Πριν από μια βδομάδα, ένα αισχρό χέρι σκότωσε την Έφη. Ποια είναι η Έφη; Τι σημασία έχει; Τι μου είναι; Τίποτα δεν μου είναι. Βασικά, τώρα πια δεν είναι τίποτα για κανέναν. Η Έφη ήταν από εκείνους τους ανθρώπους, που γίνονται “μέλη της οικογενείας σου”, όταν η οικογένειά σου διευρύνεται, καθώς παντρεύεσαι κλπ. κλπ. Μιλάω για εκείνους τους, συνήθως όχι ιδιαιτέρως συμπαθείς συγγενείς εξ αγχιστείας, που τους καπελώνεσαι θες, δεν θες, επειδή έτσι πρέπει. Μόνο που σε κάθε διευρυμένη οικογένεια, υπάρχουν πάντα και εκείνοι που δένεσαι επιλεκτικά μαζί τους, επειδή για κάποιους λόγους, από ένα σημείο και μετά, τους εντάσσεις στην κατηγορία των φίλων και όχι των συγγενών που σου επιβάλλονται. Τέλος πάντων, η Έφη δεν ανήκε ούτε στην πρώτη, ούτε στη δεύτερη κατηγορία. Σύμφωνα όμως με τις περιγραφές των λοιπών συγγενών, θα μπορούσε να ανήκει στην κατηγορία των φίλων, αν είχαμε ζήσει στιγμές μαζί. Η Έφη όμως, δεν ζούσε στην Αθήνα. Και θεωρητικά, εκεί που ζούσε, η ζωή της θα μπορούσε να ήταν πολύ καλύτερη απ’ όλων μας…
Βασανισμένο πλάσμα. Από εκείνα που λες ότι έρχονται σε αυτόν τον κόσμο, μόνο και μόνο για να παιδεύονται. Ορφάνεψε από μητέρα στα δώδεκα, μια σταλιά κοριτσάκι, και ανέλαβε να τη μεγαλώσει ο πατέρας της, όπως άλλωστε ήταν και απολύτως φυσικό. Και εδώ βάζω μια σοβαρή επισήμανση και δεν με ενδιαφέρει καθόλου, ποιοι και πόσοι συμφωνούν ή το αντίστροφο. Από την στιγμή που αναλαμβάνουμε την τεράστια ευθύνη να φέρουμε στη ζωή ένα, δύο ή δεν ξέρω πόσα παιδιά, η προσωπική μας ζωή τίθεται… υπό περιορισμόν. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει, ότι για έναν γονιό – γιατί ο γονιός δεν έχει φύλο –η ύπαρξη παιδιών είναι εκείνη που, καλώς ή κακώς, καθορίζει – θα πρέπει να καθορίζει – το νέο σύντροφο που θα βάλει στη ζωή του, αν για οποιονδήποτε λόγο μείνει μόνος του. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, λόγος ήταν ο θάνατος, οπότε δεν χωράει και καμία συζήτηση. Μόνο που αυτό το “πρέπει”, δυστυχώς, δεν έπαιξε κανέναν ρόλο στην περίπτωση του γονιού της Έφης μας. Και πήγε και της φόρτωσε μια “καινούρια μαμά”, που από τα δώδεκά της χρόνια την ξεχώριζε από τα δικά της παιδιά. Και βέβαια, όλα τα παραπάνω, ισχύουν – πρέπει να ισχύουν – αμφίδρομα. Εννοώ, ότι για να συνδεθείς με κάποιον που είναι ήδη γονιός τη στιγμή που θα τον γνωρίσεις, θα πρέπει να ισχύουν και για σένα τα ίδια ακριβώς “πρέπει”. Μεγάλη απόφαση, τεράστια, οφείλεις όμως να το συνυπολογίσεις! Τελεία. Όποιος δεν το μπορεί και δεν το αντέχει, το κουβαδάκι του και σ’ άλλη παραλία! Ξανά τελεία! Ακούγομαι απόλυτη, ε; Ναι, σε μερικά θέματα είμαι…
Με την Έφη μας όμως, δυστυχώς δεν έγινε έτσι, όπως πολύ συχνά δεν συμβαίνει έτσι. Και μέχρι εδώ, το σφάλμα περιορίζεται στον γονιό, ίσως σε ένα πολύ μικρό ποσοστό και στην ευρύτερη οικογένεια. Ωστόσο, η Έφη μεγάλωσε. Μπορεί να μεγάλωσε σαν εκείνα τα λουλουδάκια που φυτρώνουν στους αγρούς και επιβιώνουν μόνα τους, χωρίς τη φροντίδα κανενός, αλλά μεγάλωσε. Προφανώς όμως, η ανάγκη της να δημιουργήσει δική της οικογένεια και να κλείσει τα κενά που της άφησε ένας ανύπαρκτος πατέρας και η καλή του καινούρια σύζυγος, ήταν πολύ μεγάλη. Και κάπου εκεί – όπως συνήθως συμβαίνει – έγινε το δεύτερο σφάλμα, η κακή επιλογή συντρόφου. Δεν θα το κρίνουμε αυτό. Συμβαίνει καθημερινά γύρω μας και μάλιστα, σε περιπτώσεις πολύ πιο απλές από αυτήν της Έφης, εντελώς ανεξήγητες και αδικαιολόγητες. Το δικό της άλλοθι ήταν τεράστιο…
