Guest

Ποιός θα εγγυηθεί την εφαρμογή της λύσης;

 

 

Στη διαδρομή του κυπριακού, οι πρόεδροι Σ. Κυπριανού και Τ. Παπαδόπουλος υπέγραψαν συμφωνίες υψηλού επιπεδου με τ/κ ηγέτες με στόχο τη λύση με βάση τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Ε/κ πολιτικοί κάθε απόχρωσης, έκαναν προσπάθειες για επίλυση στα χρόνια που κυβερνούσαν την Τουρκία οι στρατηγοί και οι Ετσεβίτ. Προφανώς, ούτε ο Μακάριος, ούτε ο Σ. Κυπριανού δεν είχαν σκεφθεί τη θέση «καμμιά συνομιλία, αφού δεν θα τηρήσουν τις συμφωνίες». Αν δεχθούμε τη σημερινή επιχειρηματολογία, τότε γιατί εκείνοι οι ηγέτες έκαναν συνομιλίες με την τ/κ πλευρά, αφού η Τουρκία δεν θα εφάρμοζε τη λύση;

 

budget-banners-gif-1Στην Τουρκία όταν κυριαρχούσε η στρατοδημοκρατία, η τουρκική θέση διέθετε δύο κλασσικούς εκφραστές: τον Ρ. Ντενκτάς και τον Μ. Ετσεβίτ. Για τον πρώτο η παρούσα κατάσταση πραγμάτων ισοδυναμούσε με την εκπλήρωση των ονείρων του –αναγνώριση των τετελεσμένων της εισβολής, τελικά δύο «κράτη δίπλα-δίπλα. Για τους Ετσεβίτ «η λύση δόθηκε το 1974»-Ουλουσού, Γιλμάζ, Τσιλέρ, Ερμπακάν, Τουρκές, Εβρέν. Το 2002 άλλαξε ορισμένες παραμέτρους η διαχείριση του κυπριακού. Η δημόσια θέση Ερτογάν ότι «η μη λύση δεν είναι λύση», άνοιξε ένα δρόμο για διαπραγματεύσεις για την επίλυση του κυπριακού με βάση τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Αυτή η προσέγγιση αναπτύχθηκε σε συνδυασμό με την αλλαγή στρατηγικής της Ελλάδας στις ευρωτουρκικές σχέσεις, γι’ αυτό και η Άγκυρα για πρώτη φορά μετά την εισβολή αποδέχθηκε σχέδιο λύσης στο κυπριακό που υπέβαλαν τα Ηνωμένα Έθνη-2004.

Ποιος θα εγγυηθεί την εφαρμογή μια λύσης; Ποιος δίνει αυτόματες εγγυήσεις στην Ιρλανδία, τη Ν. Αφρική, στο Ιράν, στην Τυνησία, στο Κόσσοβο, στην Κολομβία; Στις διεθνείς υποθέσεις οι εγγυήσεις για την εφαρμογή μιας λύσης, δεν προκύπτουν ως μια αυτόματη υποχρέωση, προκύπουν όμως μέσα από την ικανότητα μιας ηγεσίας να δημιουργήσει ένα ισχυρό σύστημα διεθνούς υποστήριξής της. Αυτό το σύστημα στήριξης να είναι σε θέση να επιφέρει σημαντικό κόστος, και πάντως σημαντικότερο από το όποιο όφελος, σε κάθε μέρος που θα επιχειρήσει να διαταράξει μιαν συμφωνημένη ισορροπία.

Η Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960 χρειάζεται ουσιώδη αναδιαμόρφωση. Είναι αναγκαίο να αλλάξει η βάση της αναζήτησης λύσης στο ζήτημα της ασφάλειας, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες και δεδομένα που μεσολάβησαν από το 1960. Η οικοδόμηση μιας νέας Συνθήκης Ασφάλειας, που μπορεί να εκτείνεται για ορισμένο χρονικό διάστημα, σημαίνει ακύρωση κάθε επεμβατικού δικαιώματος, ακύρωση κάθε στρατιωτικού χαρακτήρα τους, και ταυτόχρονα οικοδόμηση ενός συστήματος από πολιτικές και διπλωματικές διαβουλεύσεις σε περίπτωση αδιεξόδου με στόχο την με ειρηνικά, διπλωματικά μέσα υπέρβασή ενός ενδεχόμενου αδιεξόδου. Ο ΟΗΕ – Κεφάλαιο 6 και 7 του Καταστατικού Χάρτη – μπορεί να παράσχει το απαιτούμενο θεσμικό πλαίσιο, προωθώντας ένα νέο περιβάλλον ασφάλειας, κάτω από τον συντονιστικό ρόλο του ΓΓ του ΟΗΕ. Η ΕΕ, ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και το Συμβούλιο Υπουργών μπορεί να έχουν την ευθύνη της εποπτείας σε όλα τα στάδια υλοποίησής της μέχρι το τελικό της στάδιο. Η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ, διευρυμένη με δυνάμεις από χώρες-μέλη της ΕΕ, πλην Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου, μπορεί για ένα μεταβατικό χρονικό διάστημα, να ασκούν την εποπτεία εφαρμογής των σταδίων της λύσης επί του εδάφους.

