ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Γεννήθηκε μια μέρα με πανσέληνο. Προτίμησε τη βαθειά της … κατηφόρα, εκεί κοντά μεσάνυχτα, ως λάτρης των φώτων και της προβολής που αυτά συνεπάγονται και στα οποία ήλπιζε για κάποιο μερίδιο στο μέλλον.
Μεγάλωσε με περίσσεια φροντίδα από μια μάνα παραδοσιακά δοτική.
Βαρύς στο δέμας –γεματούλης παιδιόθεν- αλλά ανάλαφρος στη σκέψη, δείγμα τυπικό ανθρώπου που αγαπά το «φαίνεσθαι» στη θέση ενός «είναι», που δεν τον ικανοποιούσε ούτως ή άλλως μήτε κατά κεραίαν. Από μικρός είχε μια τάση να βγαίνει «λουλούδι φανταχτερό», ακόμα κι όταν αυτό έμοιαζε άκαιρο.
Εννοείται ότι στο μίξερ του μυαλού του, ψέματα και αλήθειες αναδεύονταν διαρκώς, με συνέπεια ο λόγος πολτός που προέκυπτε να μην είναι ξεκάθαρα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Άλλωστε η μη αλήθεια δε σήμαινε πάντα ψέμα και το αντίθετο, οπότε οι παλινδρομήσεις του ανάμεσά τους, είχαν γίνει καθημερινό δρομολόγιο. Στη βάφτισή του, για λόγους που δεν είχαν υποπτευθεί γονείς και νονός, του είχαν δώσει δύο ονόματα, Περικλής και Ιάκωβος, για να έχει να διαλέγει, αφού από νωρίς είχε επιδείξει υπερβάλλοντα καταναλωτικό ζήλο, στην ανάγκη του να εντυπωσιάζει. Με όρους βιτρίνας εννοείται. Όταν αυτοσυστηνόταν πάντως, ανάλογα και με την περίσταση, προέτασσε το «Περικλής» με στόμφο, ενώ σε πιο ανάλαφρες περιπτώσεις, δηλαδή σχεδόν πάντα, προτιμούσε το «Βάκης» από το «Ιάκωβος». Οι φίλοι του πάντως δεν είχαν ενδοιασμό να επιλέξουν το «Βάκης», ελαφροί καθώς ήταν και του λόγου τους, στη θέση του βαρέος «Περικλής».
Ο Βάκης μεγάλωσε σε οικογένεια αρκετά συντηρητική, με αρχές και κανόνες που καθόλου δεν του άρεσαν, αφού η φύση του για άλλα λαχταρούσε. Έτσι σχετικά νωρίς, άρχισε να παρεκκλίνει του ορθού τους δρόμου και να συντάσσεται με τους … άλλους, της αντίπερα όχθης. Στην αρχή πάντως, που το σαμάρι του ήταν μικρό, ακολουθούσε τους γονείς του σε όλες τις συγγενικές επισκέψεις-λιτανείες, με κρύα καρδιά είναι αλήθεια, αφού ένιωθε να βαριέται απίστευτα στον αθέλητο συγχρωτισμό που του επέβαλαν. Μετά όμως, που άρχισε να γίνεται ενήλικος γάιδαρος, στήλωνε τα ποδάρια του. Μέχρι που τους έπεισε να τον αφήνουν στην ησυχία του. Τρόπος του λέγειν βέβαια ησυχία, αφού κάθε τόσο ξεπόρτιζε και έβγαινε στα θορυβώδη μπαρ ή όπου αλλού η γκλαμουριά έκανε τον κούφιο της θόρυβο. Εκεί γνώρισε τους πραγματικούς του συγγενείς, που πιο πολύ από τους εξ’ αίματος, του γέμιζαν τα κενά. Ένας εξ’ αυτών -ονόματι Βαγγέλης- έμοιαζε μάλιστα να το καταφέρνει πιο ενεργά από κάθε άλλον. Τον γνώρισε στα δεκαοκτώ του και από την πρώτη στιγμή κατάλαβε την έλξη, που ασκούσαν πάνω του τα ‘’Nike’’ που φορούσε. Λέμε τώρα. Από κείνο το βράδυ δεν έβλεπε την ώρα να συνευρεθούν, της ημέρας, αλλά και της νύχτας εννοείται. Ο Βαγγέλης ήταν ένας ψηλός, σφιχτοδεμένος τύπος, που έδειχνε προτίμηση στις σπορ εμφανίσεις και στις σπορ ηλικίες γενικά και ειδικά των νέων που έδειχναν ευεπίφοροι στα … θροΐσματα του ανέμου που κατέβαζε από τις πλαγιές του.
