Μπροστά σ’ αυτή τη συμφωνία θα περίμενε κανείς απ’ όλες τις υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις του τόπου μια ομοφωνία ως προς την αναγκαιότητά της, και κατά συνέπεια την αποδοχή της. Ναι μεν η αντίδραση ορισμένων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναμενόμενη, λόγω των ιδεοληψιών στις οποίες κείτονται. Δεδομένη ήταν επίσης η διαφωνία, τόσο του Κομμουνιστικού Κόμματος, όσο και του νεοναζιστικού μορφώματος, των οποίων η πολιτική θέση και το οικονομικό πρόγραμμα, παρά το χάος που τους χωρίζει όσον αφορά τις ιδεολογικές τους καταβολές, ταυτίζονται στη διεθνή απομόνωση της χώρας, μέσω της ταυτόχρονης εξόδου της από την Ευρωζώνη και την Κοινοτική Ένωση. Από την άλλη όμως, αναπάντεχη καθίσταται η αρνητική στάση απέναντι στην επικείμενη συμφωνία των προηγούμενων κυβερνητικών εταίρων.
Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ δικαίως μπορούν να υποστηρίζουν, πως όταν το καλοκαίρι του 2012 κλήθηκαν από κοινού με τη ΔΗΜΑΡ να κυβερνήσουν, κατάφεραν να κρατήσουν την Ελλάδα στον πυρήνα του κοινού νομίσματος. Με έκτακτες και καίριες αποφάσεις κατάφεραν ν’ αλλάξουν τη διεθνή της εικόνα, ν’ απομακρύνουν τον κίνδυνο μιας νέας χρεοκοπίας, ν’ αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη των δανειστών μας. Εντούτοις, οι επιτυχίες τους σε κάθε περίπτωση αδυνατούν να υποκρύψουν τις αποτυχίες τους.
Πράγματι, οι κυβερνητικοί εταίροι της προηγούμενης βουλευτικής περιόδου, όπως και της παρούσης, απέτυχαν στο ν’ απογαλακτίσουν τον κρατικό μας μηχανισμό από τον έντονο κομματισμό. Κάθε δημόσια θέση ευθύνης καταλαμβανόταν, και συνεχίζει να καταλαμβάνεται, με κομματικά, και μόνο, κριτήρια προς χάριν της εξυπηρέτησης της εκλογικής πελατείας. Επίσης, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ απέτυχαν στο ν’ αποκαταστήσουν την κοινωνική δικαιοσύνη. Τα δημόσια βάρη επιμερίστηκαν για μια ακόμη φορά στα μεσαία και χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, αφήνοντας στο απυρόβλητο εργολάβους, μιντιάρχες, προμηθευτές του Δημοσίου και μεγαλοεπιχειρηματίες, προσωπικούς φίλους των τότε ενοίκων του Μαξίμου. Τέλος, δεν κατάφεραν να διακόψουν τη ροπή τους στον λαϊκισμό, τα σημάδια του οποίου άρχισαν να διογκώνονται από τις ευρωεκλογές του Μαΐου και έπειτα, σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης με τη δημαγωγική δεινότητα του κύριου πολιτικού τους αντιπάλου.
Συνεπώς, αντί ο σημερινός αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να πραγματοποιήσει μια αυστηρή και ειλικρινή αυτοκριτική για τα πεπραγμένα του, επιλέγει τακτικές στείρας κριτικής προς την Κυβέρνηση Τσίπρα. Αντί να στηρίξει με τις πράξεις και την ψήφο του την επικείμενη συμφωνία-σταθμό για την παραμονή της χώρας σε ευρωπαϊκή τροχιά, επιζητεί ετεροχρονισμένα τη «μεγάλη συνεννόηση». Πράγματι, για ποια «μεγάλη συνεννόηση» δικαιούται να ομιλεί ο τέως πρωθυπουργός; Όταν ο ίδιος, ακολουθώντας πιστά τις συμβουλές της ’’αυλής’’ του, ηρνείτο επιδεικτικά το διάλογο τόσο με τους αρχηγούς της τότε αντιπολίτευσης, όσο και με το Υπουργικό Συμβούλιο και τα κοινοβουλευτικά μέλη του κόμματος του.
