Τι συνέβη λοιπόν με την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ;
Η πρώτη έκπληξη για τους περισσότερους – και πρέπει να ομολογήσω και η δική μου – δεν είναι τόσο ότι το ΣΥΡΙΖΑ ήρθε πρώτο κόμμα στις εθνικές εκλογές (25.01.15). Λίγο ή πολύ το περιμέναμε οι περισσότεροι που παρακολουθούμε τις ελληνικές εξελίξεις. Αυτό που είναι πράγματι έκπληξη είναι ότι κατόρθωσε να πάρει με 36,3% των ψηφοφόρων σχεδόν την απόλυτη πλειοψηφία σε έδρες στη Βουλή (αυτό το λέμε στην Ελλάδα νεοελληνικού τύπου σαρωτική δημοκρατική νίκη!!).
Η δεύτερη έκπληξη είναι η ιδεολογική κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ, με την οποία κατόρθωσε ο αρχηγός του Αλέξης Τσίπρας, μέσα σε μία ώρα συζήτηση με τον άκρως δεξιό Καμμένο να συμφωνήσει και να συνδυάσει την αριστερή του σοσιαλιστική ιδεολογία με την άκρος εθνικιστική δεξιά ιδεολογία του τελευταίου. Έτσι Τσίπρας και Καμμένος επιβεβαίωσαν – αυτό που πολλοί ισχυρίζονται – ότι οι αριστερές και οι δεξιές ιδεολογίες δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι δύο πλευρές ενός νομίσματος.
Η τρίτη έκπληξη είναι οι ξαφνικές κωλοτούμπες πολλών ελληνικών – και όχι μόνον – μέσων ενημέρωσης και σχολιαστών (Γιανναράς) εντός και εκτός της Ελλάδας που εκφράζονται, μάλιστα με ενθουσιασμό, όταν ακούν τις ελληνικές παλικαριές και σοσιαλιστικές εξαγγελίες της νέας Κυβέρνησης. Είναι οι ίδιοι που προεκλογικά, τουλάχιστον τις περισσότερες από αυτές λόγω μη υπαρχόντων εσόδων, απέρριπταν, όπως επανακρατικοποιήσεις, υψηλές συντάξεις, επαναπροσλήψεις και νέους διορισμούς στο δημόσιο τομέα, 12.000 € το χρόνο αφορολόγητο εισόδημα, 751€ ελάχιστος μισθός κτλ.
Με αυτό αποδεικνύουν πόσο νοσταλγοί του λεγόμενου κρατισμού είναι όλοι αυτοί και λίγο ή πολύ οι περισσότεροι Έλληνες πολίτες, δηλαδή νοσταλγοί σοσιαλιστικών (κομμουνιστικών) οικονομικών συστημάτων σοβιετικού τύπου.
Η τέταρτη έκπληξη είναι η ανεπάντεχη και για τον ίδιο τον κ. Τσίπρα υποστήριξη της νέας Κυβέρνησης με τις συστάσεις – αντιφατικές κάπως – του προέδρου των ΗΠΑ κ. Ομπάμα. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν απέφυγε βέβαια να μιλήσει και για την απαιτούμενη δημοσιονομική πειθαρχία και για τις αναγκαίες και απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που πρέπει οπωσδήποτε να πραγματοποιηθούν στην Ελλάδα, αλλά – όπως είπε – δεν πρέπει αυτές να προκαλούν λιτότητα. Το τελευταίο θυμίζει το γνωμικό ότι ο κύριος Ομπάμα θέλει το σκύλο χορτάτο, αλλά το καρβέλι πρέπει να παραμείνει ακέραιο.
Γι’ αυτό εδώ χρειάζεται, πριν προχωρήσουμε στην περαιτέρω ανάλυσή μας, μία διευκρίνιση με σοβαρότητα και αντικειμενικότητα σχετικά με την έννοια λιτότητα.
Γιατί είναι η λιτότητα το πρόβλημά μας;
Ατομική λιτότητα: Η λιτότητα είναι το αντίθετο της ευημερίας, δηλαδή της καλοπέρασης. Και είναι ευνόητο και θεμιτό να μη θέλει κανείς τη λιτότητα. Η πράγματι από όλους μας επιθυμητή καλοπέραση (ευημερία) δεν πέφτει όμως από τον ουρανό, αλλά όπως λίγο ή πολύ εμπειρικά το γνωρίζουμε, έχει πολλές και ποικίλες πηγές προέλευσης.
