Εκείνη
Μέχρι πριν λίγες μέρες αστειευόμασταν με το ζεστό χειμώνα και τις ηλιόλουστες μέρες. Ξαφνικά και μέσα σε μια νύχτα, άλλαξε ο καιρός. Λες και ήθελε να μας πει κάτι. Περπατώ στη γειτονιά όπως κάθε πρωί, βλέπω σηκωμένους γιακάδες και κασκόλ μπροστά στις μύτες. Σκουφιά κατεβασμένα μέχρι τα μάτια και χτυπήματα των ποδιών στις στάσεις. Περπατάμε γρήγορα, τα παιδιά με τα δικά τους σκουφάκια, τις μύτες κόκκινες σα μικρά φουντούκια και τα χεράκια κρυμμένα σε ολοκαίνουργια γάντια. Τους κάνει καλό μια βόλτα και στο κρύο, σκέφτομαι.
Κι ύστερα τους βλέπω, σε κάθε γωνιά της μεγάλης γειτονιάς. Έξω από το σούπερ μάρκετ, έξω από το φούρνο, στο παγκάκι της γωνίας, λίγα μέτρα μετά τον τελευταίο πάγκο της λαϊκής, δίπλα στην είσοδο της τράπεζας. Οι αδέσποτοι. Η γιαγιά με το εγγόνι. Που έχει ακουμπήσει στην άκρη του δρόμου ένα διπλωμένο ρούχο κι ένα μήλο. Μια κυρία βγαίνει γρήγορα από μια ετοιμόρροπη μονοκατοικία και της δίνει κάτι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο. Κάτι της λέει, χαϊδεύει τα μαλλιά του παιδιού που παίζει με πέτρες και φεύγει. Εκείνη το ανοίγει και βγάζει από μέσα ένα ζεστό τοστ που αχνίζει. Το δίνει στο παιδί. Μια νεότερη γυναίκα που μόλις βγαίνει από τη λαϊκή της δίνει μια μικρή σακούλα. Μέσα έχει μπανάνες και δυο σακουλάκια όσπρια. Η γιαγιά την ευχαριστεί ακόμα κι όταν εκείνη έχει ήδη χαθεί στην επόμενη γωνία.
Ο λαχειοπώλης. Κάθεται δίπλα στην είσοδο της τράπεζας. Φαίνεται να τους γνωρίζει σχεδόν όλους στην ουρά του ΑΤΜ. Αστειεύεται και κάθε τόσο σηκώνει τον ξύλινο σταυρό από όπου ανεμίζουν λαχεία και ξυστά και τον μετακινεί, τον πηγαίνει από τα αριστερά του στα δεξιά του και πάλι πίσω. Μάλλον για να ζεσταθεί. Μου ‘ρχεται να γελάσω με το σχήμα του σταυρού. Κανείς δεν αγοράζει.
Η ηλικιωμένη έξω από το σούπερ μάρκετ. Τόσο μεγάλη, που θα μπορούσε να είναι όχι γιαγιά, αλλά προγιαγιά μου. Τυλιγμένη με χοντρές μάλλινες μαντήλες, μπαστούνι και γάντια κομμένα στα δάχτυλα. Στα χέρια κρατάει μια τσάντα βραδινή και γυαλιστερή που δεν μπορεί παρά να τη μάζεψε από κάπου. Από μέσα βγάζει ένα μπουκαλάκι νερό. Ψωμί, λέει στους περαστικούς. Κανείς δεν της δίνει σημασία. Στον κάδο σκουπιδιών παραδίπλα κάποιος κρεμάει μια σακούλα με μπαγιάτικα ψωμιά. Πηγαίνει κουτσαίνοντας και την παίρνει. Τέσσερα ολόκληρα μισομουχλιασμένα καρβέλια. Γιορτή.
Ένα ποδήλατο φορτωμένο σακούλες. Πίσω καλάθι γεμάτο κάθε λογής παλιατσαρία. Το σέρνει ένας ταλαιπωρημένος, βρώμικος άντρας με ακόμα πιο βρώμικα ρούχα. Ύστερα κατάλαβα ότι το ποδήλατο μαζί με τα παλιοπράγματα είναι όλα του τα υπάρχοντα. Το σέρνει και το σέρνει. Αόρατος. Οι ρόδες του έχουν στραβώσει και κάνουν θόρυβο. Δεν έχει λάστιχα. Περνάει μπροστά από τον σαλεπιτζή κι εκείνος τον χαιρετά και του δίνει ένα μικροσκοπικό κυπελλάκι καυτό βάλσαμο.
