ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Παράξενος κήπος
Τι παράξενος κήπος είναι τούτος εδώ…
χαμένος τριγυρνώ με τις ώρες στα παρτέρια του
δίχως άλλη πυξίδα, πέρα από τα χρώματα
και την επιθυμία μου να τα μυρίσω.
Τα αρώματά τους, ξεχασμένα από παλιά αρώματα,
που τα είχα ανάγκη ξανά, ίσως
περισσότερο κι από τότε.
Το κίτρινο όμως και το κόκκινο
σαν να είχαν ξεθυμάνει ήδη από τον χρωστήρα τους,
ενώ μωβ και μπλε όμοια ξεχειλωμένα αισθήματα,
ανίκανα να ξυπνούν.
Τα δε πράσινα των βλαστών
αποκυήματα φαντασίας παλιάς,
χρώμα κοινότοπο πλέον,
συνοδοιπόρο της νεκρής μου φύσης.
Μα εγώ δεν ήρθα για μνημόσυνο εδώ.
Εγώ ήρθα για νιότη απ’την αρχή.
Τον ήλιο που κρυβόταν στα σύννεφα να ξεσηκώσω,
σαν ήλιο πάλι.
Μα εγώ ήρθα για εικόνες που θα διαλαλούσαν ευωδιά.
Πίσω από τα χρώματα της συνήθειας.
Πώς να απαλλαγείς όμως από δαύτα;
Ώσπου… τα έκλεισα.
Χρώματα πολλές φορές στα μάτια μου.
Μέχρι που τα έπεισα να ιδωθούν αλλιώς.
Με αρώματα.
Βγαλμένα από την πρώτη μου αθωότητα.
Σκίρτησα στο αναπάντεχο ρίγος.
Ξενοκοίταξα στη ζωή μου.
Εκστατικός αναρωτήθηκα.
Σε ποιον χρόνο τώρα να προσευχηθώ,
σε ποιον, να προλάβω την ιερή στιγμή;
Πριν τα μάτια μου κλειστά τα ανοίξω πάλι;