Η πιο σημαντική πηγή, για την πλειοψηφία των ανθρώπων, είναι μία θέση εργασίας που προσφέρει ένα ικανοποιητικό εισόδημα για να μπορεί με αυτό ο εργαζόμενος να χρηματοδοτεί, να αποκτά και να απολαμβάνει τα αγαθά των προτιμήσεων του.
Μία δεύτερη πηγή είναι τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία είτε τα δημιούργησε κάποιος μόνος του, είτε τα κληρονόμησε, που του προσφέρουν επίσης ένα εισόδημα για να μπορεί να έχει μία σχετικά υψηλή ευημερία.
Μία τρίτη πηγή είναι να έχει κανείς μία ικανοποιητική σύνταξη για την οποία βέβαια φρόντισε στο παρελθόν, ο ίδιος ή κάποιος άλλος, με ανάλογες ασφαλιστικές εισφορές να την εξασφαλίσει.
Μία τέταρτη πηγή είναι οι Τράπεζες, που αν μας κρίνουν φερέγγυους, δηλαδή πιστεύουν ότι θα ξαναπάρουν τα χρήματα τους πίσω, μας δανείζουν.
Μία πέμπτη πηγή μπορεί να υπάρχει, αν έχουμε πλούσιους και γενναιόδωρους γονείς, συζύγους, παππούδες, γιαγιάδες, αδελφούς, φίλους που μας χαρίζουν ή μας δανείζουν τα ανάλογα εισοδήματα καλοπέρασης.
Μία έκτη πηγή είναι να κερδίσει κανείς παίζοντας χαρτιά ή και άλλα τυχερά παιχνίδια.
Άλλες πηγές δεν γνωρίζω να υπάρχουν. Βέβαια υπάρχει και το μάννα που μπορεί να πέσει από τον ουρανό. Αλλά για αυτό πρέπει να βρούμε τον Μωυσή και αυτός, ως γνωστό, δεν ήταν Έλληνας αλλά Εβραίος και δυστυχώς ούτε και με τούς Εβραίους τα έχουμε και τόσο καλά !!.
Η κρατική λιτότητα: Τα ίδια ισχύουν όσον αφορά τη λιτότητα και την ευημερία και σε κρατικό επίπεδο. Αν ένα κράτος έχει πρώτον πλούσιες φυσικές πρώτες ύλες, όπως χρυσό, ασήμι, πετρέλαιο και άλλα ορυκτά αγαθά, αρκετά και παραγωγικά εδάφη, ανθρώπινο κεφάλαιο κτλ. και τα αξιοποιεί (εκμεταλλεύεται) οικονομικώς σωστά, μπορεί να έχει αρκετά εισοδήματα, και αν τα μοιράζει σχετικά δίκαια στους πολίτες του, τότε θα μπορούν να ευημερούν όλοι τους.
Δεύτερον, αν το κράτος έχει φροντίσει να έχει τις ανάλογες υλικές υποδομές, όπως δρόμους, σιδηροδρόμους, αεροδρόμια, λιμάνια, τηλεπικοινωνίες κ.τ.λ. και τις ανάλογες κοινωνικές υποδομές, όπως Δημοτικά σχολεία, Γυμνάσια, Λύκια, Επαγγελματικές Σχολές, Πανεπιστήμια, Νοσοκομεία, χρηστή κρατική διοίκηση, δίκαιο φορολογικό σύστημα, κράτος δικαίου, σταθερό πολιτικό και κοινωνικό κλίμα κ.α., τότε θα προσελκύονται και οι ανάλογες ιδιωτικές και δημόσιες παραγωγικές επενδύσεις. Αυτές θα προσφέρουν θέσεις εργασίας με μισθούς ευημερίας και θα επιτρέπουν φορολογικές και ασφαλιστικές κρατήσεις για τη χρηματοδότηση των αναφερομένων αναγκαίων υποδομών.
Τρίτον, αν το κράτος μπορεί να δανείζεται από τις διεθνείς χρηματαγορές ή από άλλα κράτη προκειμένου να πληρώσει μισθούς και ποικίλες κοινωνικές παροχές ευημερίας. Το πρόβλημα είναι εδώ ότι τα δάνεια πρέπει κάποτε να ξεπληρωθούν.
