος για ένα ζήτημα στο οποίο δεν πιστεύει; Πώς θα δώσει μια μάχη την οποία εκ των προτέρων θεωρεί χαμένη; Πώς θα υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα, αφού η έννοια του εθνικού συμφέροντος είναι γι’ αυτόν διεσταλμένη; Φυσικό λοιπόν δεν ήταν να τα δώσει όλα;
Ο μεγάλος δικαιωμένος, λοιπόν, του δημοψηφίσματος στα Σκόπια είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος από την πρώτη στιγμή, στις 24 Ιανουαρίου 2018, είχε δημοσίως δηλώσει: «Έτσι όπως έρχονται τα πράγματα, η λύση θα πρέπει, κατά πάσα πιθανότητα, να αναζητηθεί σε άλλη συγκυρία, με κατάλληλη προετοιμασία. Και προπαντός αφού η άλλη πλευρά έχει προηγουμένως έμπρακτα αποδείξει ότι ζητά λύση πραγματική όχι πλασματική, που όντως θα οδηγεί στην αρμονική συμβίωση των δύο λαών»
Βέβαια σε ένα έπεσε έξω ο κ. Μητσοτάκης. Είχε δηλώσει: «Δεν πρόκειται να ανεχτώ να διχάσουμε τους Έλληνες για να ενώσουμε τους Σκοπιανούς».
Όπως αποδείχθηκε η πολιτική των Τσίπρα και Ζάεφ ήταν τέτοια που τελικά δίχασε και τους Έλληνες και τους Σκοπιανούς…
Το ζήτημα είναι αν τελικά ο κ. Ζάεφ προχωρήσει σε εξαγορές βουλευτών στη Βουλή των Σκοπίων προκειμένου να συμπληρώσει τα 2/3 του αριθμού των βουλευτών που θα του επιτρέψουν να αλλάξει το Σύνταγμα της χώρας του ή θα παραδώσει τα «όπλα». Φαίνεται ότι οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει είναι μεγάλες έναντι τρίτων και για το λόγο αυτό θα προχωρήσει δυναμικά μπροστά, αγνοώντας τη βούληση του λαού του. Αυτό άλλωστε του ζήτησε και ο κ. Τσίπρας ο οποίος σχεδιάζει να πράξει κάτι ανάλογο.
Στην ελληνική πολιτική σκηνή αυτό ονομάζεται «αποστασία». Και πρόκειται όντως για αποστασία από την λογική και από την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων. Η ΝΔ πρέπει να βρει τρόπο να βάλει φρένο στα σχέδιά του. Τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης πρέπει συμμαχήσουν σε μια ενιαία γραμμή. Η ιστορία δεν θα κρίνει μόνο τον κ. Τσίπρα για το ξεπούλημα της Μακεδονίας. Θα κρίνει και εκείνους που είτε συνέβαλαν είτε αποδείχθηκαν αδύναμοι να αποτρέψουν έναν εθνικό κίνδυνο όπως αυτόν που έχει δρομολογήσει ο κ. Τσίπρας.
Υ.Γ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 2/10/18, στο βασικό της θέμα δημοσιεύει τους διαλόγους από τη σύσκεψη των Πολιτικών Αρχηγών στα Σκόπια υπό τον πρόεδρο Ιβάνοφ. Εκείνο που αβίαστα προκύπτει είναι η πρεμούρα του Ζάεφ, «να τελειώνουμε με το θέμα τώρα που είναι στην εξουσία ο φίλος μας ο Τσίπρας γιατί έρχεται ο Μητσοτάκης και θα τα βρούμε σκούρα».
Δηλαδή:
1. Ο Τσίπρας δεν έκανε διαπραγμάτευση αλλά τα χατίρια του Ζάεφ ή υλοποιούσε εντολές τρίτων.
2. Οι Σκοπιανοί ήταν στη λογική «βάλε τώρα που γυρίζει», ή «πάρτε καλέ κυρίες τώρα που το αφεντικό τρελάθηκε και πουλάει όσο-όσο»
3. Δεν έγινε καμία ουσιαστική διαπραγμάτευση, απλά η κυβέρνηση αποδεχόταν τα αιτήματα των Σκοπίων.
4. Μέχρι και το δημοκρατία του Ίλιντεν είχε αποδεχθεί ο Τσίπρας, προφανώς αγνοώντας ότι η εξέγερση του Ίλιντεν είναι η μήτρα της σκοπιανής προπαγάνδας.
5. Ο Ζάεφ, παραδέχεται ότι ο Τσίπρας καταρρέει και ότι επόμενος πρωθυπουργός της Ελλάδος θα είναι ο Μητσοτάκης στον οποίο, προφανώς, οι ξένοι παράγοντες δεν μπορούν να ασκήσουν πιέσεις.
Και όλα αυτά βέβαια τα «διαπραγματευόταν» ο κ. Τσίπρας χωρίς να δίνει λογαριασμό στο εσωτερικό. Χωρίς να ενημερώνει τα κόμματα. Χωρίς να ζητάει τη στήριξή τους.
Αυτά τα αποκαλυπτικά και συνάμα διδακτικά για να καταλάβουμε ποιος μας κυβερνά!