γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
“Μια φορά κι έναν καιρό”, αυτό να πούμε. Να μιλήσουμε για ρομαντικούς κόσμους, εξιδανικευμένους. Να γράφουμε μοντέρνα, με στυλ που να εγκρίνουν οι κριτικοί. Να λέμε παραμύθια γενικά. Για ήρωες άσπηλους, αγνές πανέμορφες δέσποινες, ακατάβλητες ιδεολογίες. Και πατρίδες τιμημένες που όλοι οι κακοί τις μισούν, αλλά θα τις σώσει ο χαρακτήρας του έθνους μας. Ενός έθνους γενναίου, με αδιάλειπτη συνέχεια και καθαρό αίμα. Όχι σαν τους άλλους, τους βάρβαρους. Αφού τα κάνουμε όλα αυτά θα έχουμε τον χρόνο να κάτσουμε στον καναπέ μας -πάντα εθνική υπερηφάνεια και καναπές συνδυάζονται εξαιρετικά- και να νιώσουμε την εθνική ανάταση που μας προσφέρει ο “Γιαννάκης”, που το νιώθουμε σαν αδερφό μας.
Δυστυχώς δεν ξέρουν όλοι οι μετανάστες μπάσκετ. Και -δικαίως ίσως- αν είχαν την ευκαιρία δεν θα κρατούσαν την ελληνική σημαία στην κορυφαία στιγμή της ζωής τους. Μέχρι πριν δυο-τρία χρόνια ο “Γιαννάκης” ήταν ένα ακόμη παιδί μεταναστών, ένας μαύρος, ένας βάρβαρος από τους πολλούς. Τώρα είναι εθνικό σύμβολο. Ορθά, αλλά για λάθος λόγους. Ένα παιδί που δούλεψε υπό δύσκολες συνθήκες, άντεξε, δικαιώθηκε. Και είχε το θάρρος να επιλέξει πατρίδα έστω κι αν αυτή ήταν μια χώρα που σε σέβεται μόνο όταν γίνεις “κάποιος”. Αυτή την πατρίδα επέλεξε.
Ας αφήσουμε όμως το παραμύθι αυτού του αγαθού γίγαντα να συνεχίζεται κι ας γυρίσουμε σε εμάς και τα δικά μας. Να πούμε για πραγματικούς Έλληνες, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μοριά. Ένας άνθρωπος που κανείς δεν ξέρει πότε έμαθε ελληνικά. Ήταν όμως Αρβανίτης, δηλαδή Έλληνας. Μάλιστα. Να πούμε για την ελληνική αυτοκρατορία του Βυζαντίου, της οποίας οι ηγεμόνες αυτοαποκαλούνταν “βασιλείς Ρωμαίων” και ήταν Αρμένιοι, Σύριοι, Ιλλύριοι, Σλάβοι, κτλπ. Μάλιστα. Να θαυμάσουμε την ελληνικότητα του καθενός μας. Μόνο να μην ψάξουμε πέρα από τις 4-5 γενιές γιατί μπορεί να βρεθούμε προ εκπλήξεως. Μάλιστα.
Ο καθένας έχει το δικαίωμα να λέει παραμύθια, ιστορίες ή -λίγο πιο σωστά- ιστοριούλες. Για κρυφά σχολειά κι άλλα παρόμοια. Αρκεί να είναι ειλικρινής, αρχίζοντας με ένα “μια φορά κι έναν καιρό”. Κι ας εκδίδει ό,τι φυλλάδες θέλει. Κι ας πουλάει πατριωτισμό -όλοι μας εξάλλου κάτι πουλάμε- με το κιλό. Κι ας λέει οτιδήποτε επιθυμεί, εντός βέβαια των ορίων του Συντάγματος και του Δικαίου. Να έχει όμως την αξιοπρέπεια να δηλώσει πως δεν γράφει ιστορία, αλλά “ιστοριούλες”. Αυτό αρκεί.