Αν λοιπόν έχουμε υποχρεωθεί τα τελευταία έξι χρόνια στην Ελλάδα να ζούμε λιτοδίαιτα, σημαίνει ότι μας έλειψαν τα τελευταία έξι χρόνια προφανώς σε ικανοποιητικό βαθμό όλα τα προαναφερθέντα που φέρνουν την ευημερία..
Γιατί έγινε λοιπόν αυτό; Το 1981 ως γνωστόν η Ελλάδα έγινε μέλος της τότε λεγόμενης Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ). Το κατά κεφαλή πραγματικό εισόδημα των Ελλήνων ήταν τότε περίπου 5.000 € και το μέσο της ΕΟΚ περίπου 10.000 €. Από τότε ο μέσος ρυθμός θετικής μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα – κατά τα έτη 1981-2008, ήταν υψηλότερος, με εξαίρεση τα έτη 1981-1993, από τους αντίστοιχους μέσους ρυθμούς μεταβολής στις περισσότερες από τις οικονομικά προηγμένες οικονομίες της Ευρώπης.
Έτσι φτάσαμε να έχουμε το 2008 (ο χρόνος που άρχισε η κρίση) ένα πραγματικό κατά κεφαλή εισόδημα γύρω στα 15.000 € (94% του μέσου ΑΕΠ της ΕΕ), δηλαδή είχε η Ελλάδα το 2008 ένα σχετικά υψηλό επίπεδο ευημερίας.
Σε αυτό βέβαια συνέβαλαν στο διάστημα αυτό και οι επιδοτήσεις (δηλαδή δώρα) της ΕΕ, περίπου 150 δις €, καθώς επίσης και τα εξωτερικά δάνεια της Ελλάδας που ήσαν το 2008 γύρω στα 264 δις € (113% του ΑΕΠ). Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η εξυπηρέτηση του χρέους, δηλαδή οι πληρωμές για τα τοκοχρεολύσια, ανέρχονταν το 2008 γύρω στα 63,5 δις €, όταν τα καθαρά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού δεν υπέρβαιναν το 2008 τα 52 δις €.
Αυτά τα ποσά και η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, που ξέσπασε το 2008, ξεσκέπασαν την ασυδοσία, τη διαφθορά, τη διαπλοκή και την αδιανόητη σπατάλη και δανειοδότηση του ελληνικού κυβερνητικού και διοικητικού συστήματος, δηλαδή των πολιτικών μας, σε όλα αυτά τα χρόνια.
Ο τότε Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής ίσως να συνειδητοποίησε, σε τι κακό για την Ελλάδα και τους Έλληνες είχε συμβάλλει και αυτός στην περίοδο της σχεδόν εξαετούς κυβέρνησής του (2004-2009), και έτσι – προφανώς συναισθανόμενος την αδυναμία του και ίσως και την ανικανότητα του να αντιστρέψει τα πράγματα, αποφάσισε να αποχωρήσει κάνοντας πρόωρες εκλογές και μετά να σιωπήσει.
Ο τότε πολιτικός του αντίπαλός Γεώργιος Παπανδρέου, θεωρώντας τον εαυτόν του πιο έμπειρο σε κυβερνήσεις και στη διαχείριση δημοσίου χρήματος, ήξερε, όπως ο ίδιος έλεγε, που υπάρχουν τα απαιτούμενα και αναγκαία δις € (λεφτά υπάρχουν) και απεφάσισε να βάλει το κεφάλι του στον ντορβά, όπως και πρόσφατα επίσης ξαναείπε, γνωρίζοντας ότι μέσα στο ντορβά υπάρχει πάντα αρκετή τροφή. Δυστυχώς γι ‘αυτόν και ευτυχώς για τους Έλληνες αυτή τη φορά (2015) δεν του βγήκε.
Το 2009 όμως ο ελληνικός λαός πίστεψε τις υποσχέσεις του κυρίου Παπανδρέου και του έδωσε στις εκλογές (4 Οκτώβρη 2009) ισχυρή κοινοβουλευτική εξουσία και συγχρόνως εντολή να βρει τα χρήματα που προφανώς γι‘ αυτόν υπήρχαν.
Μνημόνιο και Τρόικα: Το 2008 με το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης είχαν αλλάξει οι συνθήκες δανειοδότησης στις χρηματαγορές. Το πλουσιοπάροχο παιχνίδι του παρελθόντος όχι μόνον για τις χρηματαγορές αλλά και για τους Έλληνες διαχειριστές πολιτικούς ήταν αδύνατο πλέον να συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό και τον ίδιο άπληστο τρόπο.
