ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Πάροδος 18
Δεν έπρεπε να σηκωθούν, να σημάνουν το πρόωρο τέλος.
Τουλάχιστον, ας αργούσαν.
Δεν έπρεπε να σηκωθούν. Όλο το ανέβαλαν.
Κοιτάζονταν στην κλίνη τους. Σε αμοιβαία επιτήρηση.
Ένωναν τα χέρια τους, σφιχτά τα έδεναν,
μην ολιγωρήσει κάποιος και εγκαταλείψει πρόωρα.
Διασταύρωναν τα βλέμματα. Να πάρουν κουράγιο.
Να συνεχίσουν, ως να ήταν εκεί και για την επόμενη φορά
Που, αλλίμονο, προαισθάνονταν ότι δεν θα υπήρχε.