γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Πατρίδα. Όνειρα θερινής νυκτός με θέα την Ακρόπολη. Κουκάκι, Πετράλωνα, Θησείο, ως εκεί. Με σύνορα. Από τη στάση του τραίνου ως τη λεωφόρο Συγγρού, από το Φιξ ως τον περιφερειακό. Με στρατιώτες. Μικρά παιδιά κυρίως, από αυτά που έχουν σαν ύμνους χιπ-χοπ μουσικές, που περπατούν στους ίδιους δρόμους με τους ίδιους φίλους, που φοβούνται τον φόβο περισσότερο από τα αποτελέσματά του. Με ήρωες. Ανθρώπους καθημερινούς δίχως περιττές κουβέντες, κατοίκους υπογείων, εργαζόμενους για ένα ενοίκιο συν κάτι ψιλά. Με αγγέλους που γαβγίζουν στις εναπομείνασες αυλές. Με όνειρα, πολλά όνειρα. Καλά κρυμμένα, όπως όλα τα σημαντικά πράγματα. Ανόθευτα και λίγο ξεχασμένα. Με σκιές κυρίως, από αυτές που σου θυμίζουν πως κάποτε ήσουν εδώ.
Ήμασταν εδώ όλοι. Ο Νίκος, ο Διονύσης, ο Γκέργκι, ο Θοδωρής, ο Χρήστος, η Εύη, η Κατερίνα, ο Κώστας, ο Γιάννης, ο Τζον, ο Τζόνι. Κι άλλοι πολλοί. Περπατούσαμε σε αυτούς τους δρόμους, κάναμε πλάκα. Γελούσαμε σαν παιδιά, αφού ήμασταν παιδιά και νιώθαμε παιδιά. Πριν οι έγνοιες μπουν στο κεφάλι μας, πριν η επιβίωση γίνει πρώτος στόχος. Μαζί είδαμε τη βία, τον κοινωνικό διαχωρισμό, τη γελοιότητα του εθνικισμού. Ανήλικοι με τη στάμπα του «Έλληνα» και του «Αλβανού», δίχως κανείς να μας ρωτήσει. Χωρισμένοι σε εθνικές ομάδες στη γυμναστική του δημοτικού, με τους δασκάλους να μη μας μαθαίνουν πως ο φασισμός βρίσκεται στον αποκλεισμό της διαφορετικότητας. Δεν πειράζει. Κάναμε μόνοι μας πατρίδα τη γειτονιά μας, αυτοκρατορία την περιοχή μας. Κι εκεί δεν χωρούσε κανένας δάσκαλος, καμία φυλή ή ράτσα. Οι μόνες ικανότητες που απαιτούνταν για την κοινωνική ανέλιξη ήταν αυτές στο ποδόσφαιρο, μια κάποια σωματική δύναμη και η ταχύτητα. Από αυτά όλα, το μόνο που υπάρχει σήμερα είναι η τελευταία. Και κουράζει, ας μην κοροϊδευόμαστε.
Ένα τραγούδι έγραφε πως «θα με βρεις Δεξαμενή ακόμα αγκαλιά, με μια μπάλα μπάσκετ με ξεθωριασμένο χρώμα». Εκείνη τη ξεθωριασμένη μπάλα που ακουγόταν μόνιμα στο γήπεδο στο Κουκάκι, τότε που στο τέλος κάθε προπόνησης χειροκροτούσαν όλοι και στις εξέδρες του ανοιχτού γηπέδου μαζευόταν μια ολόκληρη περιοχή. Τοπικιστικός χουλιγκανισμός από άτομα χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, βέβαια. Οι οποίοι τώρα μπήκαν στα πανεπιστήμια, βρήκαν δουλειές ή απλούστερα έφυγαν και ξεχάστηκαν γρήγορα. Άτομα μεγαλωμένα με ιστορίες στα καφενεία των Πετραλώνων, έχοντες την τιμή να δουν κάποιο ηλιοβασίλεμα από το λόφο του Φιλοπάππου. Τύπους καθημερινούς που ήρθαν, είδαν κι έφυγαν δίχως να νικήσουν σε κάτι. Μα δεν ξέχασαν ποτέ την παλιά τους περιοχή.
Το ίδιο τραγούδι συνέχιζε λέγοντας: «είναι άσχημη η ζωή μερικές φορές, όταν φίλοι απ’ τα παλιά δεν γυρίσαν ποτέ». Είναι νόμος της ζωής προφανώς. Κανένας φίλος από τα παλιά δεν θα γυρίσει, γιατί αν το κάνει θα είναι τόσο διαφορετικός που θα σε τρομάξει. Εξίσου διαφορετικός με το μέρος που ονομάσαμε πατρίδα. Μια πατρίδα που τα οχυρά της έπεσαν, όπως τα παιδικά μας τερτίπια. Τα «Σοκάκια του Θιακού» δεν υπάρχουν πια, το σπίτι του »Ολυμπιακάκια» κατεδαφίστηκε και στο γήπεδο του μπάσκετ ελάχιστοι συνεχίζουν. Οι μουσικές μας θα σβήσουν κι αυτές, όπως όλοι οι ύμνοι που σταματούν να τραγουδιούνται. Το περιβολάκι είναι άδειο, όπως και τα πάρκα που κάποτε παίζαμε μπάλα. Οι αυτοκρατορία μας δηλαδή αλώθηκε με την άδειά μας, σωθήκαμε βέβαια εμείς. Τα παιδιά μεγάλωσαν, λησμόνησαν καταστάσεις και ονόματα ή τουλάχιστον προσπαθούν ακόμη να το κάνουν.
Είναι αυτή η πατρίδα μας, σε αυτό δεν χωράει συζήτηση. Πάντα θα είναι. Ακόμη και τώρα που ελάχιστοι γνωστοί μας μένουν εκεί, τώρα που αρκετά από τα στέκια μας έκλεισαν ή κατεδαφίστηκαν. Γιατί πατρίδα είναι το μέρος που αξίζει να κάνεις τα όνειρά σου. Που πότισες το χώμα της με τα παιδικά σου δάκρυα και το αίμα σου στον πρώτο σοβαρό καβγά. Και που εκεί θα καταφύγεις ξανά για να κλάψεις, κρυφά όπως τότε. Αφού κι αν μεγαλώσαμε μαθαίνοντας πως οι άνδρες δεν κλαίνε, μάθαμε με τον καιρό πως όλοι το κάνουν για τα πράγματα που αγαπούν. Και αυτά τα πράγματα είναι πολλά: οι άνθρωποι, οι εικόνες, οι σκέψεις και τα συναισθήματα, ο τόπος που ονόμασες πατρίδα κάποιο βράδυ. Μια βόλτα δηλαδή, από το Κουκάκι στο Θησείο.
Για να διαβάσετε δωρεάν το βιβλίο του Μανώλη Πέπονα «Ήρωες και Φιλοκτήτες» πατήστε εδώ!