Η δανειοδότηση της Ελλάδας στις διεθνείς χρηματαγορές ήταν πλέον ασύμφορη και έτσι αδύνατη. Οι άπληστοι και ασύδοτοι Έλληνες πολιτικοί στα τελευταία 30 περίπου χρόνια των πολιτικών δραστηριοτήτων τους, όχι μόνον δεν ήταν ικανοποιημένοι με τα δις € επιδοτήσεις της ΕΕ και τα σχετικά ακριβά (πάνω από 6% μέσο επιτόκιο) δάνεια από τις χρηματαγορές για την πληρωμή των χρεολυσίων, έπαιρναν και επί πλέον δάνεια ακόμη και για την πληρωμή των τόκων, μισθών και συντάξεων αυξάνοντας έτσι συνεχώς το χρέος και κατά συνέπεια και τους τόκους. Έτσι έφτασε το 2010 η Ελλάδα σε αδιέξοδο. Το δημόσιο χρέος ανήλθε περίπου στα 330 δις € (150% του ΑΕΠ), τα τοκοχρεολύσια ανέρχονταν στα περίπου 56,4 δις € και οι οίκοι αξιολόγησης υποβάθμισαν παταγωδώς την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας. Τελικά σταμάτησε η περαιτέρω δανειοδότηση της Ελλάδας από τις χρηματαγορές, η εξυπηρέτηση του χρέους (πληρωμή των τοκοχρεολυσίων) ήταν πλέον αδύνατη και έτσι έφτασε η Ελλάδα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας (στάσης πληρωμών).
Το ευτύχημα όμως για την Ελλάδα ήταν, (και έτσι απέφυγε την μοίρα της Αργεντινής κάμποσα χρόνια πριν), ότι είναι πρώτον μέλος της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης (της Ευρωζώνης) και δεύτερον ότι η επικείμενη χρεοκοπία της προκάλεσε πανικό στις υπόλοιπες Χώρες της Ευρωζώνης για δύο κυρίως λόγους.
Ο πρώτος και σημαντικός λόγος ήταν ότι υπήρχε ο εύλογος φόβος, ότι μία χρεοκοπία της Ελλάδας θα μπορούσε να προκαλέσει μία κατάρρευση του ήδη από τη χρηματοοικονομική κρίση χτυπημένου τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης, το οποίο ήταν ο κύριος δανειστής της Ελλάδας.
Και ο δεύτερος λόγος ήταν ο φόβος, ότι μία κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο ακόμη και αυτή την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης.
Γι ‘αυτό τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης απεφάσισαν σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), τη λεγόμενη Τρόικα, να παραβιάσουν τη Συνθήκη του Μάαστριχ, δηλαδή την ρήτρα no-bailout, και να χρηματοδοτήσουν τα τοκοχρεολύσια της Ελλάδας, αν η Ελλάδα βέβαια προέβαινε συγχρόνως σε αναγκαίες διαρθρωτικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, με σκοπό την άνοδο της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής Οικονομίας .
Αυτό βέβαια δεν το έκαναν, όπως ανωτέρω ελέχθη, μόνον από κοινοτική αλληλεγγύη, αλλά – και το επαναλαμβάνω – περισσότερο από φόβο μήπως μία χρεοκοπία της Ελλάδας προκαλέσει μεγάλη και μη διαχειρίσιμη κρίση στο τραπεζικό σύστημα με αποτέλεσμα στη συνέχεια να καταρρεύσει και η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση. Για την Ελλάδα θα σήμαινε αυτό βέβαια κατά μέσο όρο το λιγότερο 50% μείωση της ευημερίας των Ελλήνων.
Έτσι επεξεργάστηκαν το 2010 μία δανειακή σύμβαση και ένα πρόγραμμα, το λεγόμενο πρώτο μνημόνιο με περίπου 110 δις € (80 δις από την ΕΕ και 30 από το ΔΝΤ) διάσωσης της Ελλάδας από την απειλή της χρεοκοπίας.
Συμφωνήθηκε δηλαδή μία χρηματοδότηση πρωτίστως των χρεολυσίων της Ελλάδας. Η προσδοκία (ελπίδα) τους ήταν, ότι η Ελλάδα θα ήταν σε θέση, αφού θα υλοποιούσε τις συμφωνηθείσες (στο μνημόνιο) αναγκαίες δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, να πραγματοποιήσει τελικά πρωτογενή πλεονάσματα στους εθνικούς προϋπολογισμούς, ώστε να είναι δυνατή τουλάχιστον η πληρωμή των τόκων και να αποφεύγεται έτσι η περαιτέρω αύξηση του δημόσιου χρέους.