Το δίκτυο ασφαλείας σε μια λύση οικοδομείται με  τη σοφία που κατακτά ένας λαός μέσα από την ιστορική διαδρομή του, με τη δραστήρια συμμετοχή του στην Ε.Ε., με τη δημιουργία νέων συμμαχιών, με δίκτυα ανάπτυξης συμφερόντων μέσα στην Ε.Ε. (οικονομικά, πολιτικά, αμυντικά, πολιτιστικά, συμμετοχή σε ευρωπαικά προγράμματα, δράσεις που να προωθούν κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα). Με τις δράσεις που επιλέγουμε, με τις πρωτότυπες σκέψεις που καταθέτουμε στην κοινοτική λειτουργία, που να εκφράζουν μια κατανόηση του ευρύτερου κοινοτικού συμφέροντος. Το δίκτυο ασφαλείας συνδέεται με την ουσιώδη αναδιαμόρφωση της Συνθήκης Εγγύησης του 1960 και την οικοδόμηση μιας νέας Συνθήκης Ασφάλειας που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες για ασφάλεια όλων κατά και μετά τη λύση, αλλά και με τις πρωτοβουλίες και το κύρος που κατακτά ένα μέλος της ΕΕ.

Απέναντι σε αυτή την ρεαλιστική πρόταση, «αντιπαρατίθεται» ο ανομολόγητος στόχος που προωθεί η παράταξη της ακινησίας, που θέλει να μείνουμε έξω από τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται στον σύγχρονο κόσμο. Δεν προτείνουν τίποτα αξιόλογο, άρα ό,τι προταθεί θα συνιστά κάτι απαράδεκτο γιατί η παράταξη της ακινησίας δεν έχει το σθένος να πει δημόσια αυτό που πραγματικά επιδιώκει. Έτσι προσπαθεί να ροκανίσει κάθε προσπάθεια, ζητά το ιδανικό, παρεμποδίζει το εφικτό, επηρεάζει την κοινή γνώμη με κινδυνολογίες, με σκοπό να δημιουργείται λαϊκό ρεύμα υπέρ της συνέχισης του σημερινού status quo. Συνωστίζονται πίσω από το εμπόριο του φόβου οι έχοντες μηδενικό σθένος να πούνε τι πραγματικά επιδιώκουν.


 

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

www.larkoslarkou.org.cy

 

Γεννήθηκε στη Λύση το 1953. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής της Αθήνας στον κλάδο των Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών. Καθηγητής φιλολογίας.

Άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευθεί στις εφημερίδες ΤΑ ΝΕΑ, τη ΣΗΜΕΡΙΝΗ, τον ΚΗΡΥΚΑ, το ΒΗΜΑ, τον ΑΓΩΝΑ. τον ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ και τον ΠΟΛΙΤΗ. Αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας εφημερίδας ΠΡΩΙΝΑ ΝΕΑ (1991-93). Το 1988 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο "Ιδεολογία και Πολιτική στη Σύγχρονη Τουρκία". To 2001 εξέδωσε το δεύτερο βιβλίο του με τον τίτλο "Ανανέωση και Εκσυγχρονισμός της Κυπριακής Κοινωνίας - Προτάσεις για μια νέα Πολιτική". Με ειδικές μελέτες του συμμετείχε σε εκδόσεις τριών άλλων βιβλίων: "16+1 Θέσεις για τον Εκσυγχρονισμό", "Κύπρος: η Ανατομία μιας Μεταμόρφωσης", "Κύπρος: Πολιτική, Ιστορία και Οικονομία"

Διετέλεσε ΓΓ στο Σύλλογο Κυπρίων Επιστημόνων της Αθήνας.

Πρόεδρος του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας μας (ΟΠΕΚ) μέχρι το 2011.

Πρόεδρος του ΔΣ του Κυπριακού πρακτορείου Ειδήσεων (ΚΥΠΕ) απο τον Μάιο του 2011

Ποιός θα εγγυηθεί την εφαρμογή της λύσης;

γράφει ο Λάρκος Λάρκου.

 

Η ανανεωμένη και εμπλουτισμένη ανεπίσημη θέση που προέρχεται από την παράταξη της ακινησίας λέει το εξής: η Τουρκία δεν θα εφαρμόσει την λύση, ότι και να γίνει δεν την εμπιστευόμαστε. Η απορία είναι πολύ σαφής. Αφού δεν θα την εφαρμόσει, τότε γιατί κάνουμε διαπραγματεύσεις; Αφού δεν θα την εφαρμόσει, τότε γιατί οι ίδιοι που κάνουν αυτή τη διαπίστωση δεν έχουν το θάρρος να πουν αυτό που πραγματικά θέλουν να πουν; Αφού δεν θα την εφαρμόσει γιατί δεν εισηγούνται, δημόσια και καθαρά, τερματισμό των συνομιλιών για να είναι συνεπής με την εκτίμησή τους;

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο