Πάρε με σαν τον Οδυσσέα,
να ταξιδεύω χρόνια και μακριά
απο τον τόπο της καρδιάς μου.
Απο τις Κυκλάδες και τα
λευκά σπίτια με τα γαλάζια
παραθυρόφυλλα, τα κόκκινα
γαρύφαλλα και τις σπασμένες
κολώνες, με τους λόφους και
τα βουνά με τα πράσινα έλατα
που απαλά χαϊδεύουν τα σιγανά
ποτάμια, που τρέχουνε πάνω από
τις γυαλιστερές πέτρες.
Πάρε με στις μακρινές θάλασσες,
σε μακρινές χώρες να χαθώ, να
γεμίσω την άβυσσο, να γνωρίσω
ξένο κόσμο και να ερωτευτώ.
Αλλά στο τέλος, μη ξεχάσεις
να με γυρίσεις πίσω στον τόπο
μου: δίπλωσε στα βελούδα
τα κόκκαλά μου και γύρισε με
στα βουνά που αγαπώ.
Ανάμεσα στα δέντρα και τα
φύλλα που τρέμουνε στα
ορεινά, σκεπασμένος με
τους ήχους του χωριού:
τις καμπάνες, την ψαλμωδία,
τα κλαρίνα και τα τουφέκια.
Πάρε με όπου θέλεις,
αλλά γύρισέ με πίσω
στον τόπο της καρδιάς
μου.