Και να πεις ότι δεν κάνω πράγματα; Αλίμονο. Από τις 6:30 το πρωί στο πόδι και στο τρέξιμο, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Κάθε μέρα. Επτά μέρες τη βδομάδα. Να ασχολούμαι με όλα, με τα πάντα, από τα πιο σημαντικά, μέχρι τα πιο ασήμαντα. Και φτου κι απ’ την αρχή. Κι όμως, το σώμα μου βαρύ σαν μολύβι, να το νιώθω πέτρινο, βράχινο, αμετακίνητο. Τα πόδια μου, λες και μου έχουν φορέσει βαρίδια, αντί για παπούτσια. Μικρό, ακίνητο, ακούνητο αγαλματάκι – θυμάσαι το παιχνίδι;
Άλλοτε πάλι έρχονται στιγμές, που νιώθω σαν να ‘μαι δυο άνθρωποι μαζί. Ένας – εκείνος που δεν τον γνωρίζω – που τρέχει πανικόβλητος να προλάβει και ν’ ανταποκριθεί σε όλα. Γιατί τρέχει; Δεν ξέρω. Κι ένας άλλος – ο κανονικός, ο δικός μου εαυτός – που στέκει παγωμένος, ανίκανος να αντιδράσει σε όσα συμβαίνουν γύρω του, περιμένοντας… Περιμένοντας, τι; Δεν ξέρω.
Περιμένοντας… την πληρωμή του 15ήμερου. Ναι, βέβαια, δεν το λες και λίγο – σκέψου εκείνους που δεν έχουν το προνόμιο να περιμένουν το μηνιάτικο, το 15ήμερο ή έστω, ένα μικρό βδομαδιάτικο; Το λες και τραγικό. Μήπως τελικά δεν είναι και τόσο; Μήπως, όταν δεν έχεις να περιμένεις τίποτα, απλά το παίρνεις απόφαση και είσαι πιο ήρεμος; Ούτε κι αυτό ξέρω να το απαντήσω.
Περιμένοντας τους “σωτήρες”… Εκείνους που μας πούλησαν κι εκείνους τους άλλους, τους ξελιγωμένους για εξουσία, που μας πρόδωσαν ακόμα πιο παλιά. Δεν θέλεις να σε σώσουν. Τρομάζεις και μόνο στη σκέψη πια! Φωνάζεις, κραυγάζεις μέσα σου… “δεν θέλω! δεν θέλω!!!” και κανείς δεν σ’ ακούει. Πάντα μέσα σου, μια κραυγή χωρίς το παραμικρό ίχνος ήχου. Μια κραυγή πάντα βουβή, άφωνη, άηχη, εσωτερική κι εσύ ακίνητος, πάντα αποσβολωμένος.
Περιμένοντας την άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο, τα Χριστούγεννα, την Ανάσταση… περιμένοντας πάντα σαν αόρατος, σαν να ζεις έξω απ’ το σώμα σου, σαν να παρακολουθείς τη ζωή σου σε ταινία… Περιμένοντας κάτι να αλλάξει το τώρα, το σήμερα, ίσως και το αύριο. Αλήθεια, υπάρχει το αύριο ή μόνο ζεις μ’ αυτήν την ψευδαίσθηση; Με την ουτοπία του αόρατου; Του ανύπαρκτου; Δεν το ξέρω, αλλά και ποιος το ξέρει αυτό; Και με το σήμερα τι γίνεται; Το σήμερα υπάρχει, εσύ όχι. Υπάρχει, χωρίς εσένα. Εσύ έχεις πετρώσει σε μια γωνιά και παρακολουθείς όσα διαδραματίζονται γύρω σου, όσα αποφασίζονται για σένα, χωρίς εσένα. Φωνάζουν, τάζουν, διαφωνούν, προγραμματίζουν, διεκδικούν – κυρίως αυτό – μ’ εσένα αόρατο, να περιμένεις… άραγε τι;
Κοιτάζεις ακίνητος, αποδυναμωμένος πια, την κοινωνία σου, τον πολιτισμό σου, αυτά που έφτιαξες, αυτά που πάσχισες, αυτά που αγάπησε, αυτά για τα οποία αγωνίστηκες και βλέπεις μόνο δυστυχία, αθλιότητα, ατέλεια, αδικία, αδυναμία, ρατσισμό, ξενοφοβία. Κοιτάζεις κέρινος, πετρωμένος, ακίνητος, περιμένοντας… Τι; Τι;;; Τι περιμένεις; Τι περιμένω; Τι;;;
Μόνη μου δύναμη οι λέξεις και η μουσική. Καταφύγιο. Ξυπνάω. Γράφω. Ξενυχτώ. Ακούω. Γράφω. Πάντα ακίνητη, αλυσοδεμένη, στα “πρέπει”, στα “δεν γίνεται”, στα “θα δούμε”, στις εξαρτήσεις, στις σιωπές, στις υποχρεώσεις, στις ηθικές δεσμεύσεις, στους αλλόφρονες σχεδιασμούς των άλλων. Πάντα ακίνητη. Γράφω και το αποκαλώ “δουλειά” κι έτσι γλυκαίνω την ψυχή μου. Οι λέξεις έχουν δύναμη. Οι λέξεις ζωγραφίζουν εικόνες. Εκπέμπουν συναισθήματα. Μιλάω μόνη μου μαζί τους. Λέμε οι δυο μας, αυτά που δεν λέμε πια μεταξύ μας. Ταξιδεύουν στο γραφείο μου, το γαλάζιο της θάλασσας, το φως του ήλιου, τα χρώματα των λουλουδιών και τους ήχους της βροχής. Φέρνουν κοντά μου αγαπημένα βλέμματα, αγκαλιές και μυρωδιές. Διώχνουν την ασχήμια. Κι εγώ πάντα εδώ, ακίνητη, να περιμένω… δεν ξέρω τι.. Θα ρωτήσω το υποσυνείδητό μου κι ίσως πάρω μια απάντηση κάποια στιγμή …
Για να διαβάσετε το βιβλίο της Λίλιαν Μπαντάνη «Η σχοινοβάτης», πατήστε εδω!