Ο Βάκης όταν τον είδε θόλωσε. Του συστήθηκε ως Περικλής, αλλά γρήγορα το γύρισε στο Βάκης που φάνηκε πιο ταιριαστό στο επίπεδο επικοινωνίας που από κοινού κατέκτησαν. Η μητέρα του, που δεν ήθελε να αποδεχθεί το γεγονός, κράτησε από την επερχόμενη «συντέλεια» το «τέλεια» και βολεύτηκε στα ψέματα του γιου της, όσο ανετότερα μπορούσε. Ο πατέρας του όμως, που ποτέ δεν άκουσε ούτε ψίθυρο για σχέση με γυναίκα, άρχισε να χτίζει την απόγνωσή του, περιστατικό το περιστατικό και υποψία την υποψία. Όταν μάλιστα από κάτι συνδιαλέξεις που κρυφάκουσε, αντελήφθη ότι ο κολλητός παραήταν κολλητός, έπαψε να έχει ψευδαισθήσεις. Στη θέση τους έβγαζε νεύρα, πολλά νεύρα, που τα έκανε φορτωτική κυρίως στην άτυχη γυναίκα του που δεν μπορούσε να κατανοήσει την όψιμη μεταστροφή στη συμπεριφορά του συζύγου της. Ο Βάκης από την άλλη, στην αγωνιστική του φούρια ξεχνούσε αυτές τις μικρές … λεπτομέρειες και γινόταν όλο και πιο λαμπερός, όλο και πιο σινιέ, πάντα βέβαια με την ευγενή επιχορήγηση κυρίως της μαμάς, που έδειχνε πελαγωμένη σε μια κατάσταση που δεν πολυκαταλάβαινε. Ο Βάκης όμως την αγαπούσε κι αυτό της έσβηνε κάθε λοξόδρομη σκέψη. Την αγκάλιαζε με τρυφερότητα όποτε βρίσκονταν μόνοι και της έλεγε πως κάποια μέρα θα ήταν περήφανη για κείνον. Τα έλεγε ωραία ο μπαγάσας και η μάνα, που τόσο διψούσε για καλά λόγια, τον πίστευε και φούσκωνε το στήθος της από προκαταβολική υπερηφάνεια. Κάπου κάπου όμως της ξέφευγε και κάτι για εγγόνια, κουβέντα που πάντα έχανε τον προσανατολισμό της από τις επιδέξιες ντρίμπλες του γιου της που καθόλου δεν είχε επεξεργαστεί στο μυαλό του παρόμοια ιδέα.
Δεν ήταν όμως και η μόνη. Ήταν και το φανταριλίκι, που οσονούπω έπρεπε να ασπαστεί, αν και δεν του ταίριαζε διόλου στη ψυχοσύνθεση, όμως δεν μπορούσε να το αποφύγει κιόλας, αφού καμιά σχολή δεν βρέθηκε να τον γλυκοκοιτάξει και ως γνωστόν, αναβολή λόγω … Βαγγέλη δεν έχει νομοθετηθεί ακόμα. Ο μπαμπάς όμως φρόντιζε να τον συμφιλιώνει με την ιδέα, που θα του θύμιζε λίγο και το «Περικλής» στη θέση του αποκρουστικού στο μυαλό του, έτσι όπως εξελίχθηκε, «Βάκης».