Απεδείχθη όμως ότι πρώτον το μέσο επιτόκιο (περίπου 4%) ήταν αδύνατο να το πληρώνει η Ελλάδα και δεύτερον η απροθυμία της Κυβέρνησης και γενικά των πολιτικών να εφαρμόσουν επιμελώς και δίκαια τις συμφωνηθείσες και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Αυτά οδήγησαν τελικά να αυξηθεί το χρέος της Ελλάδας μέσα στα επόμενα δύο χρόνια (2010-2012) σε πάνω από 360 δις € (180% του ΑΕΠ).
Έτσι έφτασε και πάλι η Ελλάδα στο χείλος της χρεοκοπίας. Πανικοβλημένοι ακόμη μια φορά οι εταίροι και δανειστές (η Τρόικα) και βλέποντας ότι ίσως υπάρξουν και μεγαλύτεροι κίνδυνοι για την Ευρωζώνη, αφού άρχισαν να δυσκολεύονται στην εξυπηρέτηση του χρέους τους και άλλες χώρες με σχετικά μεγάλο δημόσιο χρέος, όπως η Ιταλία, η Πορτογαλία (και η Ισπανία), απεφάσισαν να παραβιάσουν για άλλη μια φορά τη συνθήκη του Μάαστριχ.
Έτσι τώρα θεσμοθέτησαν τελικά μετά από ποικίλες διαδικασίες τον λεγόμενο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας με 700 δις € εγγυήσεις από τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης.
Για να αποτραπεί και πάλι η χρεοκοπία της Ελλάδας, αποφασίστηκε από κοινού με την Ελλάδα ένα δεύτερο μνημόνιο, δηλαδή μία δεύτερη τριετή δανειακή συμφωνία, η οποία προβλέπει, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα υλοποιήσει τις αναγκαίες διαρθρωτικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες δεν υλοποίησε ικανοποιητικά στο πρώτο μνημόνιο, οι οποίες όμως θεωρούνται απαραίτητες για την οικονομική ανάπτυξη και την άνοδο της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας.
Το επιδιωκόμενο με αυτή τη δεύτερη δανειακή συμφωνία ήταν να κατορθώσει η Ελλάδα από το 2015 να δανείζεται από τις χρηματαγορές.
Τρία είναι περιληπτικά τα βασικά στοιχεία του δεύτερου μνημονίου.
Πρώτον να αναγκάσουν Τρόικα και Ελλάδα τους ιδιώτες δανειστές να παραιτηθούν (να χαρίσουν) στην Ελλάδα περίπου 107 δις € (PSI, Private Sector Involvement), όπως και πράγματι έγινε.
Δεύτερον να δοθεί στην Ελλάδα ένα επί πλέον δεύτερο δάνειο της τάξης των 130 δις €, δηλαδή σύνολο με το πρώτο μνημόνιο 240 δις € περίπου, το οποίο θα εκταμιεύεται σταδιακά μέχρι τέλος του 2014, εφόσον οι δανειστές κρίνουν κάθε φορά ότι πράγματι υλοποιούνται οι συμφωνηθείσες διαρθρωτικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις.
Τρίτον έγινε σταδιακά μία επιμήκυνση μεταξύ 15 και 30 χρόνια της διάρκειας αποπληρωμής του χρέους και μέρος των τόκων καθώς και η μείωση του μέσου επιτοκίου γύρω στο 1,4%.
Η ανταπόκριση των ελληνικών Κυβερνήσεων στα συμφωνηθέντα:
Ως γνωστόν το πρώτο μνημόνιο το συμφώνησε η Κυβέρνηση του κυρίου Παπανδρέου και ψηφίστηκε στη Βουλή με εναντίον σχεδόν σύσσωμη την αντιπολίτευση και ένα μέρος των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος ΠΑΣΟΚ.
Έτσι χωρίστηκαν πολιτικά κόμματα, μεμονωμένοι Βουλευτές και Έλληνες πολίτες σε μνημονικούς και αντιμνημονικούς. Ακολούθησαν ανεξαρτητοποιήσεις και προσχωρήσεις Βουλευτών σε αντιμνημονικά κόμματα, συνεχή συλλαλητήρια, απεργίες, διαμαρτυρίες και ποικίλες πιέσεις.
