γράφει ο Θάνος Καλαμίδας.
Βρισκόμαστε στο 46 μ.χ. (μετά χούντας), και το χωριό των ανυπότακτων υστερικών συνεχίζει να αντιστέκεται για πάντα στην εξέλιξη των ειδών και την δημοκρατία με το σύνθημα: η ελευθερία και η υγεία μοιάζουν με το οξυγόνο, αισθάνεσαι την αξία τους όταν είσαι σε λοκντάουν.
Οι σκοτεινές μέρες του λοκντάουν έχουν επιστρέψει στο χωριό των ανυπότακτων υστερικών και όλοι έχουν κλειστεί στα σπίτια τους βήχοντας και βρίζοντας τον δήμαρχο Κούλη Γαλοπουλάκη. Όλα; Όχι όλα. Στο δημαρχιακό μέγαρο υπάρχει μια περίεργη κινητικότητα κι ένα φωτάκι στην πίσω πόρτα ανάβει και σβήνει και ξανανάβει και ξανασβήνει την ώρα που περίεργες τερατόμορφες μορφές γλιστράνε μέσα στο δημαρχείο. Ο λόγος; Ενώ όλο το χωριό μπαίνει σε λοκντάουν στις Βερσαλίες …συγγνώμη, στο δημαρχιακό μέγαρο, ξεκινάει πάρτι Χολιγουντιανών προδιαγραφών, σχεδιασμένο από την πανκομψότατη Μανέστρα Φασονούλα. Πάρτι Χαλούμι, αμερικανιστί Χαλουΐν!
Στο δημαρχιακό υπνοδωμάτιο λοιπόν, ο δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης περιμένει υπομονετικά την πανκομψοτάτη σύζυγό του Μανέστρα Φασονούλα, ντυμένη Γιάννα-Αντουανέτα Φαρίνα-Ψιλομύτα να τελειώσει τον εξάωρο αυτοθαυμασμό της μπροστά στον καθρέφτη για να περάσει κι αυτός μια ώρα αυτοθαυμαζόμενος.
“Κούλης, αυτό δεν είναι 200 χρόνια επανάσταση, αυτό είναι χιλιετίες νεκρανάσταση.” Λέει η Μανέστρα Φασονούλα στον δήμαρχο που δοκιμάζει καπέλα για τη στολή του, ενώ η Μανέστρα στέλνει φιλιά στο είδωλό της στον καθρέφτη. “Μια γιορτή από την εποχή του Λεωνίδα με τα σουβλάκια στην Εθνική που μας έκλεψαν πρώτα οι Ιρλανδοί και μετά οι Αμερικάνοι και μάλιστα τόλμησαν να της αλλάξουν κι όνομα. Άκου Χαλουΐν και εμπριμέ ζέβρες.” Κάνει σε κατάσταση ημιυστερίας η Μανέστρα, “αλλά τώρα όλα θα αλλάξουν. Η πατροπαράδοτη γιορτή επιστρέφει στα πάτρια εδάφη, χάρις σε μένα. Το Χαλούμι της Νέας Αρπαχτρίας!”
Ο δήμαρχος την λοξοκοιτάζει και μουρμουρίζει, “το χαλούμι είναι κυπριακό.”
“Είπες κάτι Κούλης;” Τον κοιτάει αυστηρά με μάτι μπαγιάτικης σαρδέλας η πανκομψοτάτη Μανέστρα. Ο δήμαρχος Κούλης δεν απαντάει ενώ δοκιμάζει ένα μαύρο φέσι αυτή τη φορά.
“Τελειώνεις Μανέστρα; Θέλω να δω ποιο καπέλο ταιριάζει καλύτερα με τη στολή μου.”
“Μα τι είναι αυτά τα χάλια Κούλης; Αντί να ντυθείς Λουδοβίκος δίπλα στο δικό μου Αντουανέτα, άντε σκέτο Φίκος δίπλα στην Φαρίνα-Ψιλομύτα, μου έβαλες φουστανέλα και τσαρούχια; Τι παριστάνεις; Το μακεδονομάχο πάλι;”
“Φτου στο κόρφο σου και χτύπα ξύλο Μανέστρα. Πάνε οι Μακεδονομάχοι. Γίνανε ιστορικοί και τους χώσαμε μαζί με τον Καραμανλή και τους Καραμανλικούς σε χρονοντούλαπο στο υπόγειο. Τώρα είμαστε αντιστασιακοί!”
“Ρεζιστάνς Κούλης; Ω μοντιέ, θα πάθει πλαστική στο κούτελο η Γιάννα Φαρίνα-Ψιλομύτα όταν το ακούσει.”
“Άσε την Γιάννα Φαρίνα-Ψιλομύτα στην Μπουμπουλίνας και πες μου τώρα ποιο καπέλο ταιριάζει στη φουστανέλα, αυτό το μαύρο φέσι με την ασημένια νεκροκεφαλή ή το δίκοχο του Χίτη;”
“Τι είναι Χίτης, Κούλης;”
“Πως λέμε λαγός, κασιδιάρης και παπάς; Ένα τέτοιο πράμα εβδομήντα χρόνια πριν.”
“Ω μοντιέ, Κούλης. Πολύ μπρουτάλ για ρεζιστάνς και δεν θα ζηλέψει η Γιάννα Φαρίνα-Ψιλομύτα. Το άλλο; Το μαύρο φέσι;”
“Η Μέρκελ η ναζιάρα εβδομήντα χρόνια πριν.”