Ξεχνά άραγε ο πρόεδρος της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι όχι μόνο τους λοιπούς πολιτικούς αρχηγούς, ούτε καν τους υπουργούς δεν ενημέρωνε για την πορεία της διαπραγμάτευσης; Αφοσιωμένος στις συμβουλές των ’’φίλων’’ του, όχι μόνο απέφευγε το περασμένο καλοκαίρι να κλείσει την αξιολόγηση με την τρόικα, αλλά αντιθέτως έσκιζε σελίδα-σελίδα τα Μνημόνια. Όχι μόνο δεν διασφάλιζε τη διαπραγματευτική θέση της χώρας, αλλά απεναντίας περιόριζε την προσφερόμενη από τους εταίρους μας χρονική παράταση του προγράμματος, επιδιώκοντας να εγκλωβίσει τον επελαύνοντα προς την εξουσία ΣΥΡΙΖΑ και σχεδιάζοντας ο ίδιος προσωπικά σενάρια ’’αριστερών παρενθέσεων’’. Αντί δε να διευκολύνει την πορεία της διαπραγμάτευσης με προσωπικές υποχωρήσεις, όπως τη δημιουργία μια «Κυβέρνησης εθνικής ανασυγκρότησης ευρύτερης συνεργασίας», επίσπευδε την προεδρική εκλογή και, όπως ήταν αναμενόμενο, την πρόωρη διεξαγωγή εθνικών εκλογών. Στην ίδια κατεύθυνση, λόγω των προσωπικών του τακτικισμών, κατέθετε στη Βουλή την πρόταση της ΝΔ για την αναγκαία συνταγματική αναθεώρηση μία μόλις ημέρα πριν από την έναρξη της διαδικασίας εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας.
Επομένως, παρόλη την αναγκαιότητά τους, ο τέως πρωθυπουργός είναι ο τελευταίος που δύναται να κάνει λόγο για «μεγάλες συνεννοήσεις». Τη στιγμή, μάλιστα, που ο ίδιος φέρεται να αμφιταλαντεύεται μεταξύ της ψήφισης, ή μη, της πολυπόθητης για όλους τους υπεύθυνους πολίτες συμφωνίας. Στον αγώνα που δίνει, άλλωστε, για την παραμονή του στην ηγεσία της συντηρητικής παράταξης, αρνείται να εισακούσει τις προτροπές μελών της κοινοβουλευτικής του ομάδας, που έστω για τους προσωπικούς τους λόγους, στόχους και φιλοδοξίες, είναι διατεθειμένα να τη στηρίξουν με την ψήφο τους, όπως συνολικά οι συνάδελφοί τους από Το Ποτάμι. Γιατί το «ευρώ πάση θυσία» που ορθά υποστηρίζει ο Σταύρος Θεοδωράκης, είναι αυτονόητο πως συνεπάγεται με το «συμφωνία πάση θυσία»!
Για όλους τους ανωτέρω λόγους θα ήταν συνετό και ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, όπως ο σημερινός πρωθυπουργός, να επιστρέψει στην πραγματικότητα. Η κρισιμότητα των περιστάσεων δεν απαιτεί μεγάλα λόγια, αλλά σημαντικές αποφάσεις. Οι συνεννοήσεις, ούτως ή άλλως, δεν αφορούν πλέον τον ίδιο. Αφορούν τον πρωθυπουργό, ο οποίος στην περίπτωση που αντιμετωπίσει πρόβλημα με την κοινοβουλευτική του ομάδα και έρθει αντιμέτωπος με τα δικά του λάθη, θα κληθεί να λάβει τις αρμόζουσες πρωτοβουλίες. Για την ώρα, εκείνα που απαιτούνται απ’ όλους τους πολιτικούς μας αντιπροσώπους είναι ο ρεαλισμός, η σύνεση και η υπευθυνότητα. Επ’ ουδενί οι προσωπικοί εγωισμοί, οι ονειρώξεις της εξουσίας και οι πολιτικές ’’δικαιώσεις’’. Εάν όντως, δεν επιθυμούν την εθνική καταστροφή…