Τελικά μη δυνάμενος κοινοβουλευτικά και ίσως και μη θέλοντας να εκπληρώσει τις συμφωνίες του με την Τρόικα αναγκάστηκε ο κύριος Παπανδρέου να παραιτηθεί από Πρωθυπουργός. Έτσι ήρθε στην εξουσία μία μεταβατική Κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον τέως Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας και τέως Υποδιοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κύριο Παπαδήμο. Κοινοβουλευτικά τον στήριξαν τα κόμματα του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΛΑΟΣ.
Η προσπάθεια του κύριου Παπαδήμου να ανταποκριθεί τουλάχιστον εν μέρει στις συμφωνηθείσες στο μνημόνιο με την Τρόικα μεταρρυθμίσεις, μήπως και περιοριζόταν η οικονομική ύφεση, απέτυχε, διότι τα κόμματα που κοινοβουλευτικά στήριζαν την Κυβέρνηση του στην πραγματικότητα τον σαμποτάριζαν.
Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά ο αρχηγός του συγκυβερνώντος κόμματος της ΝΔ κύριος Σαμαράς, ο οποίος είχε παραμείνει κατά βάθος αντιμνημονικός και έτσι δεν συνεργαζόταν αρμονικά με τη μεταβατική Κυβέρνηση του κυρίου Παπαδήμου.
Με περίπου έξι μήνες προεκλογική περίοδο, την οποία προκάλεσε αποκλειστικά ο κύριος Σαμαράς, η Ελλάδα έχασε πολύτιμο χρόνο στην προσπάθεια της για μεταρρυθμίσεις. Ακολούθησαν δύο δαπανηρές εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε δύο μήνες και έφεραν επιτέλους στην Κυβέρνηση τον κύριο Σαμαρά υποστηριζόμενο κοινοβουλευτικά εκτός από το κόμμα του και από το πολύ αποδυναμωμένο τώρα κόμμα του ΠΑΣΟΚ και από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (ΔΗΜΑΡ).
Οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και οι ασυνέπειες των ελληνικών Κυβερνήσεων και των εκάστοτε αντιπολιτευόμενων ανέβασαν και πάλι το δημόσιο χρέος, όπως ανωτέρω ανεφέρθη, στο επίπεδο της χρεοκοπίας.
Έτσι ήρθε αναγκαστικά και πάλι το δεύτερο μνημόνιο τώρα με φανατικό υποστηριχτή και με υπογραφή του κυρίου Σαμαρά. Δυστυχώς γι’ αυτόν η αξιωματική αντιπολίτευση, που είναι τώρα ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ), ήταν, σαν και αυτόν στο πρώτο μνημόνιο, ανένδοτα αντιμνημονική και έκαναν δύσκολη τη ζωή του Πρωθυπουργού Σαμαρά.
Στα δυόμιση χρόνια Κυβέρνησής του κατόρθωσε να κάνει κάποιες λίγες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και αρκετές δημοσιονομικές, άδικες όμως, διότι άφησε απέξω πολλούς ημετέρους και επιβάρυνε ασύμμετρα τους μεσαίους και όλους τους οικονομικά αδύνατους. Τα μέτρα αυτά σταμάτησαν κάπως την οικονομική ύφεση. Δημιούργησαν όμως μεγάλα κοινωνικά προβλήματα. Αυτό το εκμεταλλεύτηκε η αντιπολίτευση που τελικά χρησιμοποιώντας καταχρηστικά (όπως είχαν πράξει και άλλοι προηγουμένως) τις διαδικασίες εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, τον ανάγκασε να πάει σε πρόωρες εκλογές και να τις χάσει.
Η Ελλάδα μπαίνει τώρα σε μία νέα πρωτόγνωρη στην ιστορία της περιπέτεια, αφού κυβερνάται από πολιτικούς, που αυτοαποκαλούνται μαρξιστές, γεγονός που σημαίνει ότι είναι εκτός του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο προσωρινά, όπως λένε, το ανέχονται χωρίς όμως να το αποδέχονται. Δηλαδή ο στόχος τους είναι η αντικατάστασή του από κάποιο άλλο. Τι θα είναι αυτό το άλλο, ο χρόνος θα μας το δείξει.