“Μένουμε Ευρώπη δηλαδή Κούλης;”
“Έτσι ακριβώς.”
“Αυτό Κούλης. Μέρκελ η ναζιάρα. Μου αρέσει πολύ Κούλης. Μερκελοτσολιάς.”
Και κάπως έτσι περνάει η ώρα στο δημαρχιακό υπνοδωμάτιο ενώ την ίδια στιγμή οι καλεσμένοι μαζεύονται στη υπόγεια σάλα του δημαρχιακού μεγάρου σε ημίφως καντηλανάφτη σαν σε νεκροταφείο. Και για να μαθαίνουν οι νεότεροι, έτσι γιορτάζεται το Χαλούμι στην Νέα Αρπαχτρία από παλαιολιθικής εποχής κι όχι όπως το κάνανε οι Αμερικάνοι με φαντάσματα, νεκροκεφαλές και πορτοκαλί προέδρους.
Ο Νυφίτσας Καρβουνοχοΐδης ντυμένος ΜΑΤατζής, μιλάει με την Λίνα Παραμεστώνη ντυμένη Ελένη Λουκά έξω από τη Βουλή. “Άργησα να γυρίσω σπίτι και φόρεσα το πρώτο πράγμα που βρήκα στη ντουλάπα. Λες να καταλάβουν ότι δεν έχω μασκαρευτεί;” Λέει αγχωμένος ο Καρβουνοχοΐδης στην Παραμεστώνη που ανοιγοκλείνει το στόμα της σαν την Λουκά μπροστά στη κάμερα του Σκάϊσε.
“Μην ανησυχείς,” του απαντάει χτυπώντας τον στο κεφάλι με μια εικονίτσα σαν την Ελένη Λουκά έξω από την Βουλή, η Παραμεστώνη. “Θα προτιμούσες να μασκαρευτείς σοσιαλιστής;”
“Α, την πέταξα τη στολή του σοσιαλιστή εδώ και χρόνια. Ούτε εγώ δεν την πίστευα πια. Αλλά κι εσύ βρε Παραμεστώνη, με τα ρούχα της δουλειάς βλέπω ότι ήρθες.”
“Αμάν ρε Τσεκουράτε, τι έκανες πάλι;” Ένας έξαλλος Άδης ντυμένος νανογιλέκο φωνάζει στον Βαρίδη Τσεκουράτο προσπαθώντας να τον κρύψει πίσω από μια σιφονιέρα ψυγείο. “Αν σε δει ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης θα πάθει εγκεφαλικό. Η εντολή ήταν ρητή, κανένας να μην ντυθεί μακεδονομάχος κι εσύ ντύθηκες μακεδονομάχος;”
“Εγώ Άδη ειμαι πιστός στα πιστεύω μου.”
“Και δεν είχες κάτι άλλο να ντυθείς;”
“Η στολή του Παττακού δεν μου χωράει πια, έχω πάρει κιλά τελευταία.
“Τι; Τρως πολύ καλαμπόκι στο αγροτικής ανάπτυξης βρε κότα;”
Παραδίπλα ο Πρόβεια Πέτσα ντυμένος πενηντάευρω μοιράζει εικοσάευρα. “Δώσε και σε μένα μπάρμπα,” του λέει μια φωνούλα κάτω από ένα σκαμνάκι. “Ποιος είσαι εσύ, μα τον Αρπάχτη;” Κράζει σαν χρυσόψαρο στη γυάλα ο Πρόβεια Πέτσα. “Στυλογράφος έλεγα ότι ήμουν και κάποιοι με πιστεύαν,” ψελλίζει ο Μπογδ Γυμνοσαλίγκαρος κάτω από το σκαμνάκι. Και πάνω που ο Πέτσας είναι έτοιμος να γλιστρήσει πεντάευρω κάτω από το σκαμνάκι μπαίνει στη γεμάτη αίθουσα ο δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης ντυμένος ρεζιστάνς Μερκελοτσολιάς και η Μανέστρα Φασονούλα, ντυμένη Γιάννα-Αντουανέτα Φαρίνα-Ψιλομύτα.
“Καλά ρε, το Αντουανέτα το βλέπω στη περούκα και στο φουστάνι, το Γιάννα Φαρίνα-Ψιλομύτα που είναι;” Κάνει σαν ξινισμένη μαρμελάδα ο Άδης με το νανογιλέκο.
“Μα τι άσχετος που είσαι με τα κρυφά μηνύματα ρε Άδη, το σβησμένο πούρο στο δεξί χέρι δεν το βλέπεις;” απαντάει εκνευρισμένα η Μυαλά Κεραμιδίως ντυμένη στημένη λεμονόκουπα.
Ο δήμαρχος στέκεται στη μέση της αίθουσας και αφού κοιτάει προσεκτικά έναν-έναν τους καλεσμένους του, με ύφος Βοναπάρτη μετά το Βατερλό ουρλιάζει υστερικά: “Καλά ρε ζώα, ούτε ένας σας δεν σκέφτηκε να ντυθεί μάσκα; Ούτε εσύ τεκνό Λύκο Παπαριά; Βρε μασκαράδες, κανένας σας δεν σκέφτηκε έστω να φορέσει μια μάσκα, μα τον Άγιο μοναχό της αρπαχτής, τον Κοροναϊό τον παστίτσιο;”
Τέλος ΙΗ’ επεισοδίου