Όπως και να’χε όμως, το όλο «πακέτο» έπεφτε βαρύ στο δυσανεκτικό στομάχι του γιου του. Ο Βαγγέλης από την άλλη τον καθησύχαζε, ότι θα είναι πλάι του, ίσως και κάθε Σαββατοκύριακο, αλλά στα σίγουρα στις άδειες του. Μάλιστα τον διαβεβαίωνε ότι είχε και ένα ‘’βύσμα’’ που θα του αύξανε κατά πολύ τις εξόδους. Ήταν και στο πυροβολικό τρομάρα του, να γυαλίζει τα κανόνια. Εν πάση περιπτώσει άρχισε να προετοιμάζεται για την εθνική αποστολή και να κάνει με έναν παράξενο τρόπο χαρούμενο και τον πατέρα του. Η μητέρα του, που τον έπιασε να κοιτά στο ίντερνετ τη στολή και να σκέπτεται τις στυλιστικές λεπτομέρειες που θα την αναδείκνυαν, καμάρωνε για την ψιλο-αποδοχή της ιδέας που κατακτούσε ο γιος της μέρα με τη μέρα και περίμενε με λαχτάρα τη στιγμή που θα πόζαρε το «αντριλίκι» του με χακί στις φωτογραφίες της, στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Ώσπου η περίφημη αυτή μέρα δεν άργησε να φτάσει. Την προηγούμενη ο Βάκης δεν είχε κλείσει μάτι. Αντάλλασσε μηνύματα στο κινητό του με τον Βαγγέλη και κάπου έμπηζε τα κλάματα για τον επικείμενο αποχωρισμό τους, σε συνδυασμό και με κάποιον φόβο που είχε για τα όσα του επεφύλασσε η νέα του … καριέρα.
Χαράματα η μητέρα του, που επίσης δεν είχε κλείσει μάτι, του κτύπησε την πόρτα. Ήταν ήδη όρθιος με μάτια κατακόκκινα από την αϋπνία και το κλάμα. Μόλις τον είδε έτσι τρόμαξε. Προσπάθησε να τον καθησυχάσει. Ο πατέρας του, περίμενε κι εκείνος, σηκωμένος από τη μαύρη νύχτα, έτοιμος να τον προωθήσει κάπου, που επιτέλους θα ταίριαζε σε έναν άντρα. Ήταν σχετικά χαρούμενος, αλλά και προβληματισμένος. Θα εγκλιματιζόταν σαν και τους άλλους φαντάρους;
Τί είδους αποδοχή θα είχε άραγε; Αυτά σκεφτόταν καθισμένος στην πολυθρόνα και κοιτάζοντας το ρολόι του. Όταν μπήκε στο δωμάτιο του Βάκη η γυναίκα του και άκουσε κάτι μιξοκλάματα και μισές κουβέντες με τον κανακάρη της, άρχισε να χάνει την υπομονή του.
— Θα αργήσουμε. Επιτέλους φέρσου σαν άντρας, φώναξε αγανακτισμένος, … και συ γυναίκα πάψε να μιξοκλαίς, μη σας πάρει και τους δυο ο διάολος.
Την ώρα εκείνη, του πρωινού ΄΄στολίσματος΄΄ χτύπησε το κινητό.
Ήταν ο άλλος … διάολος. Του είχε υποσχεθεί ότι θα τον καλημέριζε και θα τον … ξεμάτιαζε κιόλας. Ο πατέρας του Βάκη έγινε έξαλλος. Άρπαξε το κινητό από το αυτί του Βάκη το έβαλε στην τσέπη του και τον τράβηξε βίαια προς την πόρτα.
Η μαμά έβγαλε μια κραυγή αναστάτωσης.
– Ας το παιδί ήσυχο, βάρβαρε.
Ήταν πολύ σπάνιες φορές που η δύστυχη αντιδρούσε. Έτυχε να είναι μία απ’ αυτές, το ξημέρωμα μιας μέρας που αντικαθιστούσε τη χθεσινή πανσέληνο. Σαν τότε που ένας γιος λαμπερός γεννιόταν σε κάποιο μαιευτήριο της Αθήνας.