Καφές σκέτος
Φλιτζάνι λευκό
με πορσελάνινη όψη.
Δεν ήταν.
Περνούσε κόσμος νευρικά
-πρωί ακόμα-
μπροστά από τζαμαρία «καφέ»
ενώ πίσω της μουσική
που γυρόφερνε ανάμεσα
πρόσωπα και φλιτζάνια.
Στάση πρώτη.
Με τον καφέ για παρέα.
Τον σκέτο…
και κουβέντες σκόρπιες, μικρές
-είναι πρωί ακόμα-
και συχνές καλημέρες,
ευχές που εγγράφονται
για το υπόλοιπο μιας μέρας,
που λέγονται χωρίς ευθύνη,
στο ξεκίνημά της,
που επαναλαμβάνονται με λήθη,
στη διάρκεια της.
Καθημερινά.
Φουσκώνει η κίνηση.
Άνθρωποι.
Να ισιώνουν τη μέρα,
που συνηθισμένη να στραβοπατά
κάτω απ’τα παπούτσια τους.
Άνθρωποι του πρωϊνού.
Εναλλάσσονται
με τις κυρίες του διπλανού μπαρ,
που σχολάνε την πουλημένη χάρη τους,
που βιαστικά την τακτοποιούν,
έως τη νύχτα την επόμενη.
Στα δόντια τους φιλιά
κιτρινισμένα φύλλα,
που έπεσαν απ’ τα λόγια τους,
αφημένα, μπαγιάτικα μηνύματα
απ’ το ψυγείο της ψυχής τους.
Η μέρα ξεκίνησε.
Ο καφές που μίσιασε προειδοποίησε
για το τέλος του.
Η κυρία που καθόταν δίπλα μου
μάζευε αργά τις τσάντες με τις πρώτες σκέψεις της.
«Ρενάκι μου καλή συνέχεια».
Ο υπεύθυνος του «καφέ» ξεπροβόδιζε με σειρά
τους μύστες της πρωϊνής ιεροτελεστίας,
της επαναλαμβανόμενης
με τάξη ιερού σαλπίσματος
συλλειτουργός των ορθρινών προσευχών μας,
να υποφέρουμε όμορφα
τις μακριές σχέσεις
των υποχρεώσεων, που διαρκώς γεννοβολούν.
Ως οι πλέον απέθαντες.
Σηκώθηκα.
Με κέρματα πλήρωσα τη στάση μου,
με σημειώσεις το λευκό σημειωματάρι.
Σήκωσα τα μάτια
στην κίνηση που περίσσευε της μελάνης μου,
που κομμάτια της αποτύπωνα.
Ήταν η ώρα μου να συντεθώ στην εικόνα της
να γίνω μέρος κάποιου άλλου γητευτή,
που μάντρωνε εκείνη την ώρα τις σκέψεις του.
Να ακουμπήσω έπρεπε
τις μουσικές που ξεσήκωσα,
αλλού, στις επερχόμενες ώρες.
Ο χρόνος ξετύλιγε με φως και σύννεφο
σημειώσεις και υπομνήσεις.
Ο χρόνος τύλιγε με φως και σύννεφο
τη ζωή που τις περιέθαλπε.
Κοιτούσα την κίνηση
μήπως με αναγνωρίσω
στη θολούρα και στη φασαρία της.
Είχα ήδη απομακρυνθεί από το «καφέ» της εκκίνησης.