Στο παγκάκι ένας πανύψηλος και τόσο αδύνατος άντρας που το δικό μου χέρι νομίζω ότι είναι διπλάσιο από το δικό του. Φοράει παντελόνι που του φτάνει ως κάτω από το γόνατο. Ένα παλιό πουλόβερ κι ένα σκισμένο αμάνικο μπουφάν. Μια υπάλληλος του φούρνου βγαίνει και του δίνει ένα χάρτινο ποτήρι ζεστό καφέ κι ένα σάντουιτς. Σηκώνει το κεφάλι και βλέπω τα πιο φωτεινά γαλάζια μάτια που έχω δει ποτέ. Το υπόλοιπο πρόσωπο μοιάζει να μη φαίνεται μέσα από κακοκομμένα γένια και βαθιές ρυτίδες. Είναι ξυπόλητος. Το ένα πόδι του είναι δεμένο με επίδεσμο στον αστράγαλο. Οι φτέρνες του είναι σκισμένες σα να τις έκοψες με μαχαίρι.
Πού ζω; Βλέπω εικόνες μιας εποχής που έχω διαβάσει σε παλιά βιβλία. 60-70 χρόνια πριν. Πού είμαι;
& Εκείνος
Κοντεύουν τρία χρόνια από τη τελευταία φορά που ήμουν Ελλάδα. Πολλές φορές αναπολώ την Ελλάδα που μεγάλωσα, την Ελλάδα του ’60, και την ψάχνω κάθε φορά που έρχομαι. Αλλά η αλήθεια είναι ότι και αυτή η αναπόληση έχει μέσα της κάτι το πολύ επιλεκτικό. Αναπολώ την δική μου Ελλάδα του ’60. Αυτή που εγώ θέλω να θυμάμαι κι αυτή που γκρινιάρης γέρος πια, μ’ αρέσει να «θυμίζω».
Αλλά η Ελλάδα του ’60 δεν ήταν ακριβώς η Βουγιουκλάκη και το παλληκάρι. Ήταν μια Ελλάδα πολύ βασανισμένη, άσχημα τυραννισμένη. Ήταν μια Ελλάδα που είχε βγει από ένα πόλεμο που της είχε στερήσει το ένα πέμπτο από το πληθυσμού της και ένα εμφύλιο που της είχε λιανίσει σωματικά και ψυχικά ό,τι της είχαν αφήσει οι κατακτητές.
Ναι, υπήρχε το σέικ και τα μπλουζ, οι Τσάρμς και τα λάτιν μέχρι και οι Μπήτλις, αλλά αυτό ήταν για τους λίγους και τις ελληνικές ταινίες. Οι πολλοί καθάριζαν στην αυλή φασολάκια και ελπίζανε να αυγατέψουν και να γίνουν κρέας και κοτόπουλο. Γυναίκες στα μαύρα, πολλές νιές, που πάλευαν για να φάνε τα ορφανά τους και στις γωνιές μαστοράκια δεκαπέντε και δεκάξι χρονών.
Πολλοί σήμερα γελάτε με τον Βασιλάκη Καΐλα όταν τον βλέπετε σε βιντεάκια στο διαδίκτυο, αλλά στο Παγκράτι στη γωνιά του Λέντζου τη δεκαετία του ’60, υπήρχε στρατιά από Βασιλάκηδες Καΐλες και το ίδιο συνέβαινε και στη κατηφόρα του Άλσους, στο Ζάππειο μπροστά από τη Αίγλη και μπροστά στη Βουλή (Παλιά Ανάκτορα τα λέγαμε τότε).
