Οι αντίπαλοι, όμως, συνασπίστηκαν, αντιπαραβάλλοντας στο υποτονθορύζον δίλημμα «μ’ εμάς ή με τους κλέφτες;» το δίλημμα «με τους δημοκράτες ή με τους συνωμότες;» ανακόπτοντας (προς ώρας) την ολοκληρωτική άλωση της παρηκμασμένης ελληνικής δημόσιας σφαίρας από τον εθνολαϊκιστικό βαρβαρισμό.
Τι δεν συζητήθηκε; Δεν συζητήθηκε τίποτα απ’ όσα συνθέτουν την «πολιτική ευθύνη», το νόημα της οποίας εξακολουθεί να αποδίδεται με όρους του προηγούμενου αιώνα. Η πολιτική ευθύνη ισούται με την ευθύνη του πολιτικού προσώπου. Μ’ άλλα λόγια, η πολιτική ισούται με το πρόσωπο που την ασκεί. Δεν έχει αυθύπαρκτο περιεχόμενο, δεν κρίνεται, καν, με κοινωνικούς όρους. Δεν αποτελεί ένα διακριτό υποσύστημα της κοινωνίας αλλά επικαθορίζει την κοινωνία. Η πολιτική υπερ-πολιτικοποιείται και μετατρέπεται σε κριτή των πάντων (μ’ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διάκριση των οπαδών των ποδοσφαιρικών ομάδων σε δεξιούς κι αριστερούς).
Η πολιτική ως σύστημα απόψεων και προτάσεων για την επίλυση των δημόσιων προβλημάτων ελάχιστα συγκινεί τα κόμματα και τους πολίτες. Υπακούοντας σε μια κομφορμιστική, απολύτως υποκριτική στάση σύμφωνα με την οποία τα κόμματα εξουσίας πρέπει να δείξουν στους ψηφοφόρους τους ότι έχουν προγράμματα και θέσεις, επιδίδονται σ’ έναν στείρο ανταγωνισμό με βασική επιδίωξη να δείξουν ότι δεν υστερούν έναντι των αντιπάλων.
Εν συνεχεία, η συζήτηση μεταφέρεται στα πρόσωπα τα οποία κρίνονται, επίσης, με μη πολιτικά κριτήρια. Δεν αξιολογούνται ούτε οι γνώσεις και οι δεξιότητές τoυς ως προς την ικανότητά τους να επιλύουν δημόσια προβλήματα ούτε η ικανότητα διαμεσολάβησής τους σε κοινωνικές ομάδες και αντιτιθέμενα συμφέροντα. Κρίνονται με κριτήρια lifestyle. Η παρα-πολιτική υποκαθιστά την πολιτική και ο δημόσιος λόγος υποκαθίσταται από ξόρκια, μαντεψιές, αφορισμούς, αφέλειες, συκοφαντίες και πάσης φύσεως τερατωδίες που τροφοδοτούν το ανορθολογικό και ακραίο.
Η συναισθηματική αντίδραση αποκόπτεται από το γενεσιουργό της αίτιο και αυτονομείται, οπότε, πλέον, οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των αντιπάλων δεν αναφέρονται στο αρχέγονο πρόβλημα για το οποίο υποτίθεται ότι διατυπώνονται αλλά σε δευτερογενείς διακρίσεις (εάν, για παράδειγμα, ο ένας είναι περισσότερο μάγκας απ’ τον άλλον, αν φοράει παντελόνια και τα συναφή). Αυτήν, όμως, την άρνηση της πολιτικής επανεισάγει ως πολιτικό νόημα ο διατελών σε πλήρη σύγχυση συνέλληνας.
Ακολουθώντας το mainstream και στην υπόθεση Novartis τόσο οι πολιτικοί-εισαγγελείς όσο και τα ΜΜΕ δεν ανέφεραν τίποτα για τους ανεπαρκέστατους υπερ-διογκωμένους μηχανισμούς ελέγχου των άνομων, άδικων και απαγορευμένων πρακτικών των πολυεθνικών στη χώρα μας. Ουδείς αναρωτήθηκε εάν σήμερα που διαθέτουμε 95 σώματα ελέγχου των παρανομιών και της διαφθοράς, είμαστε σε θέση να απαντήσουμε με βεβαιότητα ότι δεν θα συμβούν αντίστοιχα φαινόμενα στο εγγύς μέλλον.
Ουδείς, επίσης, συζήτησε και μάλλον δεν θα συζητήσει για το υπερ-συγκεντρωτικό σύστημα αρμοδιοτήτων που επιτρέπει στον υπουργό Υγείας να διαχειρίζεται, μόνος αυτός, 611 αρμοδιότητες, μεταξύ των οποίων εγκρίσεις σε επιχειρήσεις.
Το ότι έχουμε πολλούς γιατρούς και τα περισσότερα φαρμακεία ανά 1.000 κατοίκους, γεγονός το οποίο ασκεί προφανείς πιέσεις στη συνταγογράφηση και κατ’ επέκταση, στη φαρμακευτική δαπάνη, δεν θεωρείται ζήτημα προτεραιότητας. Το ίδιο φαίνεται ότι ισχύει και για το γεγονός της σημαντικής διαρροής πόρων από το διάτρητο σύστημα υγείας: Ημιθανή μικρο-μάγαζα στο κέντρο και την περιφέρεια, άλλα εκ των οποίων έχουν τη μορφή του νοσοκομείου κι άλλα των κέντρων υγείας, εξακολουθούν να προσφέρουν παραμυθία στους ψηφοφόρους, υποδυόμενα τις εύρωστες υγειονομικές μονάδες. Ούτε και το επίσης προκλητικό γεγονός ότι τα γενόσημα φάρμακα εξακολουθούν να διατίθενται κατά 50% ακριβότερα εν σχέσει προς το μέσο όριο της ΕΕ έδειξε να συγκινεί κάποιον.
Εντέλει, το τι είναι και τι δεν είναι σκάνδαλο καθορίζεται με όρους που η ίδια η σκανδαλολογία θέτει για τον εαυτό τους. Σήμερα, η εποχή των τεράτων υπαγορεύει και στη σκανδαλολογία τερατώδεις αποκλίσεις από εκείνο που ο ορθός λόγος και η μετριοπάθεια όριζαν ως απόκλιση και, συνεπώς, ως πρόβλημα. Η υποστήριξή τους συνιστά για όσους ακόμη πιστεύουν στον Διαφωτισμό και την Ελευθερία την ελάχιστη οφειλόμενη υποχρέωση.