Θεωρητικώς, υποστηρίζω την πρακτική της επιδοκιμασίας των προσπαθειών (και) των δημοσίων υπαλλήλων μέσω υλικών και μη παροχών. Οι παροχές αυτές πρέπει να αποσκοπούν στην άνοδο της παραγωγικότητας της δημόσιας οργάνωσης. Η βελτίωση της παραγωγικότητάς της μπορεί να διασφαλίσει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες προς τον πολίτη και τις επιχειρήσεις, σε αντιστοιχία με την ποιοτική αναβάθμιση προϊόντων και υπηρεσιών που προσδίδει η αύξηση της παραγωγικότητας σε μια ιδιωτική οργάνωση.
Ωστόσο, την προηγούμενη δεκαπενταετία που οι ευρωπαϊκές και λοιπές αναπτυγμένες χώρες δοκίμαζαν συστήματα αύξησης της παραγωγικότητας και αποδοτικότητας, εμείς βρισκόμασταν σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι δεν διαθέταμε συστήματα στοχοθεσίας και δείκτες απόδοσης, αλλά ότι αυτά δεν μπορούσαν να συντρέξουν με τα ακριβώς αντίθετά τους: Την υπερμεγέθη εκπροσώπηση και τον παρεμβατισμό του πολιτικού συστήματος στη δημόσια διοίκηση, τη διαρκή οργανωτική πολυδιάσπαση και την ελλιπή αξιολόγηση δομών και προσωπικού. Αξίζει να σταθούμε στο επίδομα παραγωγικότητας που δόθηκε εκείνη την περίοδο (2003) για να αντιληφθούμε τη φύση και την έκταση του προβλήματος. Η πρώτη αρχή που παραβιάστηκε ήταν ότι το κίνητρο παραγωγικότητας πρέπει να δίνεται, μόνον όταν ο εργαζόμενος έχει, όντως, σημειώσει μια αξιοσημείωτη επίδοση. Δεν μπορεί να υπάρξει επίδομα παραγωγικότητας με χαρακτήρα μόνιμης παροχής, μη συνδεόμενης προς τις εξαιρετικές επιδόσεις του προσώπου που το εισπράττει. Αυτό ακριβώς παραβιάστηκε στο επίδομα παραγωγικότητας του 2003, το οποίο κατεβλήθη, εν τέλει, σε 594.014 δημοσίους υπαλλήλους. Η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αντισταθεί στις πιέσεις επαγγελματικών ομάδων που δεν το είχαν πάρει αρχικά. Εν συνεχεία, το επίδομα παραγωγικότητας προστέθηκε (μαζί με το επίδομα γάμου) στον βασικό μισθό!
Όσο, όμως, λάθος ήταν η απόδοση του επιδόματος παραγωγικότητας σε όλους, ήταν εξ ίσου λάθος και η οριζόντια περικοπή του. Ενδεικτικά: Το επίδομα των πολιτικών υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου περικόπηκε κατά 50%, το αντίστοιχο των διπλωματικών υπαλλήλων, του επιστημονικού προσωπικού και των υπαλλήλων του κλάδου εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Εξωτερικών κατά 30%, ενώ και το αντίστοιχο ποσό των μελών Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού κατά 20%.
Έτσι, όμως, δεν αμφισβητήθηκε η σύνδεση του επιδόματος με τον μισθό- που ήταν η πελατειακή «ερμηνεία» του- και δεν αποκαταστάθηκε η παραγωγικότητα που εξακολουθεί να είναι ζητούμενη, αλλά επιδιώχθηκε, μόνο, η εξοικονόμηση πόρων. Η τυφλή λιτότητα που βαφτίστηκε «μεταρρύθμιση» δεν ήταν ούτε είναι η λύση για το ελληνικό πρόβλημα.
Και για την περίπτωση της παραγωγικότητας ισχύει ότι κανένα μέτρο και καμία μεταρρύθμιση δεν πρόκειται να αποδώσει στη χώρα μας, εάν δεν υπάρξουν αποφάσεις και έργα κατοχύρωσης της διοικητικής αυτονομίας έναντι της πολιτικής ηγεσίας σε ό,τι αφορά την επιχειρησιακή της λειτουργία. Τα έργα και οι ημέρες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ βρίσκονται στην, ακριβώς, ανάποδη κατεύθυνση: Μεγαλώνουν την πολιτική πυραμίδα σε βάρος της διοικητικής, δημιουργούν νέα διοικητικά «σιλό» και αρνούνται, έργοις, την ουσιαστική αξιολόγηση.
Μέσα σ’ αυτό το αρνητικό περιβάλλον για την προώθηση των διοικητικών μεταρρυθμίσεων, θεωρώ ότι είναι χρέος των πολιτικών κομμάτων και των προσώπων που πιστεύουν σ’ αυτές να προτείνουν ένα πλαίσιο για τη βελτίωση της παραγωγικότητας που να είναι απλό και κοινό για όλους. Εκεί τελειώνει και η δουλειά της κεντρικής κυβέρνησης. Την αξιολόγηση της προστιθέμενης αξίας κάθε δημόσιας οργάνωσης, το ύψος του επιδόματος, τον τρόπο διανομής του κι όλα τα πρακτικά θέματα πρέπει να τα λύνει κάθε οργάνωση μόνη της. Μόνοι κριτές της θα είναι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις. Σ’ αυτούς λογοδοτεί και ο ΕΟΦ και τα Υπουργεία και το σύνολο των δημόσιων φορέων.