Όλοι έβλεπαν, λοιπόν, ότι ο τύπος “δεν έκανε” αλλά ποιος μίλαγε; Και άραγε, σε ποιο βαθμό η ευρύτερη οικογένεια μπορεί να εκφράσει – πόσο μάλλον, να επιβάλλει – τη γνώμη της, όταν παρατηρεί πως συμβαίνουν διάφορα που δεν ταιριάζουν στον αδερφό, την αδερφή, την ξαδέρφη; Ειλικρινά, δεν ξέρω να το απαντήσω αυτό. Ίσως επειδή προέρχομαι από πολύ ολιγομελή οικογένεια. Στην περίπτωση της Έφης μας όμως, ούτως ή άλλως, η οικογένεια ήταν μακριά. Υπήρχαν όμως οι γνωστοί, οι γείτονες, οι συντοπίτες, όλοι αυτοί οι “ξένοι”, που αποτελούν μέρος της καθημερινότητας του καθενός μας και συχνά, βρίσκονται πιο κοντά μας από τα μέλη της οικογένειας. Αυτοί τι έκαναν; Δεν είναι δυνατόν να μην έβλεπαν! Να μην άκουγαν! Γιατί δεν μίλαγε κανείς; Αδιαφορούσαν; Φοβόντουσαν; Ενδεχομένως, εμπλέκονταν; Ούτε και αυτό γνωρίζω να το απαντήσω. Δεν μπορώ όμως να φανταστώ τον εαυτό μου, να ακούει κατ’ επανάληψη μια γυναίκα στο δίπλα, πάνω, κάτω ή απέναντι διαμέρισμα, να κακοποιείται, έστω και μόνο λεκτικά, και να μην δείξω το παραμικρό ενδιαφέρον! Αυτό μπορώ να το απαντήσω. Γι αυτό είμαι σίγουρη. Τι έκαναν λοιπόν αυτοί για την Έφη; Τίποτα. Σιωπούσαν. Έβλεπαν, άκουγαν, αλλά κανένας δεν μίλαγε.
Και ο “ερωτευμένος” σύζυγος; Τι μέρος του λόγου ήταν αυτό το αναθεματισμένο ανθρωπόμορφο τέρας, αυτό το χειριστικό γουρούνι, με τα παράνομα (ή και νόμιμα) όπλα, φυσίγγια, μαχαίρια και ό,τι άλλο βρέθηκε στην κατοχή του; Τι ήταν αυτός, που την είχε αποκόψει από τους ανθρώπους της και της επέβαλε περιοριστικούς όρους και κανόνες; Άραγε, με τι τρόπους την είχε φοβίσει τόσο πολύ, ώστε να μην μιλάει η ίδια; Τι ήταν αυτός και ποιος/ποιοι τον προστάτευαν; Ποιους είχε/έχει από πίσω του, ώστε να περνάει απαρατήρητος και να σφυρίζει αδιάφορα, μέσα σε μια τόσο στενή κοινωνία, που σίγουρα μπορούσε να προσέχει και να σχολιάζει τις γόβες, τα παντελόνια ή το μακιγιάζ της κοπέλας, εκτός από το πόσο υπέφερε;
Και η πολιτεία; Οι δημόσιοι λειτουργοί; Τι έκαναν; Με τις δικές τους ευλογίες είχε κάνει ο “λεβέντης” οπλοστάσιο το σπίτι τους; Έβλεπαν κι αυτοί; Άκουγαν; Γνώριζαν; Έκλειναν κι αυτοί τα μάτια και τ’ αυτιά τους μπροστά στο έγκλημα που γινόταν επί χρόνια, μέχρι τη στιγμή που κορυφώθηκε και δεν κρυβόταν πια; Ποιος προστάτευε αυτόν τον αλήτη, που αφαίρεσε τόσο άδικα τη ζωή της; Ποιος; Ποιοι; Θέλω να μάθω! Τι κι αν δεν ήταν αίμα μου; Τι κι αν σήμερα δεν μου είναι τίποτα πια; Σήμερα, δεν είναι τίποτα σε κανέναν μας πια…
Θέλω να μάθω! Για την Έφη. Για την κάθε Έφη. Για την κόρη μου, για τις κόρες των φίλων και των φιλενάδων μου και για όλες τις κόρες του κόσμου! Θέλω να μάθω! Σ’ αυτήν την σκ@τοκοινωνία που ζούμε, που υποτίθεται ότι στα πιο μικρά μέρη είναι πιο ανθρώπινη, θέλω να πάρω μια απάντηση… πόσο κοστίζει η ζωή μιας 47χρονης γυναίκας, που βρέθηκε δολοφονημένη στο κρεβάτι της από τον ίδιο της τον σύζυγο, με μια τρύπα στο κούτελο και το κορμί της γεμάτο μώλωπες; Θέλω να ακούσω – θα περιμένω να το ακούσω – με πόσες δικές του ζωές θα ξεπληρώσει αυτήν την τρύπα και τα σημάδια που άφησαν στο κορμί της τα βρωμόχερά του; Θέλω να αποδοθεί Δικαιοσύνη! Θέλω αυτός ο αλήτης να σαπίσει πίσω από τα σίδερα! Θέλω να ακούσω μια φορά επιτέλους, ότι αυτό το κράτος λειτούργησε σε κάποιο επίπεδο και κανένας – κανένα κίνημα, οργάνωση, κόμμα ή ό,τι άλλο – δεν μπόρεσε να παρέμβει για να σώσει αυτό το σκουλήκι! Ότι κανένας δεν παρενέβη, για να τεθεί σε.. κατ’ οίκον περιορισμό!.. Τόσο απλά. Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε…
Θέλω να το ακούσω!! Θα περιμένω να το ακούσω!!! Για την Έφη, γ@μώτο, που δεν θα τη φέρει πίσω τίποτα πια…
Για να διαβάσετε το βιβλίο της Λίλιαν Μπαντάνη «Η σχοινοβάτης», πατήστε εδω!