Και ναι, η Ροδά τραγουδούσε ότι η δουλειά κάνει τους άντρες, αλλά στο γιαπί τότε τον τενεκέ τον κουβαλούσαν και δεκαεπτάρικα και δεκαεξάρικα. Άσε πόσα κορίτσια παντρευτήκαν στα δεκαπέντε από προξενιό το χειρότερο τους εφιάλτη, (μη στεναχωριέσαι, θα μάθεις να τον αγαπάς) γιατί δεν έβγαινε ένα πιάτο ακόμα στο σπίτι; Πόσες βελόνες μάτωσαν δάχτυλα εφηβικά για δεκάρες και πόσα παλληκαράκια μοιάζανε με γέροι στα είκοσι τους;
Κοιτάτε φωτογραφίες τώρα και αν παρατηρήσετε πατεράδες και παππούδες είναι όλοι αδύνατοι, στιλάτοι. Δεν έκαναν δίαιτα μη γελιέστε, ούτε περπατούσαν πιο πολύ, ούτε γυμναστήριο πηγαίναν. Έτσι ζούσαν. Ζούσαν μια απαιτητική καθημερινότητα που δεν άφηνε ούτε σαββατοκύριακο ελεύθερο – αυτό παρεμπιπτόντως ακόμα και για τους δημοσίους ήρθε το ’70 – και κρέας αν ήταν τυχεροί μόνο τη Κυριακή. Λίγοι ήταν οι πλούσιοι και πάρα πολλοί οι φτωχοί.
Και βέβαια ήρθε και η προδοτική η χούντα για να κάνει τους πλούσιους πιο πλούσιους και τους φτωχούς πιο πολλούς. Συν τις εξορίες, τις φυλακές, τα βασανιστήρια, την εξαθλίωση της αξιοπρέπειας. Το ’60 δεν ήταν η Καρέζη που κρύβονταν στη Πεντέλη από τον πρίγκιπα παρέα με εφτά γεροντοπαλλήκαρα, ούτε η Πάσταφλωρα με τον Στέλιο της. Μάλλον μόνο αυτό δεν ήταν.
Ξέρετε εκεί στα τέλη του ’60 αρχές ’70 γέμισε ο ελληνικός κινηματογράφος με δράματα. Μάρθα Βούρτση και φυσικά ο μεγάλος Νίκος Ξανθόπουλος. Το παλληκάρι της εργατιάς, ο φτωχός, ο ταπεινωμένος αλλά άντρας με παντελόνια. Και κλάμα οι κυρίες. Κλάμα οι μαννάδες κλάμα κι οι γιαγιάδες. Μέχρι κι οι μπαμπάδες έριχναν καμία ματιά και μετά λέγαν ότι κάτι μπήκε στο μάτι τους.
Κλαίγανε, αλλά δεν κλαίγανε για το χαμένο, τον μάταιο έρωτα δυο φτωχών, ούτε για τον πλούσιο που εξαγόραζε τη παρθενιά της κοπέλας και τον άκαρδο πατέρα. Κλαίγανε γιατί όλες αυτές οι ταινίες λειτουργούσαν σαν ετεροχρονισμένα reality show. Γιατί βλέπανε τη ζωή που είχαν ζήσει και κάποιοι ζούσαν ακόμα. Κλαίγανε γιατί βλέπανε την απελπισία τους και τα αδιέξοδα τους. Κλαίγανε γιατί βλέπανε το χθεσινό, ίσως και το σημερινό εαυτό τους.
Αν μπορείτε ξαναδείτε αυτές τις ταινίες κάτω από αυτό το καινούργιο βλέμμα, δείτε τις σαν να είναι ένα reality show της εποχής. Αν πάλι δεν μπορείτε, απλά πηγαίνετε μια βόλτα στη γειτονιά σας.
Περπατούσα εκεί στη γωνιά του Λέντζου – να ‘ναι τρία χρόνια πριν – και ο Βασιλάκης Καΐλας ήταν εκεί, μόνο που τώρα δεν είχε το ξύλινο κουτάκι του λουστράκου μπροστά του, είχε ένα πλαστικό και βρόμικο κουτάκι από καφέ και ζητιάνευε έστω λίγο ψωμί γιατί πεινούσε. Και ήταν τα βλέμματα όλων των περαστικών μέσα στη απελπισία και τα αδιέξοδα για ένα αύριο που ούτε φασολάκια δεν είχε.
Σαράντα χρόνια μετά, δεν ήθελα ποτέ να ξαναδώ αυτό το ’60, κι όμως είναι σε κάθε ελληνική γωνιά. Και δεν μπορείς καν να πεις …γιατί ρε γαμώτο;